Του Σωκράτη Αργύρη
[…] Ενώ οι υπόλοιποι, γύρω στον περιβόητο
Οδυσσέα, στην αγορά των Τρώων βρέθηκαν, κρυμμένοι στην κοιλιά του αλόγου, που μόνοι τους οι Τρώες το ᾽φεραν στην ακρόπολή
τους.
Ο δούρειος ίππος ήταν εκεί στημένος,
κι εκείνοι, τριγύρω καθισμένοι, αγόρευαν πολλά κι ανόητα.
Τότε μοιράστηκε στα τρία η γνώμη τους:
ή να κεντήσουν το κούφιο ξύλο με τον
άσπλαχνο χαλκό τους·
ή να τον σύρουν στην κορφή, να
γκρεμιστεί πάνω στους βράχους·
ή άθικτο να τον αφήσουν, για τους
θεούς εξιλαστήριο αφιέρωμα.
Κι έμελλε να συντελεστεί η τρίτη γνώμη
[…]
– Ομήρου Ὀδύσσεια
[μεταφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης]
Ένας νέος όρος μπήκε στη πολιτική ζωή του
τόπου, αυτός του Δούρειου Ίππου.
Παλιότερα μιλούσαμε για αποστάτες, όπως είχε πρώτος αποκαλέσει τον Καρλ Κάουτσκι
ο Λένιν στο γνωστό του έργο: Η προλεταριακή επανάσταση κι ο αποστάτης Κάουτσκι και
που αργότερα έγιναν της μόδας και εδώ στην Ελλάδα.
Τελικά όσοι τον επικαλούνται αυτό τον όρο μάλλον πάσχουν από το σύμπλεγμα της
Αποστασίας γιατί εάν διαβάσουμε προσεκτικά το παραπάνω απόσπασμα της Οδύσσειας
του Ομήρου, θα δούμε ότι ο ποιητής μας λέει ότι υπάρχουν τρία σενάρια
αντιμετώπισης ενός Δούρειου Ίππου.
Είτε να τον εξετάσεις με οιονδήποτε εύκαιρο τρόπο για να δεις το περιεχόμενό
του οπότε έτσι έχεις ιδίαν αντίληψη,
είτε να τον απορρίψεις οπότε δεν διατρέχεις κανένα κίνδυνο, είτε να τον υποτιμήσεις
ως κίνδυνο αλλά αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε ρίσκο με ότι συνεπάγεται.
Στην Ελλάδα, στην περίοδο ψήφισης
των διαδοχικών δανειακών συμβάσεων με τους μνημονιακούς όρους, είδαμε βουλευτές
που ψήφιζαν βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 1 του Συντάγματος που λέει
χαρακτηριστικά:
1. Οι
βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση,
ίσως είναι κάτι που τα κόμματα δεν πήραν και πολύ υπόψη τους, διαγράφοντας τους
επειδή ψήφισαν έτσι, ίσως γιατί έδρασαν ως Δούρειοι Ίπποι των ψηφοφόρων τους.
Έτσι τα κόμματα τους διέγραψαν, επειδή αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τις δανειακές
συμβάσεις που μας τις επέβαλε η ΕΕ κατά παράβαση του άρθρου 125 της Συνθήκης της
Λισσαβόνας, αλλά τα κόμματα τους όμως παραβιάζαν το άρθρο 61, παράγραφος 1 του Συντάγματος
που λέει:
1. O
βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή
ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.
Γιατί από την εποχή του
Καρτέσιου, ελάχιστα ζητήματα έχουν απασχολήσει τους φιλοσόφους τόσο έντονα όσο
ο γρίφος της συνείδησης, αυτό όμως δεν απασχολεί την κοινοβουλευτική
Δημοκρατία.
«Το σκέφτομαι άρα υπάρχω» που ο Καρτέσιος χρησιμοποίησε ως θεμέλιο της
φιλοσοφίας του, αποτελούσε άμεση αναγνώριση του κεντρικού ρόλου της συνείδησης
που αφορά τόσο την οντολογία (αυτό που υπάρχει) όσο και την επιστημολογία (τι
γνωρίζουμε και πώς το γνωρίζουμε).
Επίσης ο Σωκράτης στην Απολογία
του, έδωσε το δικό του ορισμό για την συνείδηση: «Σε μένα λοιπόν αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουνα παιδί, είναι
μια φωνή που ακούω, η οποία, όποτε την ακούω, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που
πρόκειται να κάνω και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτε. Αυτή είναι που με
εμποδίζει ν’ ασχοληθώ με την πολιτική. Και μου φαίνεται, ότι κάνει πάρα πολύ
καλά που με εμποδίζει γιατί θα είχα αφανιστεί και, ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει
σε τίποτα ούτε τον εαυτό μου».
Μετά από δυο χιλιετίες περίπου ο
Immanuel Kant διατυπώνει την περίφημη φράση του στην Κριτική του Καθαρού Λόγου:
«ο έναστρος ουρανός πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου».
