Την «ταυτότητα» της νέας
κυβέρνησης αναδεικνύει το φορολογικό νομοσχέδιο ανέφερε στην ομιλία
του, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή, στη συζήτηση την Τρίτη 30
Ιουλίου 2019.
Στην ομιλία του τόνισε: «Εννέα ημέρες μετά την υπερψήφιση των
Προγραμματικών Δηλώσεων της κυβέρνησης, η Βουλή συζητά, ήδη -και θα ψηφίσει
εντός των επόμενων ωρών- ένα από τα τρία πρώτα νομοσχέδια που θα έχουν ψηφιστεί
έως τις 9 Αυγούστου. Και ένα από τα δέκα νομοσχέδια που -στο επόμενο 4μηνο- θα
αποτελέσουν την πυξίδα μας για μια ολόκληρη τετραετία.
Είναι η δική μας, γρήγορη απάντηση στα προβλήματα των πολιτών, τα οποία δεν
μπορούν να περιμένουν. Η απόδειξη ότι είχαμε και έχουμε σχέδιο, που φέρνει
άμεσα χειροπιαστά αποτελέσματα. Και η πρώτη σφραγίδα μας στη νέα σελίδα
προόδου, που καλείται τώρα να γράψει η χώρα μας!
Από την άποψη αυτή, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και
ως η «ταυτότητα» της νέας κυβέρνησης:
– Γιατί, πρώτον, ανταποκρίνεται στην προεκλογική μας δέσμευση για ανακούφιση
των Ελλήνων από τη βαριά φορολογία. Και μάλιστα νωρίτερα από όσο
προβλεπόταν.
– Δεύτερον, γιατί, μειώνοντας τον ΕΝΦΙΑ και βελτιώνοντας σημαντικά το σχέδιο
των 120 δόσεων, ευνοεί -ταυτόχρονα- εκατομμύρια νοικοκυριά, αλλά και
επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
– Και τρίτον, διότι το σχέδιο νόμου, το οποίο θα ψηφίσουμε σε λίγο, έχει σαφές,
ξεκάθαρο κοινωνικό πρόσημο. Με μελετημένες προβλέψεις, που αφορούν όλους τους
φορολογούμενους, ιδίως, όμως, τους πιο αδύναμους.
Με άλλα λόγια, υπηρετεί τους στόχους που εξαρχής βάλαμε τηρώντας τις υποσχέσεις
μας:
Την αναγέννηση της παραγωγικής μεσαίας τάξης.
Την αναζωογόνηση της αγοράς ακινήτων.
Την αλλαγή μίγματος οικονομικής πολιτικής για νέες επενδύσεις, ανάπτυξη και
πολλές καλές δουλειές.
Και, τελικά, τη μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος, ώστε αυτό να μεταφραστεί σε
μεγαλύτερο εισόδημα για κάθε Ελληνίδα, για κάθε Έλληνα.
Οι δύο κύριες παρεμβάσεις αυτού του πρώτου νομοσχεδίου νομίζω ότι αναλύθηκαν
εκτενώς και από τους υπουργούς και από τον εισηγητή μας και από τους
συναδέλφους βουλευτές που πήραν τον λόγο και έχουν γίνει κατανοητές πια από
τους πολίτες.
Η πρώτη παρέμβαση μειώνει μεσοσταθμικά τον ΕΝΦΙΑ κατά 22%, μέσα στο 2019, με
πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος 205 εκατομμύρια ευρώ. Κανείς δεν εξαιρείται
από αυτή τη γενναία ελάφρυνση. Μια ελάφρυνση, όμως, η οποία κλιμακώνεται δίκαια
-ανάλογα με την αξία του ακινήτου:
– Στις μικρές ιδιοκτησίες μέχρι 60.000 ευρώ, η μείωση είναι της τάξης του 30%.
Για αξίες από 60.000 έως 70.000 είναι 27%. Για ακίνητα που έχουν αξία μέχρι
80.000 ευρώ, η μείωση πηγαίνει στο 25%.
