Από την πάλη των τάξεων στη πάλη των κρατών στην εποχή του Τραμπ

Του Σωκράτη Αργύρη

[χρόνος ανάγνωσης 16 λεπτά και 17 δευτ.]

Ο Τραμπ ακολουθεί πιστά τις προγραμματικές δηλώσεις που έκανε όταν ορκίστηκε για δεύτερη φορά ως Πρόεδρος των ΗΠΑ.  
Αλλά ακολουθεί κάποιο κλασσικό οικονομολόγο στην οικονομική του πολιτική ή δημιουργεί μία νέα σχολή που ίσως οδηγήσει κι άλλους να την ακολουθήσουν ή προσπαθεί να διαλύσει άλλες οικονομίες που είχαν επωφεληθεί αφ’ ενός από την παγκοσμιοποίηση και αφ’ ετέρου από την πλέον καταναλωτική αγορά παγκοσμίως, αφού στο τέλος του 2024 κατόρθωσαν να του παραδώσουν ένα εμπορικό έλλειμμα της τάξεως των $ 130,65 δισ. που όταν τέλος του 2021 που παράδωσε την Προεδρία με τον γνωστό τρόπο που είδαμε, ήταν $62,779 δισ.

Η Moody’s Investor Service
όμως συνεχίζει να προειδοποιεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε δημοσιονομική επιδείνωση, με μία νέα έκθεση που προειδοποιεί ότι οι αποφάσεις της κυβέρνησης βραχυπρόθεσμα θα μπορούσαν να συμβάλουν σε υψηλότερα επιτόκια και επιδείνωση του χρέους για τις Ηνωμένες Πολιτείες.  
Η Moody’s γράφει στην έκθεσή της στις 25 Μαρτίου:
«Η πιθανή αρνητική επίπτωση στην πιστοληπτική ικανότητα από τους διαρκώς υψηλούς δασμούς, τις μη χρηματοδοτημένες φορολογικές ελαφρύνσεις και τους σημαντικούς κινδύνους για την οικονομία έχουν μειώσει τις προοπτικές του να συνεχίσουν αυτές οι ισχυρές δυνάμεις να αντισταθμίζουν τα διευρυνόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και τη μειωμένη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους.»

Ας δούμε όμως και τις απόψεις μερικών οικονομολόγων που έχουν διαμορφώσει την πολιτική οικονομία σε συνάρτηση των πολιτικών Τραμπ.  

Ο Άνταμ Σμιθ, στον «Πλούτο των Εθνών» (1776), προτείνει την ελεύθερη αγορά και τη «χειραφέτηση» των ατόμων από κρατικούς περιορισμούς ως τον καλύτερο τρόπο για την προώθηση της ευημερίας και της οικονομικής ανάπτυξης. Η ιδέα του «αόρατου χεριού» δείχνει ότι αν αφήσουμε τα άτομα να επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα, αυτό θα οδηγήσει σε καλύτερη κοινωνική ευημερία για όλους. Ο Σμιθ επικεντρώνεται στην ελεύθερη ανταγωνιστική οικονομία και στην ανάγκη για ελάχιστη κρατική παρέμβαση.

Αντίθετα, η πολιτική του Τραμπ, τόσο κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου της προεδρίας του αλλά και σήμερα, περιλαμβάνει μια προσέγγιση που συνδυάζει την εμπορική προστασία (όπως οι δασμοί στους εισαγωγείς) και τη φορολογική ελάφρυνση για τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους. Οι υψηλοί δασμοί που επέβαλε ο Τραμπ, όπως αυτοί στις κινεζικές εισαγωγές τότε και τώρα σε όλες τις χώρες ανατρέπει την ελεύθερη αγορά που προτείνει ο Σμιθ, ενισχύοντας το κράτος να «προστατεύει» την εγχώρια βιομηχανία, ακόμα κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών για τους καταναλωτές.

Η πολιτική του Τραμπ δεν συνάδει με την ιδέα του Σμιθ για την ελάχιστη κρατική παρέμβαση στην αγορά, αλλά μπορεί να θεωρηθεί μια μορφή «οικονομικού εθνικισμού» που αποσκοπεί στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και στην προστασία των εργαζομένων σε συγκεκριμένους κλάδους.

Εν κατακλείδι αναστέλλει την ελεύθερη ροή του εμπορίου και την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα.

Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, αν και βρίσκονται σε διαφορετικές εποχές, έχουν αντιφατικές απόψεις όσον αφορά το εμπόριο και τη διεθνή οικονομία. 

Οι ιδέες του Ρικάρντο για τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος έρχονται σε αντίθεση με τις πολιτικές του Τραμπ, οι οποίες είναι πιο προστατευτικές και απομονωτικές.

Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823), ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους της κλασικής σχολής, εισήγαγε τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, η οποία υποστηρίζει ότι κάθε χώρα πρέπει να εξειδικεύεται στην παραγωγή των αγαθών για τα οποία έχει το χαμηλότερο κόστος ευκαιρίας, και στη συνέχεια να εμπορεύεται με άλλες χώρες. Αυτή η θεωρία προωθεί το ελεύθερο εμπόριο, καθώς το αμοιβαίο όφελος από την εξειδίκευση και το εμπόριο είναι μεγαλύτερο από τη διατήρηση προστατευτικών πολιτικών, όπως οι δασμοί.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, από την άλλη, υιοθετεί μια προστατευτική εμπορική πολιτική, με την επιβολή υψηλών δασμών. Ο Τραμπ πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν «χάσει» από το ελεύθερο εμπόριο και ότι η εμπορική τους πολιτική χρειάζεται αναθεώρηση ώστε να προστατεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες και τις θέσεις εργασίας. Το ρητό του «America First» αναφέρεται στην ανάγκη ενίσχυσης της αμερικανικής οικονομίας μέσω εμπορικών περιορισμών και δασμών.

Η πολιτική του Τραμπ δηλαδή, έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα του Ρικάρντο για το ελεύθερο εμπόριο, καθώς οι δασμοί και οι περιορισμοί του Τραμπ οδηγούν σε περιορισμό της διεθνούς εμπορικής δραστηριότητας και σε μεγαλύτερο κόστος για τους καταναλωτές. Αντί να εκμεταλλεύονται το συγκριτικό πλεονέκτημα μέσω του ελεύθερου εμπορίου, οι πολιτικές του Τραμπ προωθούν την αυτονομία και την προστασία, κάτι που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία και την ανάπτυξη. 

Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο μονεταρισμός παρουσιάζουν μια ενδιαφέρουσα αντίθεση στις οικονομικές τους προσεγγίσεις, καθώς ο μονεταρισμός, που συνδέεται κυρίως με τον Μίλτον Φρίντμαν, επικεντρώνεται στον έλεγχο της προσφοράς χρήματος ως κύριο εργαλείο για τον έλεγχο του πληθωρισμού και την ενίσχυση της οικονομίας, ενώ οι πολιτικές του Τραμπ ήταν συχνά πιο επικεντρωμένες στη δημοσιονομική και εμπορική πολιτική. 

Ο μονεταρισμός, που αναπτύχθηκε κυρίως από τον Μίλτον Φρίντμαν, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του ελέγχου της προσφοράς χρήματος για τη διαχείριση της οικονομίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η αύξηση της προσφοράς χρήματος πέρα από τα επίπεδα που απαιτούνται για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης οδηγεί σε πληθωρισμό. Ο Φρίντμαν υποστήριζε ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να επικεντρωθούν στη σταθερότητα της προσφοράς χρήματος και να μειώσουν την παρέμβαση στην οικονομία, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα σταθερό περιβάλλον για τις αγορές και τις επιχειρήσεις. Ο μονεταρισμός προτρέπει επίσης τη μείωση της κρατικής παρέμβασης και τη διατήρηση των ρυθμίσεων στην οικονομία σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Οι πολιτικές του Τραμπ, από την άλλη πλευρά, έχουν επικεντρωθεί περισσότερο στη φορολογική ελάφρυνση, την εμπορική προστασία (όπως οι δασμοί) και τις μεγάλες δημόσιες δαπάνες για υποδομές, παρά σε πολιτικές που σχετίζονται άμεσα με την προσφορά χρήματος ή την αποφυγή του πληθωρισμού μέσω αυστηρών νομισματικών πολιτικών. Ο Τραμπ συχνά υιοθετούσε επιθετικές δημοσιονομικές πολιτικές, όπως οι μεγάλες φορολογικές περικοπές για τις εταιρείες και τους πλούσιους, προκειμένου να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Οι δαπάνες του Τραμπ για υποδομές και η εμπορική του πολιτική απέχουν από τη μονεταριστική προσέγγιση, καθώς αυτές δεν επικεντρώνονται στην αύξηση ή τη μείωση της προσφοράς χρήματος, αλλά σε άλλα εργαλεία πολιτικής. 
Ο μονεταρισμός και η πολιτική του Τραμπ διαφέρουν σε αρκετά βασικά σημεία:  
Ο μονεταρισμός θεωρεί τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος ως το κλειδί για τη σταθερότητα της οικονομίας, ενώ ο Τραμπ δεν είχε ιδιαίτερη έμφαση στις νομισματικές πολιτικές της κεντρικής τράπεζας (Federal Reserve), αν και υπήρξαν φορές που επέκρινε και επικρίνει την ομοσπονδιακή τράπεζα για τις αποφάσεις της σχετικά με τα επιτόκια.

Η σύγκριση μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Θορστάιν Βέμπλεν, ενός από τους σημαντικούς οικονομολόγους και κοινωνιολόγους του τέλους του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα, είναι ενδιαφέρουσα, καθώς οι ιδέες του Βέμπλεν για την καταναλωτική συμπεριφορά και την «επίδειξη πλούτου» έρχονται σε αντίθεση με την εικόνα του Τραμπ, ο οποίος είναι συχνά ο ίδιος ένας ακραίος εκπρόσωπος αυτών των τάσεων στην πραγματική ζωή. 

