«Εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης εκφράζω τη ρητή, εμφαντική και ανεπιφύλακτη άρνησή μας να ψηφίσουμε τη συμφωνία των Πρεσπών. Επαναλαμβάνω, πως με τρόπο ρητό, εμφαντικό κι ανεπιφύλακτο λέμε «όχι» στη συμφωνία των Πρεσπών. Και, κατά συνέπεια, θα πούμε «όχι» και στην κύρωση του Πρωτοκόλλου Προσχωρήσεως της FYROM στο ΝΑΤΟ, όταν αυτό θα έλθει στην Βουλή. Να επισημάνω εδώ, πως σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.4 εδ.β της συμφωνίας των Πρεσπών το Πρωτόκολλο Προσχωρήσεως έπρεπε να είναι εδώ σήμερα, για να κυρωθεί ταυτόχρονα με την ίδια τη συμφωνία, αλλά δεν πρόκειται να επιμείνουμε στην κριτική μας σε αυτήν την ανακολουθία. Τις τελευταίες μέρες παίχτηκε ένα παιχνίδι εναντίον μας, στηριγμένο στη στάση ενός Βουλευτή που δεν ανήκει πλέον στην Κοινοβουλευτική μας Ομάδα, και έως χθες, που πήραμε τις κατάλληλες πρωτοβουλίες, παραβλέφθηκε σκοπίμως το γεγονός, πως όλοι οι υπόλοιποι δεκαεννιά Βουλευτές μας, μεταξύ των οποίων και οι τέσσερις Μακεδόνες Βουλευτές μας, έχουν μία και ενιαία πατριωτική στάση, όπως ακριβώς ταιριάζει στην ιστορία μας. Μια ιστορία που θεμελίωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και έκτοτε διέπει την πολιτική και την εν γένει στάση μας. Παίχτηκε, επαναλαμβάνω, ένα παιχνίδι εναντίον μας, με σκοπό το διεμβολισμό του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Χτύπησαν, όμως, σε τοίχο. Χτύπησαν πάνω στη συνοχή και τον πατριωτισμό μας.» τόνισε στην εισήγησή του ο κ. Ανδρέας Λοβέρδος στην Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής.
Επίσης επισήμανε «Οι λόγοι της εκ μέρους μας απόρριψης της συμφωνίας των Πρεσπών εκφράστηκαν με πληρότητα τον Ιούνιο του 2018. Κι όχι μόνο ισχύουν στο ακέραιο, αλλά και επιβεβαιώθηκαν από τη στιγμή που έγιναν τροποποιήσεις, ανεπαρκείς και αδιαφανείς, όπως θα αποδείξω στη συνέχεια, από την πλευρά της ΠΓΔΜ. Αν ήταν όλα τέλεια όπως ισχυρίζεστε από τον Ιούνιο κυρίες και κύριοι της μειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, τότε γιατί παρέχουν συνταγματικές διευκρινήσεις για τα θέματα της εθνικότητας και της γλώσσας οι της ΠΓΔΜ; Πρέπει να απαντήσετε αμέσως σε αυτό. Διευκρινήσεις όμως που δεν επηρεάζουν σε θετική κατεύθυνση τη συμφωνία των Πρεσπών. Αντιθέτως εν μέρει την επιβαρύνουν περισσότερο. Ισχύουν, λοιπόν, στο ακέραιο όσα υποστηρίξαμε τον περασμένο Ιούνιο, πριν και μετά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών. Και παραπέμπουμε στις ομιλίες μας στην Βουλή των Ελλήνων. Θα επανέλθουμε στα επιχειρήματά μας αυτά στη συνέχεια των εργασιών της Επιτροπής, καθώς και στην Ολομέλεια της Εθνικής Αντιπροσωπείας.
