Υπερφορολόγηση και Λιτότητα

«Το εύλογο αυτό ερώτημα τίθεται βεβαίως, καθώς όλοι συνομολογούν ότι η Ελλάδα πρέπει να περάσει πλέον στη Μεταμνημονιακή Εποχή – με ότι σημαίνει αυτό όπως τα ανέλυσε ο Εισηγητής μας κ. Σκανδαλίδης- καθώς και από το γεγονός ότι ο Προϋπολογισμός του 2019, που συζητούμε στην Ολομέλεια, κάθε άλλο παρά είναι «ο πρώτος μεταμνημονιακός», όπως ισχυρίζεται η κυβερνητική πλειοψηφία  ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.» ανέφερε κατά την ομιλια του βουλευτής και Ειδικό Εισηγητής του Κινήματος Αλλαγής κ. Γιάννης Κουτσουκος για τον προϋπολογισμό του 2019 στη Βουλή.
Στην ομιλία τονίζεται «Είναι σαφές και το τεκμηριώσαμε με την ανάλυση των στοιχείων του Προϋπολογισμού, ότι συζητούμε έναν ακόμα μνημονιακό Προϋπολογισμό, ο οποίος δυστυχώς, για να εξάγει το πρωτογενές αποτέλεσμα των 7 δισ. περίπου σωρεύει όλα τα μέτρα που πήρε η Κυβέρνηση με φόρους και περικοπές τα προηγούμενα χρόνια.
Τα μέτρα του 3ου αχρείαστου και επαχθέστερου Μνημονίου και του συμπληρωματικού 4ου (Ν. 4472/2017 Μ.Π.Δ.Σ.) ενσωματώθηκαν στους Προϋπολογισμούς των ετών 2015-2016-2017-2018 και τώρα στον Προϋπολογισμό του 2019, η σωρευτική επίπτωση των οποίων αθροίζεται σε 29,3 δισ.
Είναι επίσης σαφές και προκύπτει από τα στοιχεία, ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα όλων αυτών των ετών προέκυψαν από την σωρευτική επίπτωση των φόρων και των περικοπών και όχι από την ανάπτυξη, δηλαδή Υπερφορολόγηση και Λιτότητα είναι τα δύο κύρια χαρακτηριστικά του φετινού και όλων των προηγούμενων προϋπολογισμών.
Περισσότερη επιχειρηματολογία για το μίγμα υπερφορολόγηση και λιτότητα που επέβαλε στη χώρα η Κυβέρνηση των κ.κ. Τσίπρα και Καμμένου δεν χρειάζεται, αν παραθέσει κανείς μόνο δύο κρίσιμα μεγέθη.
Το ένα αφορά το άθροισμα των πρωτογενών πλεονασμάτων που διαμορφώνεται στα 28,7 δισ. 2015-2019 και το άλλο την αύξηση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο που είναι μόνο 17 δισ.
Με στοιχεία που παρέθεσα στην Επιτροπή Οικονομικών και στην Εισήγηση που κατέθεσα, απέδειξα τον διπλά άδικο χαρακτήρα των φορολογικών παρεμβάσεων της Κυβέρνησης, που οδήγησε από τη μια μεριά τους λίγους ειλικρινείς φορολογούμενους να σηκώνουν το κύριο βάρος των φορολογικών βαρών, ενώ από την άλλη επιβάρυνε υπέρμετρα τα πλατιά λαϊκά στρώματα μέσω των έμμεσων φόρων καθώς διαθέτουν το εισόδημά τους, κατά κύριο λόγο, σε καταναλωτικά αγαθά.
Την εξέλιξη αυτής της υπερφορολόγησης και της αδικίας του συστήματος, απεικονίζουν εύγλωττα οι πίνακες και τα στοιχεία της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ που ανακοινώθηκαν πρόσφατα.
Η περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων του Προϋπολογισμού του 2019 με αυξημένους άμεσους και έμμεσους φόρους κατά 354 εκατ. και μειωμένες δαπάνες στις συντάξεις κατά 279 εκατ. (χωρίς τις περικοπές της προσωπικής διαφοράς των πολλών συνταξιούχων) επιβεβαιώνει τον ενιαίο και αδιαίρετο χαρακτήρα της πολιτικής υπερφορολόγησης και λιτότητας 2015-2019.