Ο Θορστάιν Βέμπλεν (1857–1929) είναι πιο γνωστός για την έννοια της «παραγωγής για την παραγωγή» και την κοινωνική λειτουργία του καταναλωτισμού, ιδίως μέσω της έννοιας της «επίδειξης πλούτου». Στο έργο του «Η θεωρία της αργόσχολης τάξης» (1899), το πρώτο και πιο γνωστό έργο του Θορστάιν Βέμπλεν, αμφισβητεί τα πρότυπα συμπεριφοράς του ανθρώπου και με καταλυτική σάτιρα ξεσκεπάζει την κενότητα του γούστου, της εκπαίδευσης, του ντυσίματος και της κουλτούρας. Σύμφωνα με τον Βέμπλεν η αργόσχολη τάξη καθορίζει τα πρότυπα που ακολουθούνται από κάθε τάξη στην κοινωνία. Το διακριτικό έμβλημα για τη συμμετοχή στην αργόσχολη τάξη είναι η απαλλαγή από τον παραγωγικό μόχθο και το σημάδι της επιτυχίας είναι η «περίοπτη κατανάλωση» – όρος που επινοήθηκε από τον Βέμπλεν για τις δαπάνες που γίνονται για χάρη γοήτρου. Η κοινωνική κριτική που ασκεί ο Βέμπλεν είναι ενδιαφέρουσα και επίκαιρη όσο ποτέ. Ο στόχος του – η κενότητα της καπιταλιστικής φιλοσοφίας – είναι το ξεσκέπασμα της κλοπής του πλούτου και της περίοπτης κατανάλωσης στην οποία επιδίδονται οι σφετεριστές είναι ιδιαίτερα έγκυρο για την «κοινωνία της αφθονίας».

Ο Βέμπλεν θεωρούσε ότι αυτή η ανάγκη επίδειξης του πλούτου αποκαλύπτει την κοινωνική ιεραρχία και την ανισότητα, με τους πλουσίους να διατηρούν την κοινωνική τους θέση μέσω της καταναλωτικής υπερβολής και της σπατάλης.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, με την εικόνα του ως επιχειρηματία και ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, συχνά αποκαλύπτει μια πρακτική ζωής και έναν πολιτισμό που αναδεικνύει στοιχεία της «επίδειξης πλούτου» που περιέγραψε ο Βέμπλεν. Το Trump Tower και τα πολυτελή ακίνητά του όπως το Mar-a-Lago, η δημόσια ζωή του, η συνεχής έμφαση στην επιτυχία και την υλική ευημερία, καθώς και η συχνή αναφορά στην προσωπική του περιουσία, είναι κλασικά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο ο Τραμπ ενσαρκώνει την ιδέα της «σπατάλης» και της επίδειξης ως μέσο κοινωνικής διαφοροποίησης και επιτυχίας.

Επιπλέον, η δημόσια εικόνα του Τραμπ, που προβάλλεται μέσω των μέσων ενημέρωσης και των κοινωνικών δικτύων, αποσκοπεί ακριβώς στο να επιβεβαιώσει την υπεροχή του, την κοινωνική του θέση και την ισχύ του, κάτι που ταιριάζει απόλυτα με την έννοια της «επίδειξης πλούτου» του Βέμπλεν. Ο Τραμπ επενδύει στην εικόνα του ως αυτοδημιούργητου δισεκατομμυριούχου, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα την πολυτέλεια και την υπερβολή για να ενισχύσει την προσωπική του εικόνα. 

Η σύνδεση μεταξύ των δύο είναι εμφανής στην ιδέα της επίδειξης πλούτου και της καταναλωτικής υπερβολής ως εργαλείο κοινωνικής διάκρισης και επιβεβαίωσης. Ο Βέμπλεν θεωρούσε ότι η καταναλωτική σπατάλη δεν ήταν απλώς θέμα απόλαυσης ή άνεσης, αλλά ένα κοινωνικό παιχνίδι εξουσίας και διαφοροποίησης. Ο Τραμπ, ως δημόσιο πρόσωπο, χρησιμοποίησε την εικόνα του πλούσιου και επιτυχημένου επιχειρηματία για να αναδείξει την κοινωνική του θέση, προβάλλοντας συνεχώς τη ζωή του με πολυτελή χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, υπάρχουν και διαφορές, κυρίως όσον αφορά τη φιλοσοφία που διέπει τον καταναλωτισμό και τη σπατάλη. Ο Βέμπλεν ήταν επικριτικός απέναντι σε αυτή την κουλτούρα, θεωρώντας τη ως εργαλείο αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας. Αντίθετα, ο Τραμπ δεν εξέφρασε ποτέ τέτοιες επικρίσεις και ήταν περισσότερο ένας ενεργός συμμετέχων και εκφραστής αυτής της κουλτούρας, ενσωματώνοντάς την στην πολιτική του εικόνα. 

Ο Τραμπ μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πραγματικό παράδειγμα της θεωρίας του Βέμπλεν για την επίδειξη πλούτου και τη σπατάλη, ενσαρκώνοντας τις κοινωνικές αξίες και αντιφάσεις που ο Βέμπλεν κατήγγειλε, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την κοινωνική του θέση μέσω της υπερβολής και του καταναλωτισμού.

