Παλαιοντολογικά Ευρήματα

Ένα νέο κεφάλαιο για την φυσική ιστορία της Λέσβου ανοίγει με τα ευρήματα των παλαιοντολογικών ανασκαφών που πραγματοποιούνται για πρώτη φορά στις Ανατολικές Ακτές της Λέσβου και αποδεικνύουν ότι το νησί της Λέσβου αποτελεί μία σημαντική δεξαμενή τεκμηρίων για την ιστορία της εξέλιξης της ζωής στο Αιγαίο, αναφέρει το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου.
          Τα νέα ευρήματα που έρχονται για πρώτη φορά στο φως και αποτελούν καρπό μιας επίπονης ερευνητικής προσπάθειας η οποία ξεκίνησε από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου τον Νοέμβριο του 2019 και παρά τους περιορισμούς και τα προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία, ολοκλήρωσε την πρώτη της φάση στα τέλη του 2021. Από την έρευνα αποκαλύφθηκαν εκατοντάδες οστά σπονδυλωτών ζώων που έζησαν στη Λέσβο την γεωλογική περίοδο του κατωτέρου – μέσου πλειστοκαίνου δηλαδή, πριν από περίπου 2.000.000 έως 1.000.000 χρόνια. 
          Το πλούσιο υλικό των παλαιοντολογικών ανασκαφών που βρίσκεται υπό μελέτη, μαρτυρά τον πλούτο της πανίδας του νησιού αποκαλύπτει σημαντικά στοιχεία για την πανίδα και τα οικοσυστήματα του Ανατολικού Αιγαίου και τη σύνδεση των νησιών με την γειτονική Μικρασιατική χέρσο. Τα ευρήματα των ανασκαφών δείχνουν μια ποικιλία πανίδας αποτελούμενη από μεγάλα θηλαστικά, όπως: Άλογα, Βοοειδή, Ελάφια, Αντιλόπες αλλά και Σαρκοφάγα ζώα. Ιδιαίτερα πλούσια είναι πανίδα  αλλά και πολλά μικροθηλαστικά, κυρίως Λαγόμορφα.
          Η έρευνα διεξάγεται από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου με επικεφαλής τον Διευθυντή του καθηγητή Ν. Ζούρο, σε συνεργασία με τον Λέσβιο ερευνητή Δρ. Παλαιοντολογίας του ΕΚΠΑ κ Γ. Λύρα. Υπεύθυνος των ερευνητικών ανασκαφικών εργασιών που πραγματοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή της Θερμής  είναι ο γεωλόγος και υποψ. διδάκτορας Παλαιοντολογίας του ΕΚΠΑ κ. Μ. Γεωργίτσης.  Στην έρευνα συμμετείχαν επίσης τα στελέχη του Μουσείου Γ. Γρημπιλάκος, Γ. Χωραφάς, Ν. Σαλαμπαρχός, Γ. Πασλής και Γ. Καρακωσταντής.
          Μέχρι στιγμής από την ανασκαφική έρευνα έχουν ανακτηθεί περίπου 500 προσδιορίσιμα δείγματα και πολλά περισσότερα απροσδιορίστου οστεολογικού χαρακτήρα θραύσματα απολιθωμάτων.
          Η έρευνα ξεκίνησε όταν βρέθηκε το πρώτο απολίθωμα, μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις. Επρόκειτο για ένα θραύσμα γνάθου που φέρει μικρό τμήμα της οδοντοστοιχίας και ανήκει πιθανότατα σε μια μικρή αντιλόπη. Τότε ξεκίνησε έρευνα διερευνητικού χαρακτήρα προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν και άλλα απολιθώματα. Εντοπίσθηκαν διάφορα θραύσματα απολιθωμένων οστών μέσα στα φερτά ιζήματα και διαπιστώθηκε η ύπαρξη, στην ίδια περιοχή, μεγάλων τεκτονικών κοιλοτήτων που δημιουργήθηκαν στα ασβεστολιθικά πετρώματα, μικρά χάσματα, τα οποία είχαν πληρωθεί στη συνέχεια με απολιθωματοφόρα ιζήματα.
