Ικανοποίηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης αναφέρεται στην αξιολόγηση της Ελλάδας από την Εκτελεστική Επιτροπή του ταμείου. Διαπιστώνει οικονομική ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και βιωσιμότητα του χρέους. Ζητάει όμως περαιτέρω ενέργειες στις ελαστικές μορφές εργασίας, ενίσχυση των τραπεζών.
Συγκεκριμένα: «Στις 6 Μαρτίου 2019, η Εκτελεστική Επιτροπή του ΔΝΤ ολοκλήρωσε τις πρώτες συζητήσεις παρακολούθησης μετά το πρόγραμμα με την Ελλάδα.
Η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα επιταχύνεται και διευρύνεται. Η ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει το 2,4% φέτος (από περίπου 2,1% το 2018) που υποστηρίζεται από τις εξαγωγές, την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις καθώς το συναίσθημα βελτιώνεται. Η σταδιακή ανάκαμψη των ιδιωτικών καταθέσεων διευκόλυνε την περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων διαχείρισης της ροής κεφαλαίων, αν και ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει αρνητικός. Μεσοπρόθεσμα, η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί σε λίγο πάνω από το 1%.
Η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας είναι επαρκής, αλλά υπόκειται σε αυξανόμενους κινδύνους εν μέσω σημαντικών τρωτών σημείων. Το χρέος προς το ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει σε καθοδική πορεία μεσοπρόθεσμα χάρη στα συνεχιζόμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με τους ευρωπαίους εταίρους, στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και στην ελάφρυνση του χρέους, η οποία προέβλεπε ένα σημαντικό προληπτικό ταμειακό ταμείο και χαμηλή εξυπηρέτηση του χρέους επίσημα δάνεια. Ωστόσο, οι κίνδυνοι (τόσο εγχώριοι όσο και εξωτερικοί) έχουν εντατικοποιηθεί και οι κληρονομικές κρίσεις – συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημόσιου χρέους και των μειωμένων ιδιωτικών ισολογισμών – και η αδύναμη πειθαρχία στις πληρωμές εξακολουθούν να δημιουργούν σημαντικές αδυναμίες.
Αξιολόγηση της Εκτελεστικής Επιτροπής
Οι Εκτελεστικοί Διοικητικοί Σύμβουλοι εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την αξιέπαινη πρόοδο στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων οι οποίες συνέβαλαν στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της ανάπτυξης, στη μείωση της ανεργίας, στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και στην επαναπροσαρμογή των αγορών. Βασιζόμενες στην πορεία της ανάπτυξης της χώρας, ενθάρρυναν τις αρχές να αντιμετωπίσουν ακόμη σημαντικές τρωτά σημεία και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα και την ένταξη της οικονομίας, ενισχύοντας την ευελιξία της αγοράς εργασίας, αναπροσανατολίζοντας το μίγμα των δημοσιονομικών πολιτικών και ενισχύοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών για να στηρίξουν την αειφόρο ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς. Οι διευθυντές αναγνώρισαν ότι η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής της Ελλάδας παραμένει επαρκής, αλλά σημείωσε την άνοδο των κινδύνων που απαιτούν περαιτέρω ενέργειες για την ενίσχυση της οικονομίας.
Οι διευθυντές σημείωσαν ότι απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για να περιοριστούν τα κέρδη από την ανταγωνιστικότητα, να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να διασφαλιστεί η ευελιξία της αγοράς εργασίας.
Εξέφρασαν την ανησυχία τους για τους κινδύνους για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα από τον συνδυασμό της πρόσφατης ανατροπής της μεταρρύθμισης του συλλογικού συμβιβασμού του 2012 και της αύξησης του κατώτατου μισθού, ο οποίος ήταν πολύ υψηλότερος από την αύξηση της παραγωγικότητας. Όσον αφορά το μέλλον, οι Διευθυντές ενθάρρυναν τις αρχές να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να μετριάσουν αυτούς τους κινδύνους και να βοηθήσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Συνιστούσαν περαιτέρω βήματα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και τη διευκόλυνση των υψηλότερων και πιο διαφοροποιημένων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων της αγοράς προϊόντων που απαιτούνταν σε βάθος χρόνου, με σκοπό τη βελτίωση της επιλογής των προϊόντων, της ποιότητας και του ανταγωνισμού.
Οι Διευθυντές τόνισαν τη σημασία της υιοθέτησης ενός πιο φιλικού προς την ανάπτυξη και κοινωνικά ασφαλούς συνδυασμού δημοσιονομικών πολιτικών. Ζήτησαν περαιτέρω δημοσιονομική επανεξισορρόπηση, τηρώντας τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που συμφωνήθηκαν με τους ευρωπαίους εταίρους. Οι διευθυντές υποστήριξαν τις προγραμματιζόμενες φορολογικές περικοπές το 2020, δίνοντας προτεραιότητα σε χαμηλότερους συντελεστές άμεσου φόρου ενώ παράλληλα διευρύνουν τη φορολογική βάση για το προσωπικό. Επίσης, συνιστούσαν να διατεθούν περισσότεροι δημοσιονομικοί χώροι στις δημόσιες επενδύσεις και στις καλύτερα στοχοθετημένες κοινωνικές δαπάνες.
Για τη στήριξη αυτών των στόχων, οι Διευθυντές ζήτησαν επίσης την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης και των προσπαθειών φορολογικής συμμόρφωσης και την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αιτιών των καθυστερούμενων οφειλών. Επίσης, πρότειναν βαθύτερο προγραμματισμό έκτακτης ανάγκης για την πιθανή πραγματοποίηση αυξανόμενων δημοσιονομικών κινδύνων.
Οι διευθυντές ενθάρρυναν τις αρχές να υιοθετήσουν μια πιο ολοκληρωμένη και καλά συντονισμένη προσέγγιση για την ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών και την αναζωογόνηση του δανεισμού που ενισχύει την ανάπτυξη. Σημειώνοντας το υψηλό επίπεδο μη εκτεθειμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, ενθάρρυναν τις αρχές να συγκεντρώσουν τους βασικούς ενδιαφερόμενους και να βασίσουν τα μέτρα πολιτικής στις εκτιμήσεις κόστους-απόδοσης των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων μείωσης του NPE, εξετάζοντας ταυτόχρονα τον αντίκτυπο των προσεχών ρυθμιστικών αλλαγών και των συναφών δημοσιονομικών επιπτώσεων. Οι Διευθυντές ενθάρρυναν την περαιτέρω ενίσχυση του νομικού εργαλείου για τη διευκόλυνση της μείωσης του NPE που βασίζεται στον ιδιωτικό τομέα πριν από την εξέταση της κρατικής υποστήριξης και την αποφυγή μέτρων που θα μπορούσαν να διαταράξουν περαιτέρω την πειθαρχία των πληρωμών, βελτιώνοντας παράλληλα την εσωτερική διακυβέρνηση της τράπεζας. Η απελευθέρωση των μέτρων διαχείρισης της ροής κεφαλαίων θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τον χάρτη πορείας που βασίζεται στις συνθήκες.»