Η ιδέα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να είναι «μαρξιστής χωρίς τον Μαρξ» είναι ενδιαφέρουσα και προκλητική, αλλά έχει αρκετές αντιφάσεις, καθώς οι βασικές αξίες και οι πολιτικές του Τραμπ δεν ταιριάζουν με τις θεμελιώδεις αρχές του μαρξισμού. Παρόλα αυτά, μπορούμε να εξετάσουμε αν κάποιες από τις οικονομικές και κοινωνικές πρακτικές του Τραμπ τυχαίνει να επικαλούνται κάποιες από τις αντιφάσεις που ο Μαρξ περιέγραψε στον καπιταλιστικό κόσμο.

Ο μαρξισμός, όπως διατυπώθηκε από τον Καρλ Μαρξ, επικεντρώνεται στην αντίθεση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, κυρίως μεταξύ της αστικής τάξης και της εργατικής τάξης στα πλαίσια του19ου αιώνα.

Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι καπιταλιστικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από εκμετάλλευση, όπου οι καπιταλιστές εκμεταλλεύονται την εργασία των εργαζομένων για να κερδίσουν πλούτο. Ο Μαρξ πίστευε ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα οδηγούσε τελικά σε μια επανάσταση από τους εργάτες, η οποία θα κατέληγε σε μια αταξική κοινωνία με κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.  

Ο Ντόναλντ Τραμπ, ως επιχειρηματίας και πολιτικός, κινείται σε μια φιλελεύθερη καπιταλιστική πραγματικότητα και δεν υιοθετεί μαρξιστικές αξίες. Αντίθετα, υιοθετεί τον φιλελευθερισμό και την οικονομική ελευθερία που βασίζεται στην αγορά. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιες πτυχές της πολιτικής του που μπορούν να εξεταστούν υπό το πρίσμα του μαρξιστικού πλαισίου, αν και είναι σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση από τις βασικές μαρξιστικές ιδέες.

1. Κρατική Παρέμβαση και Στήριξη των Επιχειρήσεων:   
Μια από τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι ότι το κράτος συχνά αναγκάζεται να υποστηρίζει τους καπιταλιστές μέσω κρατικών επιδοτήσεων ή προστατευτικών πολιτικών, προκειμένου να διατηρηθεί το σύστημα. Ο Τραμπ, με τις πολιτικές του προστατευτισμού, όπως η επιβολή δασμών και η προστασία των εγχώριων βιομηχανιών, έχει χρησιμοποιήσει το κράτος για να υποστηρίξει μεγάλες επιχειρήσεις και να ενισχύσει τις θέσεις εργασίας σε συγκεκριμένους τομείς. Αυτές οι πολιτικές είναι εν μέρει σύμφωνες με το μαρξιστικό δόγμα ότι το κράτος μπορεί να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, αν και ο Τραμπ δεν υποστηρίζει μια αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά απλώς προσπαθεί να ενισχύσει το καπιταλιστικό σύστημα προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων.

2. Αύξηση της Ανισότητας και Καπιταλιστική Κερδοφορία:   
Ο Μαρξ αναφέρει ότι ο καπιταλισμός οδηγεί σε αυξανόμενη ανισότητα, καθώς οι καπιταλιστές κερδίζουν περισσότερα από την εκμετάλλευση της εργασίας των εργαζομένων. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλούσιους κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ ενίσχυσαν την κοινωνική ανισότητα, κάτι που αντανακλά μια κλασική μαρξιστική παρατήρηση. Παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ δεν υποστηρίζει τον σοσιαλισμό ή τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, οι πολιτικές του ενδέχεται να προκαλούν έναν βαθμό αναλογίας με την ανισότητα που ο Μαρξ περιέγραφε ως φυσικό επακόλουθο του καπιταλισμού.

3. Real estate και Καπιταλιστική Ελίτ:  
Ο Τραμπ, ως μεγιστάνας του real estate και επιχειρηματίας, εκπροσωπεί την ελίτ του καπιταλισμού – την τάξη των καπιταλιστών που ελέγχει τη γη, τα κεφάλαια και τις επιχειρήσεις. Από την άποψη αυτή, ο Τραμπ είναι ένας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της καπιταλιστικής ελίτ που κατά τον Μαρξ εκμεταλλεύεται την εργασία των μαζών. Ο Μαρξ έλεγε ότι η ατομική ιδιοκτησία του πλούτου είναι βασικό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ο Τραμπ, αν και σε μικρότερη κλίμακα σε σχέση με το σύνολο του καπιταλιστικού συστήματος, εκφράζει αυτή τη λογική.

4. Η Αντίφαση του Καπιταλισμού:   
Ο Μαρξ υποστήριζε ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει ενσωματωμένες αντιφάσεις και τελικά θα καταρρεύσει από τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Ο Τραμπ, παρά τις διακηρύξεις του για την αναζωογόνηση του αμερικανικού καπιταλισμού, στην πραγματικότητα επένδυσε σε μια μορφή καπιταλισμού που ενίσχυσε τις αντιφάσεις, όπως η αύξηση του χρέους, η προστασία των μεγάλων εταιρειών και η αγνόηση των πιο ευάλωτων κοινωνικών τάξεων.

Ο Ντόναλντ Τραμπ λοιπόν δεν θεωρείται μαρξιστής και η πολιτική του απέχει πολύ από τη σοσιαλιστική ή μαρξιστική φιλοσοφία. Με λίγα λόγια, ο Τραμπ μπορεί να  μην ακολουθεί τη μαρξιστική θεωρία, αλλά ορισμένες από τις πρακτικές του ενδέχεται να ενισχύσουν τις ανισότητες που ο Μαρξ περιέγραψε ως θεμελιώδεις στον καπιταλισμό.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, ως επιχειρηματίας και πρόεδρος των ΗΠΑ, μπορεί να συνδεθεί με την οικονομική θεωρία του Βιλφρέντο Παρέτο μέσω της αρχής Pareto (γνωστή επίσης ως κανόνας 80/20, νόμος των ζωτικών λίγων ή η αρχή της ακεραιότητας των παραγόντων), η οποία υποστηρίζει ότι το 80% των αποτελεσμάτων προέρχεται από το 20% των αιτίων.  

Από οικονομική άποψη, αυτή η θεωρία έχει εφαρμογή στη συγκέντρωση πλούτου και πόρων σε μια μικρή μερίδα ατόμων ή επιχειρήσεων, κάτι που φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση του Τραμπ.

Ο Παρέτο διαπίστωσε ότι σε πολλές κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις, η κατανομή του πλούτου ή της παραγωγής δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά συγκεντρώνεται σε ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση του Τραμπ, καθώς έχει πετύχει σημαντική οικονομική επιτυχία μέσω ακινήτων, ξενοδοχείων και άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, οι οποίες ενδέχεται να ανήκουν στο μικρό ποσοστό (το 20%) που αποφέρει τα περισσότερα έσοδα (το 80%).

Από πολιτική και οικονομική άποψη, η θεωρία του Παρέτο μπορεί να εξηγήσει τις πολιτικές του Τραμπ, καθώς η φιλοσοφία του συνήθως επικεντρώνεται στην ενίσχυση του οικονομικού τομέα των επιχειρήσεων, μειώνοντας τους φόρους και απορρίπτοντας τις ρυθμίσεις που θεωρούνται ως εμπόδιο για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτές οι πολιτικές, κατά κάποιο τρόπο, ακολουθούν την αρχή του Παρέτο, ενισχύοντας την ανάπτυξη των μεγαλύτερων και πιο ισχυρών επιχειρήσεων, οι οποίες αναμένεται να προσφέρουν μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη.

Σε γενικές γραμμές, η εφαρμογή της θεωρίας του Παρέτο στον Τραμπ μπορεί να αναδεικνύει τη συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας σε μια μικρή ελίτ, κάτι που παρατηρείται τόσο στην επιχειρηματική του πορεία όσο και στις πολιτικές του θέσεις.

Ο Joseph Schumpeter ήταν Αυστριακός οικονομολόγος και θεωρητικός της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας.  

Η σύνδεση μεταξύ τους δεν είναι άμεση, καθώς ο Σουμπέτερ επικεντρώθηκε στη «θεωρία της δημιουργικής καταστροφής» και στην έννοια της επιχειρηματικότητας, ενώ ο Τραμπ είναι περισσότερο γνωστός για την επιχειρηματική του καριέρα στον τομέα των ακινήτων και την πολιτική του πορεία.

Η θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής» (creative destruction) είναι ένα οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο που περιγράφει τη διαδικασία κατά την οποία η καινοτομία και η τεχνολογική πρόοδος οδηγούν στην αποδόμηση ή κατάρρευση παλαιών δομών και μοντέλων.  

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η δημιουργία νέων προϊόντων, υπηρεσιών και τεχνολογιών δεν είναι απλώς μια πρόοδος, αλλά συνοδεύεται από την «καταστροφή» των παλαιών και λιγότερο αποδοτικών στοιχείων της οικονομίας. Ο Schumpeter τόνισε ότι η καινοτομία, παρά την αρχική καταστροφή που προκαλεί, είναι θεμελιώδης για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, γιατί ανοίγει τον δρόμο για νέες ευκαιρίες και για την εξέλιξη της οικονομίας.

Η «δημιουργική καταστροφή» μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλούς τομείς της οικονομίας, όπως στην τεχνολογία, τη βιομηχανία και τις αγορές. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη των smart phones και η διάδοση του διαδικτύου είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή άλλων βιομηχανιών, όπως της παραδοσιακής τηλεφωνίας ή των καταστημάτων λιανικής πώλησης.

Αυτός ο κύκλος καταστροφής και δημιουργίας είναι μια κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ενδέχεται να προκαλέσει κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις, καθώς οι παραδοσιακές επιχειρήσεις ή οι εργαζόμενοι που επηρεάζονται μπορεί να υποστούν σημαντικές αλλαγές ή απώλειες.

Ωστόσο, κάποιος μπορεί να βρει ένα ενδιαφέρον σημείο σύγκλισης: και οι δύο ήταν πρωτοπόροι στον τομέα τους, και μάλιστα ο Σουμπέτερ ανέλυσε το πώς οι επιχειρηματίες, μέσω της καινοτομίας και της «δημιουργικής καταστροφής», μπορούν να ανατρέψουν τις παλιές δομές και να δημιουργήσουν νέες.  