Σήμερα με την εισήγησή μου θα καταδείξω τα προβληματικά στοιχεία των συνταγματικών τροποποιήσεων που έγιναν στην ΠΓΔΜ, όπως περιλαμβάνονται ως μέρος της ρηματικής της διακοίνωσης, που κατέθεσε ο Πρωθυπουργός την περασμένη εβδομάδα στην Βουλή. Και θα μείνω σε αυτά γιατί είναι πολλά και σοβαρά. Και προκαταβολικά ζητώ από την κυβέρνηση να καταθέσει στην Εθνική Αντιπροσωπεία το κείμενο του Συντάγματος των Σκοπίων, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του και με τους λεγόμενους εκεί «συνταγματικούς νόμους» που το συμπληρώνουν. Το συνταγματικό δίκαιο στην ΠΓΔΜ έχει ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη συνταγματική τάξη των δυτικών χωρών και δεν διέπεται από ευταξία. Η Ελλάδα δεν μπορεί να κυρώσει και να επικυρώσει τη συμφωνία των Πρεσπών, αν δεν της είναι απολύτως σαφές ποιο είναι το συνταγματικό κείμενο της ΠΓΔΜ. Χωρίς το κείμενο αυτό όπως διαμορφώθηκε, ό,τι γίνεται εδώ είναι σε ένα βαθμό επιπόλαιο και σίγουρα επικίνδυνο.
Ξεκαθαρίζουμε ευθύς εξαρχής, πως η διαδικασία κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών δεν περιλαμβάνει τα όσα επιπροσθέτως ψηφίστηκαν στο επίπεδο της συνταγματικής τάξης της ΠΓΔΜ. Η Βουλή καλείται να κυρώσει και η Ελληνική Δημοκρατία να επικυρώσει τη συνθήκη των Πρεσπών στο πρωτότυπο αγγλικό της κείμενο (βλ. άρθρο 1 του κυρωτικού παρόντος σχεδίου νόμου) κι όχι τα όσα κατ´ εφαρμογήν της ψηφίστηκαν στα Σκόπια. Κυρώνουμε με άλλα λόγια τη συμφωνία των Πρεσπών κι όχι τη ρηματική διακοίνωση ή τις συνταγματικές αλλαγές και τους εφαρμοστικούς νόμους στη χώρα αυτή. Κι ακόμη, αν η Ελλάδα τελικώς κυρώσει, πράγμα που θα επιδιώξουμε να μην γίνει, να διευκρινιστεί πως στα επικυρωτικά έγγραφα που θα κατατεθούν στην Νέα Υόρκη, στον ΟΗΕ, θα περιλαμβάνεται το κείμενο της συμφωνίας στη μόνη γλώσσα που αυτή ορίζει ως επίσημη, στην Αγγλική δηλαδή. Και στο άρθρο 1 παρ.3 εδ. β της συμφωνίας χρησιμοποιείται ο όρος Nationality. Όποιον ορισμό κι αν δίνει το Σύνταγμα των Σκοπίων, πριν ή μετά τις πρόσφατες αλλαγές, στην αγγλική υπάρχουν τρεις όροι, για να αποδώσουν τους τρεις διαφορετικούς όρους που έχουμε κι εμείς στη γλώσσα μας: citizenship, ιθαγένεια, nationality, εθνικότητα, όπου ο καθένας μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει κι όπως αισθάνεται, αλλά και ethnicity, εθνότητα. Η συμφωνία, συνεπώς, για να αποδώσει την ιθαγένεια έπρεπε να περιλαμβάνει τον όρο citizenship. Η αναφορά, αντίθετα, στον πιο αυθαίρετο για μια διμερή συμφωνία όρο nationality, δίνει μεγάλες ευχέρειες στους Σκοπιανούς, που θα τις χρησιμοποιήσουν μετά την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Κι έτσι ο αλυτρωτικός κι ο διχαστικός λόγος των ηγετών της ΠΓΔΜ, που θα είναι διαρκής, ακόμη κι από τον Ζάεφ που ήδη πρόλαβε κι έδωσε αρνητικά δείγματα γραφής, θα έχει ως βάση του και την υπογραφή του κ.