– Και για ακίνητα αξίας από 80.000 ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο ευρώ -και αυτά,
τελικά, είναι και τα περισσότερα- ο ΕΝΦΙΑ μειώνεται κατά 20%. Ενώ για τις πολύ
μεγάλες ιδιοκτησίες, η μείωση είναι μικρότερη, της τάξης του 10%.
Αυτό σημαίνει ότι περίπου 4 εκατομμύρια συμπολίτες μας θα δουν αμέσως, εντός
των επόμενων έξι εβδομάδων, όταν θα έχουν αποσταλεί τα εκκαθαριστικά τους,
ελαφρύνσεις στη φορολογία της ακίνητης περιουσίας τους. Ανάμεσά τους και σχεδόν
500.000 ιδιοκτήτες που εξαιρούνταν τελείως από τους προεκλογικούς
αντιπερισπασμούς του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως και σχεδόν 1.300.000 συμπολίτες οι οποίοι με
τη δική μας ρύθμιση θα δουν σημαντικά μεγαλύτερη ωφέλεια.
Το αποτέλεσμα; Σημαντική ανακούφιση για τους πολίτες. Τόνωση της αγοράς
ακινήτων, αλλά και βελτίωση του χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Ταυτόχρονα, η δεύτερη παρέμβασή μας -όπως είχαμε δεσμευτεί προεκλογικά-
διευρύνει και βελτιώνει τη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο μέσω του
συστήματος των «120 δόσεων»:
– Το επιτόκιο που σήμερα επιβαρύνει επιχειρήσεις και νοικοκυριά πέφτει από το
5% στο 3%, για λόγους προφανούς ισότητας. Όσο, δηλαδή, είναι και το επιτόκιο
που καταβάλλει το Δημόσιο στις οφειλές του προς τους ιδιώτες.
Η ελάχιστη μηνιαία καταβολή -όπως είχαμε δεσμευτεί- υποχωρεί από τα 30 ευρώ στα
20 ευρώ το μήνα.
Ενώ ευνοούνται με αυτό τον τρόπο πολύ περισσότεροι οφειλέτες.
– Ενώ στη ρύθμιση θα υπάγονται και στο εξής νομικά πρόσωπα με βασική οφειλή έως
ένα εκατομμύριο ευρώ.
Δίνονται, επίσης, επιλογές και κίνητρα, ώστε οι συνεπείς οφειλέτες να έχουν
πρόσβαση σε πρόσθετες εκπτώσεις και απαλλαγές.
Αυτό σημαίνει ότι χαλαρώνει, επιτέλους, η θηλιά που έπνιγε εκατομμύρια
συμπολίτες μας τα χρόνια της κρίσης.
Και το σημαντικότερο ίσως: Συνδέουμε τη νέα ρύθμιση για τις 120 δόσεις με το
ξεπάγωμα των λογαριασμών που έμεναν σε καθεστώς κατάσχεσης και αναγκαστικών
μέτρων.
Δίνουμε, έτσι, ανάσα και ελευθερία κινήσεων στους επιχειρηματίες.
Το αποτέλεσμα; Επιχειρηματίες και επαγγελματίες αποκτούν πάλι μία νέα ευκαιρία,
μια δεύτερη ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν και πάλι.
Ενώ το κράτος θα διαθέτει, πλέον, ένα σαφή δρόμο, έναν οδικό χάρτη για να
αυξήσει -σταδιακά αλλά σίγουρα- τα έσοδά του.
Θέλω, όμως, να τονίσω κάτι ακόμη -το τόνισε και ο υπουργός Οικονομικών και θέλω
σε αυτό να είμαι απολύτως κατηγορηματικός και σαφής: Η ευνοϊκή αυτή ρύθμιση θα
είναι και η τελευταία. Πρέπει, λοιπόν, να αξιοποιηθεί από όλους τους συμπολίτες
μας, διότι δεν θα υπάρξει άλλη.
Πολύ σύντομα, όπως έχει δεσμευτεί ο υπουργός Οικονομικών, θα φέρουμε έναν
μόνιμο μηχανισμό ρυθμίσεων. Τονίζω, δεν θα έχει τα ίδια θετικά χαρακτηριστικά.
