«Αμφίβια» ανασκαφική Σαλαμίνας

Κατά τον Ιούνιο-Ιούλιο του 2018 συνεχίσθηκε, για τρίτο κατά σειράν χρόνο, η υποβρύχια διεπιστημονική έρευνα στην περιοχή της χερσονήσου Κυνόσουρα και στον Όρμο Αμπελακίου Σαλαμίνος, δηλαδή στον χώρο συγκέντρωσης του κύριου μέρους του Ελληνικού στόλου την παραμονή της μεγάλης Ναυμαχίας του 480 π.Χ.
Όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, η έρευνα διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (Ι.ΕΝ.Α.Ε.) σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (Ε.Ε.Α.) του ΥΠ.ΠΟ.Α., υπό την διεύθυνση της Δρος Αγγελικής Σίμωσι, Προϊσταμένης της ΕΦ.Α. Ευβοίας, και του Γιάννου Γ. Λώλου, Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Προέδρου του Ι.ΕΝ.Α.Ε., με την υποστήριξη του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, υπό τον Καθηγητή Γιώργο Παπαθεοδώρου, ενώ η χρηματοδότησή της προήλθε από γενναία χορηγία του ζεύγους Μιχάλη και Μυρτούς Πατέρα και πόρους του Ι.ΕΝ.Α.Ε.
Στην υποβρύχια αρχαιολογική και γεωφυσική έρευνα του 2018 είχαν ενεργό συμμετοχή τριάντα (30) άτομα, διαφόρων ειδικοτήτων, με κύρια συνεργάτιδα την Δρα Χριστίνα Μαραμπέα, ως υπεύθυνη εργασιών πεδίου και τεκμηρίωσης, και τεχνικό υπεύθυνο τον Νικόλαο Γκόλφη.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του 2018, στον μυχό του Όρμου Αμπελακίου και στο Στενό, κρίνονται ιδιαιτέρως σημαντικά εφ’ όσον: α) εφαρμόσθηκε με επιτυχία νέα «αμφίβια» τεχνική διερεύνησης αρχαίων καταλοίπων σε ρηχά ύδατα, β) συνεχίσθηκε η αποκάλυψη μεγάλου αρχαίου δημοσίου κτηρίου, από το οποίο προήλθαν δείγματα πρωτότυπων μαρμάρινων έργων της Ελληνικής γλυπτικής, και γ) αποκτήθηκαν θαλάσσια ιζηματολογικά δεδομένα, από πυρηνοληψίες, τα οποία θα συμβάλουν, σε συνδυασμό με τα άλλα γεωφυσικά και αρχαιολογικά στοιχεία, στην ανασύσταση της παλαιογεωγραφίας της περιοχής, με ιδιαίτερη αναφορά στην μορφή του Όρμου και του Στενού κατά την εποχή της Ναυμαχίας της Σαλαμίνος.
Για την αποτελεσματικότερη διερεύνηση του μεγάλου καταβυθισμένου αρχαίου κτηρίου στην βορειοδυτική πλευρά του μυχού του σημερινού Όρμου του Αμπελακίου, υιοθετήθηκε καινοτόμος τεχνική για τα Ελληνικά δεδομένα, με την εγκατάσταση εύκαμπτου υδατοφράκτη από την τεχνική εταιρία «K & P Engineering» των Θ. Κατσέλη και Γ. Πέτροβα, για την αφυδάτωση του θαλασσίου πεδίου, που επέτρεψε την συνδυασμένη χρήση μεθόδων και τεχνικών μέσων υποβρύχιας και χερσαίας ανασκαφής στην έρευνα της αρχαίας κτηριακής δομής.
Μέσω της «αμφίβιας» ανασκαφικής τεχνικής, προχώρησε η αποκάλυψη νέων τμημάτων της ισχυρής θεμελίωσης (στερεοβάτη;), από μεγάλες λιθοπλίνθους, της μεγάλης κτηριακής κατασκευής, ιερού ή άλλου δημοσίου χαρακτήρα, η οποία πρέπει να ιδρύθηκε σε Υστεροκλασικούς/πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους και να ήταν σε πλήρη ή μερική λειτουργία μέχρι και τους Υστερορωμαϊκούς χρόνους (τον 3ο αι. μ.Χ.).
Η μνημειώδης κατασκευή, που σήμερα βρίσκεται μέσα στον βούρκο, φαίνεται να είναι βασικά διευθετημένη στον άξονα Βορράς-Νότος, σε μήκος μέχρι στιγμής 15 μ., με βέβαιες συνέχειες προς τα βόρεια και τα δυτικά. Αποδεικνύεται ότι η θεμελίωση, στην ανατολική πλευρά της, αποτελεί το στιβαρό υπόβαθρο νεώτερου μώλου, κατασκευασμένου τουλάχιστον προ 200 ετών, από το οικοδομικό υλικό του αρχαίου κτηρίου.
Το κύριο αρχαιολογικό στρώμα, στην ερευνηθείσα έκταση, περιείχε, εκτός από μεγάλη ποσότητα κεραμεικής των Υστεροκλασικών-Υστερορωμαϊκών (κυρίως, όμως, των Ελληνιστικών) χρόνων, ένα πολύτιμο σύνολο θραυσμάτων μαρμάρινων αγαλμάτων, αρχιτεκτονικών μελών(;), στηλών ή βάθρων, και άλλων αντικειμένων, που συνδέονται προφανώς με την ακμαία λειτουργία του κτηρίου.
Από την ομάδα των μαρμάρινων έργων της ύστατης Κλασικής/αρχόμενης Ελληνιστικής περιόδου, ξεχωρίζει ακέραιη κεφαλή αγάλματος νέου, πιθανώς αθλητή ή θεού (Ερμού;). Είναι η πρώτη, του είδους, που έρχεται στο φως στην ιστορική νήσο. Πρόκειται για πρωτότυπο έργο, εξαίρετο δείγμα της Ελληνικής πλαστικής του προχωρημένου 4ου αι. π.Χ., προϊόν ανώτερου εργαστηρίου, που φέρει το αποτύπωμα της μεγάλης τέχνης. Στα επιμέρους στοιχεία του έργου, αναγνωρίζονται, ήδη, τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με την παραγωγή της Σχολής του Σκόπα ή της Σχολής του Λυσίππου.
Μετά την έρευνα του 2018, φαίνεται πολύ πιθανόν το «αναδυόμενο» κτήριο να αποτελεί ένα από τα κύρια δημόσια οικοδομήματα στην περιοχή, ή στην παρυφή της Αγοράς, στο χαμηλότερο επίπεδο της αρχαίας πόλης, την οποία είδε και περιγράφει, ως ερειπιωμένη, ο περιηγητής Παυσανίας στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. περίπου. Η θέση της, σε άμεση γειτνίαση με τον λιμένα της πόλης, παραπέμπει σε άλλες περιπτώσεις παράκτιων δημοσίων συγκροτημάτων, όπως στην Θάσο, στην Άνδρο και στην Δήλο.

mail

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *