[χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά και 18 δευτ.]
Του Σωκράτη Αργύρη
«Θέλησα να σκεφτώ τη διαφορά καθ’ εαυτήν, όπως και τη σχέση του διαφορετικού με το διαφορετικό, ανεξάρτητα από τις μορφές της αναπαράστασης που την ανάγουν στο Ίδιο και την οδηγούν στην άρνηση.»
– Gilles Deleuze
Τα τεκταινόμενα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δίνουν αφορμές να κάνουμε μια θεώρηση σε ένα πιο φιλοσοφικό μοτίβο γιατί η μέχρι τώρα αρθρογραφία δεν καλύπτει αυτό το σκέλος.
Βέβαια αν όσοι μετέχουν στα όργανα και στις εξελίξεις σ’ αυτό το κόμμα, με τις θέσεις τους να παίζουν ένα ρόλο ανάλογο με τον ρόλο του κολάζ στη ζωγραφική και αν είχαν μία άλλη φιλοσοφικοπολιτική παιδεία ίσως δεν θα έφταναν στο σημείο τήξης που βρίσκονται.
Γιατί όπως προείπε ο Σπινόζα στο Tractatus Theologico-Politicus:
«Όταν λοιπόν καταπιάνομαι να στοχαστώ την πολιτική, δεν επιδιώκω να πω τίποτε που να είναι νέο ή πρωτάκουστο, αλλά να αποδείξω με σαφείς και αναντίρρητους συλλογισμούς, και να συναγάγω από την ίδια τη συνθήκη της ανθρώπινης φύσης, αυτά τα οποία συνάδουν καλύτερα με την πρακτική· και, για να εξετάσω τα ζητήματα που αφορούν την επιστήμη αυτή με την ίδια ελευθερία πνεύματος, που συνηθίζεται στις μαθηματικές πράξεις, η βασική μου μέριμνα ήταν όχι να χλευάσω, να θρηνήσω ή να καταδικάσω τις ανθρώπινες πράξεις, αλλά να τις κατανοήσω: έτσι, τα ανθρώπινα πάθη (όπως είναι η αγάπη, το μίσος, η οργή, ο φθόνος, η φιλοδοξία, η ευσπλαχνία και όσα άλλα συνταράσσουν την ανθρώπινη ψυχή) τα συλλογίστηκα όχι σαν ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης, αλλά ως ιδιότητες που προσιδιάζουν σ’ αυτήν, όπως προσιδιάζουν στη φύση της ατμόσφαιρας η ζέστη, το κρύο, η καταιγίδα, ο κεραυνός και άλλα παρόμοια. Τα πάθη αυτά, όσο και αν είναι ίσως δυσάρεστα, ωστόσο υπάρχουν αναγκαία, και έχουν καθορισμένες αιτίες, μέσω των οποίων προσπαθούμε να νοήσουμε τη φύση τους· και η ψυχή, με την αληθή κατανόησή τους, νιώθει την ίδια χαρά που θα ένιωθε εάν γνώριζε πράγματα ευχάριστα στις αισθήσεις.»
Γιατί μπορεί το πρόβλημα της εποχής του να ήταν τότε η Βίβλος, αλλά για τα θέματα της Ερμηνευτικής της Βίβλου εισήγαγε ο Σπινόζα επίσης νέες αντιλήψεις:
Η Βίβλος δεν περιέχει το λόγο του θεού, αλλά τη θέλησή του, όπως αυτή μεταφέρεται από τους προφήτες, δηλαδή από ενδιάμεσα άτομα, τα οποία όπως πολλοί άλλοι μπορεί να μεταφέρουν εσφαλμένα και των οποίων στην πορεία της παράδοσης τα έργα πιθανόν να έχουν αλλοιωθεί ή παρεξηγηθεί!
Για να προκύψει λοιπόν ένα «ασφαλές» και «σαφές» νόημα της Βίβλου, όπως ο σύγχρονος του Σπινόζα, Καρτέσιος, απαιτούσε «καθαρές» και «σαφείς» φιλοσοφικές έννοιες, απαιτείται ιστορικο-φιλοσοφική επανεξέταση, πράγμα απαραίτητο για την αριστερά σήμερα.
Έτσι και τα διάφορα κλωνοποιημένα τριτοδιεθνιστικα κόμματα επαληθεύουν την διαπίστωση του Ζακ Λακάν, ότι δηλαδή «Δύο λόγοι με ίδια δομή δεν έχουν αναγκαστικά το ίδιο νόημα». Αυτή η διαπίστωση συμμετέχει κι αυτή στο τοπίο των κριτικών ελέγχων, δείχνοντας από την πλευρά της το εύρος της εννοιολογικής πρόκλησης.
Ο Gustav Flaubert στις επιστολές του επίσης σημειώνει μεταξύ άλλων:
«Οι δημοκράτες όλων των αποχρώσεων μου φαίνονται οι πιο άγριοι παιδαγωγοί, καθώς όλο ονειρεύονται οργανώσεις και νομοθεσίες και κοινωνίες δομημένες σαν
μοναστήρια.»
Σύμφωνα με την διδακτορική διατριβή του Gilles Deleuze η Διαφορά είναι το στοίχημα για την αναβάθμιση της θέασης του όντος. Η Επανάληψη είναι η Ιστορία. Στο βαθμό μάλιστα που «η πραγματικότητα συχνά χρειάζεται να εφευρεθεί για να γίνει αλήθεια», όπως πιστεύει ο Χόρχε Σεμπρούν, τότε η μετάβαση στο φαντασιακό νομιμοποιείται απολύτως ως ενδελεχής δράση του συνειδέναι.
Η πρωταρχική ομολογία του Ζιλ Ντελέζ είναι ενδεικτική της όλης δημιουργικής πρόθεσης: «Φτιάχνω, ξαναφτιάχνω και καταστρέφω τις έννοιές μου με βάση έναν κινούμενο ορίζοντα, ένα κέντρο διαρκώς αποκεντρωμένο, μια περιφέρεια αέναα εκτοπισμένη που τα επαναλαμβάνει και τα διαφοροποιεί». Είναι δουλειά της μοντέρνας φιλοσοφίας να ξεπεράσει τα δίπολα έγχρονο-άχρονο, ιστορικό-αιώνιο, συγκεκριμένο-οικουμενικό. Στα χνάρια του Νίτσε, ανακαλύπτουμε το ανεπίκαιρο σαν κάτι πιο βαθύ από τον χρόνο και την αιωνιότητα: Η φιλοσοφία δεν είναι φιλοσοφία της ιστορίας ούτε φιλοσοφία της αιωνιότητας, αλλά μάλλον ανεπίκαιρη, πάντα και αποκλειστικά ανεπίκαιρη, με άλλα λόγια, «αντίθετη στον χρόνο, προς χάριν, το ελπίζω, ενός επερχόμενου χρόνου». Ανάλογη είναι η προς το τέλος της μελέτης του οριακή διαπίστωση, ότι δηλαδή «η φιλοσοφία φανερώνεται όχι με την ορθή κρίση αλλά με το παράδοξο. Το παράδοξο είναι το πάθος της φιλοσοφίας. Υπάρχουν πολλά είδη παραδόξου, και όλα αντιτίθενται στις αλληλοσυμπληρούμενες μορφές της ορθοδοξίας – δηλαδή, στην ορθή κρίση και στον κοινό νου […] Δεν είναι άξιο απορίας ότι, αυστηρώς ειπείν, η διαφορά οφείλει να μένει «ανεξήγητη». Η διαφορά εκτυλίσσεται / εξηγείται [s’ explique], αλλά μέσα σε συστήματα όπου τείνει να ακυρωθεί˙ αυτό σημαίνει ότι η διαφορά είναι ουσιαστικά εμπλεγμένη, ότι ουσία της είναι η εμπλοκή [implication]. Για τη διαφορά, το να εξηγηθεί / εκτυλιχθεί σημαίνει να ακυρωθεί, να αποβάλει την ανισότητα που τη συγκροτεί. Η έκφραση «η εξήγηση είναι ταυτοποίηση» αποτελεί ταυτολογία».
Ο εύκρατος αυτός συλλογισμός θα οδηγήσει μαθηματικά στο εξής κρυστάλλινο πόρισμα:
«Δεν είναι επομένως αναγκαίο, προκειμένου να σώσουμε το σύμπαν από τον θερμικό θάνατο ή για να διατηρήσουμε τις πιθανότητες της αιώνιας επιστροφής, να φανταζόμαστε εντελώς «απίθανους» εκτατούς μηχανισμούς που να είναι ικανοί να αποκαταστήσουν τη διαφορά. Γιατί η διαφορά δεν έχει ποτέ πάψει να είναι «εν εαυτή», να είναι εμπλεγμένη στον εαυτό της, ακόμα κι όταν είναι εκπλεγμένη [en s’ expliquant] εκτός εαυτής. Συνεπώς, δεν υπάρχουν μόνο ψευδαισθήσεις των αισθήσεων, αλλά επίσης και μια υπερβατολογική φυσική ψευδαίσθηση».
Γιατί όπως γράφει:
«Η ιστορία δεν προχωράει μέσω της άρνησης ή της άρνησης της άρνησης αλλά από την απόφαση προβλημάτων και την κατάφαση των διαφορών (..) Η αντίφαση δεν είναι το όπλο του προλεταριάτου, αλλά περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο η αστική τάξη αμύνεται και διατηρείται.»