Συνεπώς, καλώ όλους τους οφειλέτες να εκμεταλλευθούν αυτή την τελευταία
ευκαιρία, διότι δεν θα υπάρξει άλλη ρύθμιση τόσο γενναιόδωρη.
Επαναλαμβάνω ότι ο στόχος μου, σήμερα, δεν είναι τόσο να εξηγήσω τις ρυθμίσεις
του νομοσχεδίου ή να υπογραμμίσω το κοινωνικό του πρόσωπο.
Πήρα τον λόγο, ασφαλώς, γιατί θέλω να τιμήσω την κοινοβουλευτική διαδικασία.
Είναι το πρώτο νομοσχέδιο της νέας κυβέρνησης που έρχεται προς ψήφιση στην
Ολομέλεια. Παίρνω τον λόγο, όμως, κυρίως για να αναδείξω και την πολιτική
κατεύθυνση των πρωτοβουλιών μας. Οι πρώτες φορολογικές ελαφρύνσεις που προωθεί
η κυβέρνηση δεν αποτελούν μόνο υλοποίηση μιας προεκλογικής δέσμευσης.
Η άμεση μείωση του ΕΝΦΙΑ δεν είναι, απλά, μία δυνατή απάντηση σε όσους υποσχόντουσαν
ότι θα τον καταργήσουν, αλλά τελικά τον αύξησαν. Και το νέο σύστημα αποπληρωμής
των χρεών δεν έρχεται ως μία ακόμη εναλλακτική σ’ ένα χρόνιο πρόβλημα.
Όλες αυτές οι παράλληλες ενέργειες -μαζί με τον νέο φορολογικό νόμο ο οποίος
ακολουθεί- συγκροτούν ένα συνεκτικό πλαίσιο οικονομικής δράσης. Με ειδικά μέτρα
και χρονοδιαγράμματα εφαρμογής. Αλλά με ξεκάθαρη κοινωνική και πολιτική
στόχευση: Να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου. Και να
δημιουργηθεί νέος πλούτος, μερίδιο στον οποίο θα έχουν όλοι οι Έλληνες!
Και είναι ακριβώς αυτή η νέα πολιτική θεώρηση που δημιουργεί μια κατανοητή
αμηχανία στην αντιπολίτευση. Γιατί με παλαιά εργαλεία σκέψης, δυσκολεύεται να
συλλάβει τον τρόπο λειτουργίας μας.
Κι έτσι χαρακτηρίζει συχνά απλοϊκά, θα έλεγα, «τεχνοκράτη» αυτόν ο οποίος
επιδιώκει το αποτέλεσμα. Ψάχνει το πολιτικό μας στίγμα σε κομματικούς χάρτες
που δεν υπάρχουν πια. Και -το ίδιο εύκολα και απλοϊκά- μας ασκεί
σπασμωδική κριτική πότε για συντήρηση, πότε για μοντέρνο βολονταρισμό.
Η απάντηση, κυρίες και κύριοι, είναι η Αυτοδύναμη Ελλάδα με Ισχυρή Ανάπτυξη!
Ένα σύνθημα που συμπυκνώνει τη δική μας πολιτική οπτική. Οπτική, που
αντικαθιστά την παραδοσιακή μικροκομματική πρακτική με αυτό το οποίο αποκαλώ
σύγχρονη εφαρμοσμένη πολιτική. Ενώ, παράλληλα, υπερβαίνει και τα γνώριμα
κομματικά σύνορα: Οι κοινωνίες είναι, πλέον, πολύ σύνθετες για να ερμηνεύονται
με ταξικούς όρους του 19ου αιώνα. Και η πραγματικότητα προκαλεί, όντως,
ανισότητες, οι οποίες, όμως, είναι πολύ πιο περίπλοκες από αυτές που μάθαμε στο
παρελθόν.
Η τεχνολογική έκρηξη, οι διακυμάνσεις της παγκοσμιοποίησης, η κλιματική κρίση
δημιουργούν τελείως νέα δεδομένα. Και αυτά, μεγεθύνουν τα προβλήματα χωρών
-όπως η Ελλάδα- που έμειναν επί χρόνια μακριά τους. Οι καιροί απαιτούν συνεπώς
ριζοσπαστική σκέψη και κυρίως αποτελεσματικές πράξεις. Γι΄ αυτό και τα
δύο αυτά στοιχεία θα βηματοδοτούν, στο εξής, το σύνολο της πολιτικής μας!