Άρα, με βάση τα παραπάνω, έχουμε συνέχιση της ίδιας μνημονιακής πολιτικής, ακόμα και στην περίπτωση που υλοποιηθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις της Κυβέρνησης για ρυθμό ανάπτυξης 2,5% του ΑΕΠ το 2019, που όπως έχω εξηγήσει  στην Επιτροπή Οικονομικών, με στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη των βασικών συνιστωσών του ΑΕΠ (Δημόσια και Ιδιωτική κατανάλωση, επενδύσεις κ.λπ.), είναι υπό πολλές αιρέσεις και αμφισβητήσεις.
Θα μπορούσε να αντιτάξει η Κυβέρνηση, ότι αυτό είναι αποτέλεσμα των μακροχρόνιων δημοσιονομικών δεσμεύσεων που ανέλαβε η χώρα και ότι η δημοσιονομική εξυγίανση δεν γίνεται χωρίς φόρους και περικοπές – όπως  ομολόγησε εσχάτως ο Αναπληρωτής Υπουργός, ο κ. Χουλιαράκης- αλλά η απάντηση σε αυτή την επιχειρηματολογία θα μπορούσε να ήταν «καλώς τονε κι ας άργησε», αν βέβαια δεν είχε μεσολαβήσει η περίοδος της αυταπάτης και των τυχοδιωκτισμών, το κόστος της οποίας θα κουβαλάει στις πλάτες του ο Ελληνικός Λαός για πολλά χρόνια.
Αν πάλι αφήσουμε τα έτσι και αλλιώς τροχιοδρομημένα μνημονιακά δημοσιονομικά και περάσουμε στους βαθμούς ελευθερίας που υποτίθεται ότι απέκτησε η χώρα μετά την τυπική λήξη του 3ου προγράμματος, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό δεν λειτούργησε απελευθερωτικά, καθώς πέραν των στοιχείων  της αυξημένης εποπτείας, το μεγάλο θέμα που μας οδήγησε στα προγράμματα, η αντιμετώπιση δηλαδή της χρηματοδότησης του Δημοσίου Χρέους μέσω των αγορών, βρίσκεται κάτω από πολλούς περιορισμούς και εγκυμονεί κινδύνους επιστροφής στο παρελθόν.
Προφανώς, η αύξηση του Δημοσίου Χρέους κατά 18 δισ. εντός του 2018 για τη δημιουργία Ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας (Cash Buffer) μπορεί να εξυπηρετεί την εκλογική στρατηγική της Κυβέρνησης, δεν αποτελεί όμως από μόνο του, εκείνο το στοιχείο που θα διασφαλίσει  την ασφαλή έξοδο της χώρας στις αγορές, οι οποίες παραμένουν δύσπιστες –όχι λόγω των θεμελιωδών οικονομικών δεδομένων– που λέει η Κυβέρνηση, αλλά λόγω της γενικότερης αναξιοπιστίας που δημιουργεί η πολιτική της.
Κατά συνέπεια, είτε η μη έξοδος στις αγορές, είτε η έξοδος με υψηλό επιτόκιο, απλώς θα επιβεβαιώσει ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε να αναιρέσει τους λόγους που την οδήγησαν σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα.
Η απάντηση επομένως, στο κύριο και αρχικό ερώτημα, αν δηλαδή μπορεί ο Προϋπολογισμός του 2019 να είναι ο τελευταίος μνημονιακός, είναι άρρηκτα δεμένη πρώτον, με την ανατροπή των δεδομένων που συγκροτούν το μνημονιακό δημοσιονομικό πλαίσιο της υπερφορολόγησης και της λιτότητας και δεύτερον με την ανατροπή των πολιτικών όρων που αναπαράγουν την αναξιοπιστία και την εμποδίζουν να κάνει το άλμα στην ανάπτυξη.
