Ένας σημαντικός προϊστορικός οικισμός αποκαλύπτεται έπειτα από συστηματική ανασκαφική έρευνα δύο ετών στη θέση «Γκουριμάδι», στα περίχωρα της Καρύστου. Ο οικισμός, μία εγκατάσταση που ιδρύθηκε σε μια φυσικά οχυρή θέση, καταλαμβάνει τμήμα του ομώνυμου βραχώδους λόφου που βρίσκεται στα όρια της πεδιάδας του Κατσαρωνίου.
Με βάση τα έως τώρα ανασκαφικά τεκμήρια και την προκαταρκτική τους μελέτη, χρονολογείται κυρίως στην Τελική Νεολιθική, ενώ παρουσιάζει αποσπασματικές ενδείξεις κατοίκησης/χρήσης τόσο κατά την Ύστερη Νεολιθική, όσο και κατά τις πρώιμες φάσεις της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (ΠΕΧ Ι).
Ο οικισμός προσφέρει αξιόλογα νέα δεδομένα για τις παραπάνω περιόδους τόσο για την περιοχή της Καρυστίας, όσο και για τον ευρύτερο Αιγαιακό χώρο. Εκτιμάται ότι η συνέχιση της ανασκαφής θα συνεισφέρει στην διασάφηση της προβληματικής έως τώρα μετάβασης από τη Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού.
Οι εργασίες, που έως τώρα επικεντρώνονται στο πλάτωμα της κορυφής του λόφου και στο νότιο κομμάτι αυτής έχουν αποδώσει ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά και άλλα ακίνητα κατάλοιπα, καθώς επίσης και πλήθος κινητών ευρημάτων. Συγκεκριμένα, στο πλάτωμα της κορυφής αποκαλύφθηκαν πολυάριθμοι, ευθύγραμμοι και καμπύλοι, λιθόκτιστοι τοίχοι, οι οποίοι με βάση την στρωματογραφική τους συνάφεια μπορούν να αποδοθούν σε διαφορετικές αρχιτεκτονικές φάσεις της προϊστορικής κατοίκησης.
Ο προκαταρκτικός χαρακτήρας της μελέτης των καταλοίπων αυτών δεν επιτρέπει ακόμη την διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την συσχέτιση των τοίχων και την απόδοσή τους σε συγκεκριμένους τύπους αρχιτεκτονημάτων, ωστόσο επιβεβαιώνεται η μακρόχρονη ανθρωπογενής κατάληψη του χώρου. Πέρα από τους λιθόκτιστους τοίχους, αναφέρονται επίσης δυο λίθινα θρανία, λάκκοι απόρριψης, η παρουσία ενός εκτεταμένου χωρικά στρώματος από καμένο δομικό πηλό, καθώς και μια κατασκευή, η οποία ίσως είναι φούρνος.
Με βάση την κεραμεική, τα παραπάνω αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αποδίδονται κυρίως στην Τελική Νεολιθική περίοδο. Σημειώνεται επίσης πως η τομή στο νότιο τμήμα της κορυφής του λόφου δεν έχει αποδώσει ως τώρα σαφή αρχιτεκτονικά ευρήματα.
Σε ό,τι αφορά τα κινητά ευρήματα, σε αυτά περιλαμβάνονται κεραμεική, δύο πήλινα ανθρωπόμορφα ειδώλια, πήλινα υφαντικά βάρη, εργαλεία λειασμένου και αποκεκρουμένου λίθου, τριπτά λίθινα τέχνεργα, δυο λίθινες διάτρητες χάντρες, σχετικά περιορισμένες ποσότητες από οστά, και άλλα οργανικά κατάλοιπα. Τέλος, αναφέρεται η παρουσία τεσσάρων τεμαχίων μεταλλικής σκωρίας από το νότιο τμήμα της κορυφής του λόφου.
Η άφθονη, ως προς τον όγκο, κεραμεική αποτελείται από αγγεία, των οποίων τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τα διακοσμητικά μοτίβα επιτρέπουν την συγκριτική τοποθέτηση της πλειοψηφίας της ανεσκαμμένης κεραμεικής στο τέλος της 5ης και στην 4η χιλιετία π.Χ., παρουσιάζοντας σημαντικές ομοιότητες με το αντίστοιχο υλικό από το σπήλαιο της Αγίας Τριάδας, τη Φτελιά Μυκόνου, την Κεφάλα της Κέας και άλλες θέσεις στο Αιγαίο.
Είναι άξια αναφοράς η ογκωδέστατη παρουσία εργαλείων λαξευμένου λίθου από οψιανό Μήλου, τα οποία αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα της συγκεκριμένης κατηγορίας τεχνέργων. Σημειώνεται δε, πως με το πέρας της πρώτης ανασκαφικής περιόδου καταμετρήθηκαν περισσότερα από 5.000 θραύσματα οψιανού.
Πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως, η παρουσία 130 και πλέον αιχμών βελών από το ίδιο υλικό, που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αντίστοιχα σύνολα που έχουν βρεθεί οπουδήποτε στον ελλαδικό χώρο. Η κατά χώραν παρουσία του συνόλου της παραγωγικής αλυσίδας της συγκεκριμένης λιθοτεχνίας υποδηλώνει την σημαντική θέση του οικισμού σε περιφερειακά δίκτυα διακίνησης και παραγωγής εργαλείων από οψιανό Μήλου, και επιβεβαιώνει την σημαντικότητα της συγκεκριμένης δραστηριότητας στην οικονομία του οικισμού.
Συνοψίζοντας, τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος περιγράφουν έναν σημαντικό προϊστορικό οικισμό με μακρόχρονη κατοίκηση και διαδοχικές αρχιτεκτονικές φάσεις. Αυτές διατρέχουν τρεις διαφορετικές χρονολογικές περιόδους, με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σχετικά με την οικονομία του οικισμού και την θέση του σε δίκτυα ανταλλαγών, παραγωγής, και διακίνησης οψιανού.
Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιείται υπό την αιγίδα και την χρηματοδότηση του Νορβηγικού Ινστιτούτου Αθηνών, με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας (INSTAP). Η έρευνα διεξάγεται υπό την διεύθυνση του Δρ. Zarko Tankosic και την συνδιεύθυνση των Δρ. Φάνη Μαυρίδη και Δρ. Πασχάλη Ζαφειριάδη και υπό την εποπτεία της ΕΦΑ Ευβοίας με την επίβλεψη της Προϊσταμένης Δρ. Αγγελικής Γ. Σίμωσι και των αρχαιολόγων Κωνσταντίνου Μπουκάρα και Φανής Σταυρουλάκη. Η πολυμελής διεπιστημονική ομάδα του προγράμματος απαρτίζεται από αρχαιολόγους διαφόρων ειδικοτήτων.