Το American Heritage Dictionary Of The English Language, ορίζει τη συνείδηση ως
«αίσθηση της προσωπικής ή συλλογικής ταυτότητας κάποιου, συμπεριλαμβανομένων
των στάσεων, πεποιθήσεων και ευαισθησιών που κατέχονται ή θεωρούνται
χαρακτηριστικά ενός ατόμου ή μιας ομάδας».
Τελικά διαπιστώνουμε μια
αντίφαση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, δηλαδή είτε αυτή της κινητικότητας
των ίδιων των βουλευτών από κόμμα σε κόμμα είτε η αποπομπή τους από τα ίδια
τους τα κόμματα.
Αυτό θα λέγαμε συμβαίνει γιατί ενώ ο φορέας της εξουσίας στις Δυτικές
δημοκρατίες, ο λαός, αγνοεί ουσιαστικά τα περισσότερα ζητήματα για τα οποία
καλείται να αποφασίσει ποιους θα εκλέξει για να τον εκπροσωπούν, αν και οι
αποφάσεις του λαμβάνονται ως επί το πλείστον ανορθολογικά. Σήμερα μέχρι και οι
ειδήσεις και η πολιτική προβάλλονται στο κοινό με βάση τους κανόνες των κινηματογραφικών
ταινιών: σύγκρουση καλού με κακό,
ταύτιση, τελική νίκη. Σύμφωνα με τον Γουόλτερ Λίπμαν, αυτό που ονομάζουμε
«κοινή γνώμη» είναι στην πραγματικότητα μια κωδικοποιημένη και ηθικοποιημένη
ερμηνεία των γεγονότων, απαρτιζόμενη από διάφορα στερεότυπα. Το σημαντικότερο
πρόβλημα της δημοκρατίας, το οποίο ήδη ο Πλάτων μας υπέδειξε, είναι ότι η
δυνατότητα της πλειοψηφίας να παίρνει τις αποφάσεις σε μια κοινωνία δεν
συμπορεύεται πάντοτε με μια λελογισμένη συμπεριφορά.
Στη δυτική κοινοβουλευτική
Δημοκρατία οι πάντες υπόσχονται τα πάντα πριν την εκλογική διαδικασία και αυτό
το επιβεβαιώνει ο Αμερικανός καθηγητής Adam Przeworski, όπου αναφέρει στο
βιβλίο του «Δημοκρατία και Αγορά» ότι τα Αυταρχικά Κράτη στηρίζονται στην
προπαγάνδα, την οικονομική ανάπτυξη και τα δημόσια έργα, αλλά αυτό έχει γίνει
πλέον κανόνας για όλα τα κράτη σε όλο τον κόσμο.
Η ριζική ρήξη, την αποκαλούν κατ’ ευφημισμό μεταρρυθμίσεις, τόσο στο πεδίο της
πολιτικής όσο και σε αυτό της οικονομίας με το παρελθόν, παίρνει τη μορφή δυο
ταυτόχρονων και αλληλοεξαρτώμενων «μεταβάσεων» προς τη δημοκρατία και την
αγορά, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του μονεταρισμού.
Θεμέλιο όμως της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το κράτος δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι
κάθε δράση της βασίζεται στις Συνθήκες που έχουν εγκριθεί εκούσια και με
δημοκρατικές διαδικασίες από όλα τα κράτη μέλη της. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή δεν μπορεί να προτείνει νομοθετικές ρυθμίσεις σε έναν τομέα πολιτικής
που δεν αναφέρεται στις Συνθήκες, πράγμα όμως που πρέπει να το αποδείξει.
Η δημοκρατία την οποία βιώνουμε
είναι η δημοκρατία του «δημοσίου πράγματος» (res publica). Αυτή η δημοκρατία
είναι η κοινωνία των ομοιωμάτων, όπως έχει γράψει ο Ιταλός φιλόσοφος Μάριο
Περνιόλα, και η κοινωνία του θεάματος, όπως την είχε προβλέψει ο Γκι Ντεμπόρ.
Μέσα από τους όρους αυτούς η δημοκρατία έχει απολέσει την ουσία της ως
δημοκρατία. Έχει καταστεί ένας κενός λόγος, ένα κενό σημαίνον και εν τέλει έχει
διαστραφεί σε κομματοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία είναι πλέον ένας
όρος, ο οποίος πρέπει να ανατραπεί μέσω της επαναφοράς της δημοκρατίας στην
ουσία της, που δεν είναι άλλη από την αυτοδιαχειριζόμενη δημοκρατία, τη
δημοκρατία εκείνη στην οποία κάθε φωνή ατομική είναι ακουστή και δεν
υποτάσσεται στο διαφωτιστικό πρόταγμα της πλειοψηφίας. Ίσα – ίσα η δημοκρατία
οφείλει να εδράζεται πάνω στις αξιώσεις της μειοψηφίας και όχι πάνω στη
διαφωτιστική αυταπάτη της γενικής βούλησης. Άρα πρέπει να γίνουμε συνδημιουργοί
της δημοκρατίας και όχι να υποτασσόμαστε στη «δημοκρατία».