Το παρόν νομοσχέδιο, λοιπόν, δεν είναι -απλά- μία πρώτη κοινοβουλευτική
πρωτοβουλία της νέας κυβέρνησης. Αποτελεί και την πρώτη τροχιοδεικτική βολή
μιας οικονομικής αντίληψης με συγκεκριμένη πολιτική «πρώτη ύλη». Κορμός
της είναι η ανάπτυξη για τη μεγέθυνση του εθνικού πλούτου υπέρ των πολλών.
Ιμάντας της είναι πάντα η παραγωγική μεσαία τάξη. Φυσικό της περιβάλλον
είναι ο 21ος αιώνας. Και πολιτικό της πρόσημο είναι η πρόοδος.
Στόχος της παραμένει πάντα η φωτεινή Ελλάδα!
Η χώρα κάνει τα πρώτα σταθερά, αλλά σίγουρα, βήματα για να αφήσει οριστικά πίσω
της την εμπειρία της κρίσης. Ήδη το κράτος κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγορών,
δανειζόμενο με το χαμηλότερο επιτόκιο της εποχής του ευρώ. Και η σημερινή
επισκόπηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαπιστώνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό κατά
τη γνώμη μου: ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος από τις 101 μονάδες τον Ιούνιο
εκτινάχθηκε στις 105.3 μονάδες τον Ιούλιο-δηλαδή, μέσα σε λίγες
εβδομάδες.
Και αυτό, θέλω να σας επισημάνω ότι, είναι το υψηλότερο επίπεδο που έχει
σημειωθεί στην Ελλάδα από το 2008, πριν μας χτυπήσει η κρίση! Κάτι που σημαίνει
ότι, ναι, η ανάπτυξή μας μπορεί να πετύχει τον στόχο του 3-4%, που έχουμε
θέσει. Η πολιτική μας, όμως, κερδίζει και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας που
βλέπει μία κυβέρνηση που, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες, υποσχέθηκε
λιγότερα, και πράττει περισσότερα και γρηγορότερα! Κι είμαστε μόνο στην αρχή.
Σε λίγο έρχεται η μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση, που θα απλοποιεί διαδικασίες,
θα μειώνει τους φόρους για κάθε παραγωγική δραστηριότητα. Θα δίνει τολμηρά κίνητρα
για παραγωγικές επενδύσεις, για ξένες επενδύσεις θα κινητοποιεί ταυτόχρονα και
ελληνικά κεφάλαια. Θα ανακουφίσει το τραπεζικό σύστημα. Θα καθιερώνει το
ηλεκτρονικό χρήμα στις συναλλαγές μας. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική τομή.
Και δύο είναι οι λέξεις-κλειδιά της πολιτικής μας: Το αποτέλεσμακαι η
εμπιστοσύνη!
Τα πρώτα αποτελέσματα της πολιτικής μας μέσα σε τρεις μόλις εβδομάδες είναι,
ήδη, ορατά στους πολίτες. Ενώ η χώρα αρχίζει να περιβάλλεται με ένα πλέγμα
εμπιστοσύνης, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι αφήνουμε οριστικά πίσω τα πέτρινα
χρόνια της κρίσης.
Και όταν μας εμπιστεύονται οι αγορές, γιατί να μη μας εμπιστεύονται και οι
εταίροι μας;
Κυρίως, όμως -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- ζητώ να μας εμπιστευτούν οι
Έλληνες. Αυτούς υπηρετούν τα νομοσχέδια και οι αποφάσεις μας. Και στο δικό τους
όραμα μένουμε στρατευμένοι.
Αξίζουμε μία καλύτερη Ελλάδα και την μπορούμε! Δεν θα σταματήσω να το λέω.
Γιατί δεν θα σταματήσουμε να πηγαίνουμε μπροστά μέχρι να πάμε ξανά τη χώρα
ψηλά!»