Από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Τραμπ, ως επιχειρηματίας που «αναστάτωσε» τον τομέα των ακινήτων και της πολιτικής, έδειξε έναν τύπο «δημιουργικής καταστροφής» στην πράξη, έστω και με έναν πιο αμφιλεγόμενο τρόπο.

Το οικονομικό μοντέλο λοιπόν του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να θεωρηθεί ως συνδυασμός φιλελεύθερης αγοράς και προστατευτισμού, το οποίο δεν ακολουθεί αυστηρά κάποια μοναδική θεωρητική παράδοση, αλλά βασίζεται σε μια ποικιλία ιδεών και πρακτικών που αποσκοπούν στην ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας και στην προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ. Για να κατανοήσουμε το οικονομικό μοντέλο του Τραμπ, πρέπει να εξετάσουμε διάφορες επιρροές και προσεγγίσεις που το διαμορφώνουν:

1. Φιλελεύθερη Οικονομία με Φόρο πολυτελείας στην Αγορά  
Παρόλο που ο Τραμπ υιοθέτησε πολιτικές προστατευτισμού, στο βάθος της οικονομικής του στρατηγικής βρίσκεται η πίστη στην ελεύθερη αγορά και τον καπιταλισμό. Ο Τραμπ προώθησε φορολογικές περικοπές για τις εταιρείες και τους πλούσιους όταν εισήγαγε σημαντικές μειώσεις στους εταιρικούς φόρους μέσω του Tax Cuts and Jobs Act του 2017. Αυτή η πολιτική είχε χαρακτηριστικά του νέου κλασικισμού, καθώς προωθούσε τη φιλοσοφία ότι οι μειώσεις φόρων θα ενισχύσουν τις επενδύσεις των επιχειρήσεων και την οικονομική ανάπτυξη, ακολουθώντας την ιδέα της ατομικής πρωτοβουλίας και της ελεύθερης αγοράς.

Ο ίδιος προώθησε μια πολιτική που ενίσχυε την επιχειρηματική ελευθερία και την αναπτυξιακή στρατηγική μέσα από τις φορολογικές ελαφρύνσεις και την άρση περιορισμών για τις επιχειρήσεις, ειδικά στους τομείς της ενέργειας, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της ρυθμιστικής απλούστευσης. Αυτές οι πολιτικές είχαν σκοπό να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Ο όρος «φόρος πολυτελείας» (ή «luxury tax») αναφέρεται σε έναν ειδικό φόρο που επιβάλλεται σε αγαθά ή υπηρεσίες που θεωρούνται υπερβολικές ή πολυτελείς. Αυτός ο φόρος εφαρμόζεται συνήθως σε προϊόντα ή υπηρεσίες που είναι ακριβότερα από τα κανονικά, όπως πολυτελή αυτοκίνητα, σκάφη αναψυχής ή ακριβά κοσμήματα.

Ο φόρος πολυτελείας στις ΗΠΑ έχει χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα σημεία της ιστορίας τους, όπως για παράδειγμα στον αθλητισμό (στους επαγγελματικούς αθλητές), όπου οι μεγάλες ομάδες πληρώνουν φόρους για υψηλούς μισθούς που ξεπερνούν ένα καθορισμένο όριο. Οι πολιτικές αυτές, ωστόσο, έχουν προκαλέσει αντιδράσεις, καθώς κάποιοι θεωρούν ότι πλήττουν την ελεύθερη αγορά και την ικανότητα των επιχειρήσεων να δραστηριοποιούνται χωρίς περιορισμούς.

Το ερώτημα παραμένει αν και σε ποιο βαθμό οι φόροι αυτοί πρέπει να είναι μέρος της πολιτικής για την ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς να περιορίζουν τις οικονομικές δυνατότητες της αγοράς.

2. Προστατευτισμός   
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές πτυχές της οικονομικής πολιτικής του Τραμπ ήταν η προστατευτική πολιτική απέναντι στο διεθνές εμπόριο. Ο Τραμπ εφήρμοσε μια σειρά από δασμούς σε προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ, ιδίως από χώρες όπως η Κίνα, με σκοπό να προστατεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες και να αναζωογονήσει την αμερικανική παραγωγή. Ο ίδιος αποχώρησε από συμφωνίες όπως η Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών Βόρειας Αμερικής (NAFTA) και επαναδιαπραγματεύτηκε τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά (USMCA), προσπαθώντας να ενισχύσει τα συμφέροντα των αμερικανικών εργαζομένων και της αμερικανικής βιομηχανίας.

Αυτή η πολιτική, που συχνά περιγράφεται ως «America First», ήταν μια αντίθεση στον ελεύθερο εμπορικό φιλελευθερισμό, προβάλλοντας την ανάγκη για προστασία των εθνικών συμφερόντων μέσω περιορισμών στις εισαγωγές.

3. Νεοσυντηρητισμός και Αντι-Παγκοσμιοποίηση  
Η πολιτική του Τραμπ συχνά συνδέεται με το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, το οποίο αναγνωρίζει τους κινδύνους και τις ανισότητες που προκαλούνται από τη συνεχιζόμενη ενοποίηση των αγορών και την μεταφορά παραγωγής σε χώρες με φτηνότερη εργασία. Ο Τραμπ, μέσω του «America First», προσπάθησε να αποκαταστήσει τη βιομηχανική βάση των ΗΠΑ, την οποία θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί από τη παγκοσμιοποίηση, την εξαγωγή θέσεων εργασίας και τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που ευνοούσαν τις άλλες χώρες.

