Κυκλοφορούν οι τρεις μελέτες γύρω από την κοινωνιολογία της τέχνης, του Μαξ
Ράφαελ από τις Εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση Χρήστου Γεμελιάρη.
Το βιβλίο του Μαξ Ράφαελ
Προυντόν, Μαρξ, Πικάσο, κυκλοφόρησε το 1933 στο Παρίσι από τον εξόριστο Γερμανό
ιστορικό της Τέχνης και σύγχρονο του Βάλτερ Μπένγιαμιν, ενόσω η παγκόσμια κρίση
του καπιταλισμού συνέπιπτε με την άνοδο του φασισμού.
Ο Ράφαελ προσεγγίζει με οξυδέρκεια και βαθύ κριτικό πνεύμα τις αντιφάσεις και
αμφισημίες της προυντονικής θεωρίας για την αισθητική. Επανεξετάζει το έργο του
Μαρξ, στο πλαίσιο δικών του αλλά και μετέπειτα αναλύσεων για την τέχνη. Οι
επεξεργασίες του παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες, ιδιαίτερα σήμερα που οι ιδέες
του Μαρξ υποβάλλονται παγκοσμίως σε μια επανεκτίμηση από τους σημαντικότερους
στοχαστές της Αριστεράς.
Επιπρόσθετα, ο Ράφαελ κοιτάζει
προς τα πίσω και επαναπροσδιορίζει το έργο του Πικάσο με διαλεκτικούς όρους. Με
επίκεντρο τις συζητήσεις που πυροδότησε ο ιδιοφυής καλλιτέχνης αναπτύσσει
δημιουργικά τη μαρξιστική θεωρία για τα ζητήματα της τέχνης.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Μαξ Ράφαελ γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1889 στο Σένλανκε (σημερινή Στσιάνκα),
μια παραμεθόριο μικρή πόλη κοντά στο Πόζεν (σημερινό Πόζναν) της πάλαι ποτέ
δυτικής Πρωσίας (σημερινή Πολωνία), στους κόλπους μιας εύπορης οικογένειας
Γερμανο-εβραίων εμπόρων υφασμάτων. Το 1900 εγκαθίσταται στο Βερολίνο όπου μετά
την ολοκλήρωση της σχολικής εκπαίδευσης σπουδάζει Πολιτική Οικονομία και στη
συνέχεια Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης. Μεταξύ 1924 και 1932 δίδαξε Ιστορία
της Τέχνης στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο και στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή του
Βερολίνου. Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία κατέφυγε στο Παρίσι όπου και
έζησε μέχρι το 1940. Με την κορύφωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατορθώνει να
μεταναστεύσει μαζί με τη σύζυγό του Έμμα
στη Νέα Υόρκη, όπου φτάνουν στις 22 Ιουνίου 1941. Εκεί θα ζήσει έως και τον
θάνατό του, στις 14 Ιουλίου 1952, που προήλθε από αυτοκτονία.