          Σχεδιάσθηκε για την επόμενη χρονιά  η πραγματοποίηση διερευνητικής ανασκαφής στην κύρια απολιθωματοφόρα θέση. Παράλληλα, συνεχίστηκε η συλλογή ιζημάτων προκειμένου να κοσκινιστούν και να ανακτηθούν διάφορα μικροαπολιθώματα μέσα από αυτά. Επιπλέον, διαπιστώθηκε η παρουσία μεγάλων μπλόκ με οστεολογικό υλικό, τα οποία προφανώς είχαν μεταφερθεί από ψηλότερα σημεία της θέσης λόγω της διάβρωσης των πετρωμάτων. Τελικά, αποκαλύφθηκε η ύπαρξη ενός ορίζοντα με απολιθωμένα οστά. 
          Τα πρώτα απολιθώματα που εντοπίστηκαν αφορούσαν σκελετούς μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, κατά βάση Αρτιοδάκτυλων, (Τα Αρτιοδάκτυλα χαρακτηρίζονται από άρτιο αριθμό δακτύλων στις οπλές, συνήθως δύο ή τέσσερα).
Η κατάσταση διατήρησης των οστών δεν ήταν πολύ καλή, αφού τα περισσότερα ήταν αρκετά αποσαθρωμένα, εξαιτίας της αυξημένης υγρασίας.
          Η έρευνα ανακόπηκε λόγω των περιορισμών της πανδημίας που δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθούν ανασκαφικές εργασίες κατά την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου του 2020.
Από τον Ιούνιο του 2021 ξεκίνησε η πιο ουσιαστική φάση της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας και οι εργασίες επικεντρώθηκαν στο κεντρικό τμήμα του ορίζοντα, όπου παρατηρήθηκε αυξημένη συσσώρευση απολιθωμένων οστών. Η πυκνή συγκέντρωση των οστών μέσα στο ίζημα και ο χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό ενταφιασμός τους, οδήγησε, συχνά, στον επαναπροσδιορισμό της ανασκαφικής μεθοδολογίας προκειμένου να ανακτηθούν ασφαλέστερα τα απολιθώματα. Η πυκνή συγκέντρωση των οστών, δυσχέρανε κατά πολύ την ανασκαφή, καθώς οι εργασίες έπρεπε να προχωρούν με πολύ αργό ρυθμό για να μην δημιουργηθούν φθορές. Η ιδιαίτερα μειωμένη μηχανική αντοχή των απολιθωμάτων απαιτούσε τη προσεκτική και ακριβή ανάδειξη τους.
          Απαιτήθηκε για το λόγο αυτό, επί τόπου συντήρηση στη πλειονότητα του οστεολογικού υλικού η οποία πραγματοποιήθηκε από τους έμπειρους συντηρητές του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, που περιλάμβανε, κατά βάση, τις εργασίες της στερέωσης και της συγκόλλησης ενώ στα πιο ευαίσθητα δείγματα τοποθετήθηκε γυψονάρθηκας προτού αποκολληθούν από το χώρο. Στις περιπτώσεις που η μεγάλη συγκέντρωση των οστών δρούσε αποτρεπτικά στη μεμονωμένη εξαγωγή των απολιθωμάτων δημιουργήθηκαν  απολιθωματοφόρα μπλοκ, τα οποία επεξεργάστηκαν στα εργαστήρια του Μουσείου.  Κατά κύριο λόγο, το πλούσιο υλικό που ανακτήθηκε κατά την ανασκαφική περίοδο αποτελούνταν από οστά θηλαστικών, στη πλειοψηφία τους επιμήκη οστά, χωρίς όμως να απουσιάζουν κρανία μικροθηλαστικών και γνάθοι με τμήμα οδοντοστοιχίας από Αρτιοδάκτυλα. Τελικά, το σύνολο των προσδιορίσιμων δειγμάτων απομακρύνθηκε από τον ορίζοντα και μεταφέρθηκε στα εργαστήρια του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου.
          Τα νέα ευρήματα αποτελούν πολύτιμο υλικό για την μελέτη της εξέλιξης της περιοχής του Ανατολικού Αιγαίου και συμβάλουν στην κατανόηση και τεκμηρίωση της πιο πρόσφατης γεωλογικά περιόδου της φυσικής ιστορίας της περιοχής από την ηπειρωτική Αιγηίδα με τα πλούσια δάση της σεκόιας και των κανελόδενδρων μέχρι την καταβύθιση περιοχών της και την δημιουργία του Ελληνικού αρχιπελάγους.

mail