Παρά το γεγονός ότι μπήκαμε σε προεκλογική περίοδο και η πολιτική αντιπαράθεση παράγει περισσότερη λάσπη από λύσεις στα προβλήματα, εμείς ως Κίνημα Αλλαγής, συνεπείς με την ιστορία και προσφορά της παράταξής μας καταθέτουμε το δικό μας πλαίσιο για τον οριστικό απεγκλωβισμό της χώρας από τα μνημόνια και την κρίση.
Όπως εξηγήσαμε στην Εισηγητική Έκθεση της Πρότασης Νόμου που καταθέσαμε με τίτλο «Πρώτη Δέσμη Μέτρων Οικονομικής Ανάκαμψης και Κοινωνικής Δικαιοσύνης» η προσπάθειά μας είναι διπλή.
Από τη μια μεριά να ανατρέψουμε την υπερφορολόγηση και τη λιτότητα – στα όρια των δημοσιονομικών πλεονασμάτων μέχρι το 2022, αλλά με διαφορετική αντίληψη για τη διαχείριση τους – και από την άλλη να απελευθερώσουμε τις κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις από επαχθείς δεσμεύσεις και να τις οργανώσουμε ώστε να καταστούν ενεργές και συμμέτοχες στην γενικότερη προσπάθεια της χώρας.
Βέβαια το κεντρικό ζήτημα των δημοσιονομικών δεσμεύσεων για τη χώρα παραμένει εξαρτημένο από την εκπλήρωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, μέχρι το 2022 και 2,4% του ΑΕΠ μετά το 2022.
Παραθέτω πάλι δύο κρίσιμα μεγέθη.
Για τα επόμενα χρόνια (2020-2022) τα πρωτογενή αυτά πλεονάσματα αθροίζονται σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο σε 28,9 δισ. έναντι προσδοκώμενης αύξησης του ΑΕΠ κατά 22,2 δισ. (πράγμα  αμφισβητήσιμο ως προς την επίτευξη του, καθώς μέχρι τώρα η Κυβέρνηση επιτύγχανε πολύ χαμηλότερους στόχους).
Κατά συνέπεια, μια ουσιαστική ανατροπή της συνεχούς λιτότητας και υπερφορολόγησης προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι για την ανάπτυξη και την κοινωνική πολιτική, δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει και τις βαριές αυτές δεσμεύσεις που ανέλαβαν για την χώρα οι κ.κ. Τσίπρας και Καμμένος, χωρίς μάλιστα καμία εξουσιοδότηση από τον Ελληνικό Λαό.
Το επιχείρημα του κ. Τσακαλώτου στην Επιτροπή Οικονομικών – ο οποίος τώρα αναγνωρίζει ότι το 3,5% είναι λιτότητα – ότι αν η Ελλάδα θέσει θέμα πρωτογενών πλεονασμάτων, οι εταίροι μας θα θέσουν θέμα των όρων εξυπηρέτησης του Δημόσιου Χρέους, η απάντηση είναι διπλή:
Πρώτον, η Κυβέρνηση δεν έκανε και την καλύτερη διαπραγμάτευση για το χρέος, καθώς οι αποφάσεις για τα μέτρα εξυπηρέτησης είναι αρκετά πίσω από τα δεδομένα των αποφάσεων του Νοεμβρίου του 2012 και απώλεσε -μεταξύ άλλων- ANFAs δύο ετών περίπου 4,5 δισ. και δεύτερον, ότι οι δυσμενείς δημοσιονομικές  δεσμεύσεις μέχρι το 2022, αλλά και για μετά, προκύπτουν από την διαπιστωμένη αναξιοπιστία της Κυβέρνησης και την αδυναμία της να προσελκύσει επενδύσεις, να αξιοποιήσει την δημόσια περιουσία, να αλλάξει, δηλαδή, τους όρους που επηρεάζουν άρρηκτα την ανάπτυξη.
Το επόμενο μεγάλο ζήτημα – το κύριο ίσως – για τον απεγκλωβισμό της χώρας από τα μνημόνια αποτελεί η επανάκτηση της κυριαρχίας του Ελληνικού Δημοσίου επί της Δημόσιας Περιουσίας και η αξιοποίησή της για την ανάπτυξη και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Σχετική πρόταση για την επιλογή του Εποπτικού Συμβουλίου του Υπερταμείου «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας» έχουμε καταθέσει με την Πρόταση Νόμου και προβλέπει διορισμό της διοίκησής του από την Βουλή και όχι από τους δανειστές.
Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Το επόμενο θα αφορά συγκεκριμένες προτάσεις για την αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας, είτε αυτή βρίσκεται στην ύπαιθρο, είτε στα αστικά κέντρα για παραγωγικές δραστηριότητες και νέες επενδύσεις. Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα με βάση στοιχεία της ΕΤΑΔ η εκμετάλλευση των 70.000 περίπου ακινήτων που διαθέτει αποδίδει ετησίως 40-50 εκατ. μόνο, ενώ πρέπει όλους να μας προβληματίσει.
Για τα παραπάνω δύο, στρατηγικής σημασίας θέματα, ενδιαφέρον θα είχε να ακούσουμε και την πρόταση της συντηρητικής παράταξης, που περιορίζεται σε μια λογιστικού τύπου αντιπαράθεση με την Κυβέρνηση γύρω από τα έσοδα και τα έξοδα.
Εκείνο όμως που αποτελεί τη Λυδία Λίθο μιας πολιτικής που οδηγεί στο πραγματικό τέλος της κρίσης και των μνημονίων, είναι η δυνατότητα εθνικής και κοινωνικής συνεννόησης  για την ανατροπή των μακροχρόνιων δεσμεύσεων για τη χώρα και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου σταθερού και ευνοϊκού για την προσέλκυση επενδύσεων.
Τα συμπεράσματα από την πολύχρονη υποβολή του Ελληνικού Λαού σε προγράμματα λιτότητας, καθώς απέτυχε η όποια προσπάθεια συνεννόησης και κυριάρχησαν τα ψέματα και οι αυταπάτες, μας βάζουν όλους μπροστά στις ευθύνες μας.
Ιδιαίτερα δε με τις συνθήκες ακραίας πόλωσης, όπως φάνηκε χθες εδώ σ’ αυτή την αίθουσα ανησυχούμε ακόμα περισσότερα, αλλά φάνηκε να ανησυχεί και ο κ. Τσακαλώτος που παίρνει τα μηνύματα των αγορών. Έτσι εκλαμβάνω την παρέμβασή του μετά την ομιλία του κ. Σκανδαλίδη και το ερμηνεύω ότι  «χτυπούσε το σαμάρι για να ακούσει το γαϊδούρι».
Άρα ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι μονάχα να είναι και ο επόμενος Προϋπολογισμός μνημονιακός, ανεξάρτητα ποιοι θα είναι Κυβέρνηση, αλλά να εξανεμισθούν για μια ακόμα φορά οι θυσίες του Ελληνικού Λαού, χάριν  των οποίων από τα δυσθεώρητα ελλείμματα, πήγαμε στα επίσης δυσθεώρητα πλεονάσματα και να γυρίσουμε πίσω, από εκεί που ξεκινήσαμε για να αντιμετωπίσουμε την κρίση.
Επομένως, για να γίνουν όσα πρέπει να γίνουν, όπως τα ανέλυσα για το τέλος των μνημονίων και την οριστική έξοδο από την κρίση και να αποτρέψουμε να γίνουν αυτά που δεν πρέπει να γίνουν, η πρόταση του Κινήματος Αλλαγής, είναι  πλήρης, ολοκληρωμένη και αυτόνομη, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής στρατηγικής και των συμμαχιών, με αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, όσο και στο πλαίσιο και την κατεύθυνση των πολιτικών που πρέπει να έχει η Ελλάδα τα επόμενα  χρόνια, το «Σχέδιο Ελλάδα» όπως το έχει ονομάσει η κα Γεννήματα.
Αυτά θέτουμε στην κρίση του Ελληνικού Λαού «με λογισμό και μ’ όνειρο» όπως θα έλεγε ο ποιητής και του ζητάμε να αποφασίσει, ως ο μόνος υπεύθυνος, κυρίαρχος και ικανός να αποτρέψει την ανακύκλωση των αδιεξόδων.»

mail

Αλληλογραφία προς την Σύνταξη της «Γραφίδας»