Τσίπρα και όσων ψηφίσουν τη συμφωνία των Πρεσπών. Η ρηματική διακοίνωση και η σε αυτήν μνεία της διευκρίνησης που έγινε με τον ψηφισθέντα στην ΠΓΔΜ «συνταγματικό νόμο» για την εφαρμογή των συνταγματικών τροποποιήσεων 33 έως 41 δεν κάνει καμία αναφορά στον όρο citizenship, ιθαγένεια. Αντιθέτως, στην τροποποίηση του άρθρου 49 του Συντάγματος της FYROM (τροποποίηση 36), χρησιμοποιείται δύο φορές ο όρος «μακεδονικός λαός». Δεν υπάρχει πιο σαφής και ασφαλής βάση για να μιλήσουν, ήδη ο Ζάεφ το έκανε, για «μακεδονική» δήθεν μειονότητα στην Ελλάδα. Κι αν έχει μία λογική από την πλευρά τους η μη χρήση του όρου «σλαβομακεδόνες» λόγω της ύπαρξης Αλβανών και άλλων εθνικοτήτων εκεί, ουδείς μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν γίνεται χρήση του όρου «βορειομακεδόνες», αφού η χώρα τους έτσι θα λέγεται, και κατά τη διεθνή πρακτική ο όρος αυτού του είδους συχνά χρησιμοποιείται (Βορειοκορεάτης, Νοτιοαφρικανός κοκ). Ούτε οι όροι citizen, citizenship λοιπόν χρησιμοποιούνται από τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και από τις συνταγματικές αλλαγές, ούτε ο συνήθης στη διεθνή πρακτική ο όρος Northmacedonian, βορειομακεδόνας. Αντίθετα ο όρος «μακεδονικός λαός» ξανακάνει την εμφάνισή του ήδη, με την 36η συνταγματική αλλαγή και φιγουράρει στο άρθρο 49 του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, μία φορά περισσότερη από ό,τι πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος. Και ως εκ περισσού η παρατήρηση, πως η διευκρίνηση που γίνεται στο άρθρο 2 του ανωτέρω «συνταγματικού νόμου» δεν έγινε για να διασκεδαστούν κάποιες ανησυχίες στην Ελλάδα, αλλά για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των Αλβανών της ΠΓΔΜ. Κι ακόμη, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, πως η χρήση του όρου nationality, χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για να δηλώσει την ιθαγένεια στην πρακτική του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, γιατί η πρακτική αυτή ήταν ακριβώς αντίθετη. Στα ταξιδιωτικά έγγραφα των ομογενών από την Τουρκία και την Αλβανία που δεν είχαν την ελληνική ιθαγένεια, αναγραφόταν πλάι στη λέξη nationality η λέξη ΟΤΑ, δηλαδή «Ομογενής Τουρκίας Αλβανίας». Δηλαδή ομογενείς, ελληνικής εθνικότητας, αλλά δίχως να έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Και επιπροσθέτως, πρέπει να θυμηθούμε όλοι, πως η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1982, εξαίρεσε τους 70.000 Σκοπιανούς πολίτες από την επιστροφή των προσφύγων. Είναι χρήσιμη εν προκειμένω η αναφορά στο θέμα αυτό από τον δημοσιογράφο Γιώργο Τερζή, όταν στην εφημερίδα Καθημερινή της 3ης Φεβρουαρίου 2018, παρουσίασε την προσωπικότητα του πρέσβη κ.Σαββαίδη, που ήταν γενικός πρόξενος στα Σκόπια την περίοδο εκείνη. Δεν χρειάζονται όμως περισσότερα επιχειρήματα: για αυτούς ακριβώς τους λόγους λέμε «όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Και ως προς την γλώσσα, ο κατήφορος που υπήρξε με τη συμφωνία των Πρεσπών συνεχίζεται. Στη συμφωνία αυτή, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία και τον Ιούνιο στην Ολομέλεια της Βουλής να υποστηρίξω, η κυβέρνηση της Ελλάδας για να καλυφθεί απέναντι στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης και των πολιτών, ανήγαγε σε διεθνή, διμερή συμβατικό κανόνα έναν κατάλογο μεταγραμμάτισης που έγινε στο πλαίσιο του ΟΗΕ το 1977, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα της ΠΓΔΜ αποκαλείται «μακεδονική». Ως γνωστόν, οι τρεις γλώσσες του επίσημου γιουγκοσλαβικού κράτους ήταν τα σλαβοκροατικά, η σλοβενική και η «μακεδονική». Στη συνδιάσκεψη λοιπόν του ΟΗΕ το 1977, στην οποία δεν συμμετείχαν κυβερνήσεις αλλά εθνικοί εκπρόσωποι όπως ενημερώνει ο κ.