Ο Τραμπ είχε επίσης μια αρνητική στάση απέναντι σε διεθνείς οργανισμούς και συμφωνίες, όπως ο ΟΗΕ και η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, επειδή θεωρούσε ότι αυτές οι συμφωνίες υπονόμευαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και την εθνική τους κυριαρχία.

4. Επιχειρηματικό Υπερ-Ατομιστικό Μοντέλο  
Ο Τραμπ είναι ο ίδιος επιχειρηματίας και, ως εκ τούτου, η πολιτική του αντανακλά τον φιλο-επιχειρηματικό ατομισμό. Η προσέγγισή του στην οικονομία βασίζεται στην πεποίθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας επιτυγχάνονται μέσω της υποστήριξης των ατομικών επιχειρήσεων και της ενίσχυσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αυτό περιλαμβάνει την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων και τη διευκόλυνση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της μείωσης της ρυθμιστικής επιβάρυνσης.

5. Νέο-Κλασικό Οικονομικό Μοντέλο με Βαρύτητα στη Φορολογική Πολιτική  
Η οικονομική πολιτική του Τραμπ περιλαμβάνει επίσης στοιχεία του νέου κλασικισμού με έντονη έμφαση στις φορολογικές περικοπές και την μείωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Αν και υποστήριξε κρατικές ενισχύσεις για ορισμένες βιομηχανίες, όπως η ενέργεια και οι αμυντικές βιομηχανίες, η γενική του προσέγγιση ήταν να μειώσει τους φόρους και να ενισχύσει τις αγορές ως μηχανισμό ανάπτυξης.

Αν και οι εσωτερικές κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις συνεχίζουν να υφίστανται στις ΗΠΑ, η πολιτική του Τραμπ επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στη διεθνή σύγκρουση μεταξύ κρατών, με τον ίδιο να προωθεί το σύνθημα του «America First» και να υιοθετεί πολιτικές προστατευτισμού, εμπορικών δασμών και απομονωτισμού.

Η μετάβαση από την πάλη των τάξεων στην πάλη των κρατών στην εποχή του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί μια σημαντική αλλαγή στη διεθνή και εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Τραμπ χειρίζεται τις διεθνείς σχέσεις, η στρατηγική του για τις ΗΠΑ και η εσωτερική πολιτική του ενισχύουν μια μετάβαση από την παραδοσιακή μαρξιστική ή κοινωνιολογική έννοια της πάλης των τάξεων σε μια παγκόσμια γεωπολιτική σύγκρουση κρατών.

Ας εξετάσουμε πώς αυτή η μετάβαση εκτυλίσσεται και ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της.

1. Η Πάλη των Τάξεων στις ΗΠΑ (Εσωτερικό Μέτωπο)
Κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του Τραμπ, η πάλη των τάξεων ήταν εμφανής. Οι πολιτικές του ενίσχυσαν τις κοινωνικές ανισότητες και προκάλεσαν έναν εκρηκτικό πολιτικό διαχωρισμό:
• Φορολογικές Ελαφρύνσεις και Επιχειρηματικός Φιλελευθερισμός: Οι φορολογικές περικοπές του 2017, που ευνοούσαν κυρίως τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλούσιους, αύξησαν την κοινωνική ανισότητα και συνέχισαν τη συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια, ενισχύοντας την κοινωνική αντίθεση μεταξύ πλουσίων και φτωχών. 
• Απορρύθμιση και Καπιταλιστική Αντίληψη: Η απορρύθμιση πολλών τομέων της οικονομίας, όπως οι τραπεζικοί κανονισμοί και οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί, υπογράμμισε την υπεροχή των μεγάλων εταιρειών και ενίσχυσε την επιρροή της καπιταλιστικής ελίτ σε βάρος των εργαζομένων. 
• Κοινωνική Διχόνοια: Η πολιτική του Τραμπ τροφοδότησε τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις, με τη ρητορική του να προωθεί τις διακρίσεις και τον εθνοκεντρισμό. Η κατάρρευση των «παραδοσιακών» κοινωνικών συμφωνιών είχε αντίκτυπο σε ζητήματα φυλής, οικονομικής ανισότητας, μετανάστευσης και δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Αυτή η εσωτερική πάλη των τάξεων ήταν εμφανής στην αμερικανική κοινωνία, όπου οι κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις εντάθηκαν, ιδιαίτερα με την υποστήριξη του Τραμπ προς τις πλούσιες επιχειρήσεις και την αντίσταση του σε πολιτικές που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων και των μειονοτήτων.