Μπαμπινιώτης που εκπροσώπησε την Ελλάδα, έγινε απλώς η μεταγραμμάτιση στα Λατινικά, των γλωσσών που προέρχονταν από χώρες που δεν χρησιμοποιούσαν το αλφάβητο αυτό. Απλή μεταφορά, μεταγραμμάτιση λοιπόν έγινε και όχι λήψη σχετικών αποφάσεων. Άλλωστε η όλη αυτή διαδικασία έγινε στο πλαίσιο του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (ECOSOC) κι όχι σε αυτό του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Έτσι, λοιπόν, ανεξαρτήτως του τί ακριβώς έγινε ή δεν έγινε το 1977 στο πλαίσιο του ECOSOC στην Αθήνα, μια αδιάφορη από πλευράς διεθνούς δικαίου διαδικασία, η αγωνία της κυβέρνησης να αποδείξει πως δεν έχει ευθύνες για την αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας» την μετέτρεψε σε διεθνή, διμερή συμβατικό κανόνα, με τη συμπερίληψή της στοκ άρθρο 1παρ.3 εδ. γ, της συμφωνίας των Πρεσπών και στην προτελευταία παράγραφο της ρηματικής διακοίνωσης του υπουργείου Εξωτερικών της FYROM. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του σφάλματος που διαπράττει η ελληνική κυβέρνηση και όσοι θα στηρίξουν αυτήν τη συμφωνία, η πρακτική της Ελλάδας ως προς το θέμα αυτό ήταν αντίθετη. Και πρέπει να θυμίσουμε τη νομοθετική ρύθμιση του 1982, όταν ο τότε υπουργός Παιδείας, νομίζω ο κ. Παπαθεμελής, δεν επέτρεψε να παίρνουν αναβολή από το στρατό, όσοι σπούδαζαν στο τότε κρατίδιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, που σήμερα επισήμως ονομάζεται FYROM. Είναι προφανές, πως δεν πρόκειται με την ψήφο μας να εγκρίνουμε και να νομιμοποιήσουμε αυτές τις πρακτικές της ελληνικής κυβέρνησης, που δεν συγκροτούν υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας. Είναι καταφανείς οι λόγοι που μας επιβάλλουν να πούμε «όχι» στη συμφωνία των Πρεσπών.
Στη δευτερολογία μου θα κάνω αναφορά και στα υπόλοιπα σημαντικά θέματα (πχ το άρθρο 7 περί της έννοιας των όρων Μακεδονία και Μακεδόνας, ή το άρθρο 1παρ.3εδ.ε περί των κωδίκων της χώρας), που οδηγούν τη Δημοκρατική Συμπαράταξη στο «όχι», επαναλαμβάνοντας αυτά που είχα υποστηρίξει και στην Ολομέλεια της Βουλής τον Ιούνιο του 2018. Κλείνω την εισήγησή μου με την επανάληψη του αιτήματός μας να κατατεθεί στην Εθνική Αντιπροσωπεία το Σύνταγμα της FYROM, ως έχει σήμερα που η Βουλή καλείται να κυρώσει τη συμφωνία των Πρεσπών. Κι ακόμη, καλούμε τον Πρωθυπουργό να καταθέσει στην Βουλή την επιστολή παραίτησης του κ. Κοτζιά. Πριν λίγες ημέρες ο Πρωθυπουργός επαίνεσε τον κ. Κοτζιά για τη συμφωνία των Πρεσπών και για την προσφορά του στο ΥΠΕΞ. Αν ήταν ειλικρινής, τότε γιατί έκανε δεκτή την παραίτησή του; Και πάντως, δεν είναι δυνατόν η Βουλή των Ελλήνων να μην γνωρίζει τους λόγους παραίτησης του κ. Κοτζιά, λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών και ταυτόχρονα να καλείται να την κυρώσει. Πρόκειται για την επιτομή της αδιαφάνειας και της απόκρυψης κρίσιμων στοιχείων. Και για αυτούς που θα πάρουν στις πλάτες τους την κύρωση αυτής της συμφωνίας, για αυτούς που θα σηκώσουν την βαριά αυτή ευθύνη, είναι απορίας άξιο, πως αποδέχονται να σηκώσουν το χέρι τους αγνοώντας τόσα βασικά θέματα! Αλλά αυτό αφορά τους ίδιους και τα κόμματά τους κι όχι εμάς. Το δικό μας «όχι» είναι ρητό, εύλογο και πάνω από όλα πατριωτικό.»