2. Η Στροφή στην Πάλη των Κρατών (Διεθνές Μέτωπο)
Ταυτόχρονα, η πρώτη προεδρία του Τραμπ σηματοδότησε μια μετατόπιση της προσοχής από την εσωτερική ταξική σύγκρουση στην διεθνή γεωπολιτική. Η πολιτική του «America First» και η προσήλωσή του στην εθνική υπεροχή και την εδαφική κυριαρχία, σε συνδυασμό με τη μειωμένη πίστη του στην παγκόσμια συνεργασία, οδήγησαν σε ένα νέο πεδίο σύγκρουσης κρατών:
• Προστατευτισμός και Εμπορικοί Δασμοί: Ο Τραμπ ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, επιβάλλοντας δασμούς σε κινεζικά προϊόντα και διακηρύσσοντας την ανάγκη να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Αυτή η στρατηγική προσέγγισης της διεθνούς εμπορικής πολιτικής προκάλεσε ανησυχίες για τη δημιουργία οικονομικών μπλοκ και για έναν εκτεταμένο εμπορικό πόλεμο.
• Απομόνωση από Διεθνείς Συμφωνίες και Οργανισμούς: Ο Τραμπ αποχώρησε από σημαντικές διεθνείς συμφωνίες όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, η Συμφωνία για τα Πυρηνικά Όπλα με το Ιράν και οι συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). 
• Επίσης η αποχώρηση και από τη συμφωνία για τα πυρηνικά όπλα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς (Συμφωνία γνωστή ως INF), που υπογράφηκε ανάμεσα στη χώρα του και την πρώην ΕΣΣΔ το 1987 (από τους τότε Προέδρους Ρίγκαν και Γκορμπατσόφ). 
• Η απομάκρυνση από αυτές τις συμφωνίες επηρεάζει τις διεθνείς σχέσεις και ανατρέπει τη διεθνή τάξη που είχε οικοδομηθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
• Πολιτική Μονομερούς Δράσης και Στρατηγική Ηγεμονίας: Η στροφή προς τη μονομερή δράση, όπως η μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ και η εξωτερική πολιτική της αμερικανικής ηγεμονίας, ενίσχυσε τις αντιπαλότητες με άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Τραμπ προσπαθούσε να διασφαλίσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις συνέπειες στους διεθνείς οργανισμούς και τη συνεργασία με άλλες χώρες.
• Στρατηγικές Αντιπαλότητες (Κίνα, Ρωσία, Ιράν): Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν έγιναν πιο τεταμένες, καθώς ο Τραμπ υπερασπίστηκε τη στρατηγική των κυρώσεων, των δασμών και της στρατηγικής αντιπαράθεσης σε πολλούς τομείς. Η πολιτική του να αντιμετωπίσει την Κίνα ως ανταγωνιστή, και όχι ως συνεργάτη, ενέτεινε τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό σε επίπεδο κρατών.

3. Αναβάθμιση του Ρόλου των ΗΠΑ και Ηγεμονικές Επιπτώσεις
Η στρατηγική του Τραμπ δημιούργησε νέες γεωπολιτικές ισορροπίες και προκάλεσε τη δυναμική του πολέμου κρατών:
• Ηγεμονία μέσω Ανταγωνισμού: Ο Τραμπ αντιμετώπισε τη διεθνή πολιτική ως μια παρτίδα σκακιού, όπου οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ηγεμονία τους μέσω στρατηγικών κινήσεων, όπως οι εμπορικοί πόλεμοι και οι διπλωματικές πιέσεις. Αυτό οδήγησε σε συγκρούσεις συμφερόντων με άλλες μεγάλες δυνάμεις.
• Αύξηση της Στρατηγικής Στρατιωτικής Παρουσίας: Η πολιτική του Τραμπ περιλάμβανε επίσης την ενίσχυση της στρατηγικής παρουσίας των ΗΠΑ σε κρίσιμες περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή και η Ασία, ενώ παράλληλα αμφισβητούσε τις πολυμερείς στρατηγικές συνεργασίες (π.χ., ΝΑΤΟ), κάτι που συνέβαλε στη δημιουργία ενός νέου ψυχρού πολέμου με νέες δυναμικές αντίπαλων κρατών.
• Η πολιτική του Τραμπ δημιούργησε έναν κόσμο όπου οι εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις συνέχισαν να υπάρχουν, αλλά μετατοπίστηκε η έμφαση στις διεθνείς γεωπολιτικές συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Αν και η κοινωνική ανισότητα παρέμεινε και εντάθηκε, ο Τραμπ ήθελε να διασφαλίσει τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ μέσω μιας στρατηγικής ανταγωνισμού, προστατευτισμού και απομονωτισμού. Επομένως, η πάλη των τάξεων στις ΗΠΑ, που φούντωσε εξαιτίας των πολιτικών του, συνδυάστηκε με μια παγκόσμια σύγκρουση κρατών, που έκανε τις διεθνείς σχέσεις και τον πολιτικό ανταγωνισμό πιο έντονους και επικίνδυνους.

Εξ άλλου μη ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση έχει δημοσιοποιήσει από την πρώτη φορά της  Προεδρίας,  την νέα «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας» και ένα νέο «πυρηνικό δόγμα». Το τελευταίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, την παραγωγή όπλων «χαμηλότερης ισχύος», ώστε να καταστεί εφικτή η χρησιμοποίησή τους σε περιφερειακές και άλλες συγκρούσεις, όπου θεωρείται πως διακυβεύονται «σοβαρά εθνικά συμφέροντα» των ΗΠΑ.

mail

Αλληλογραφία προς την Σύνταξη της «Γραφίδας»