Ο
δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας, μεγιστάνας Μέσων Ενημέρωσης και πρώην Δήμαρχος της Νέας
Υόρκης κ. Μάικλ Μπλούμπεργκ ανακοίνωσε ότι διεκδικεί το χρίσμα των Δημοκρατικών
για τον Λευκό Οίκο ενόψει των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ το 2020.
Ως δήμαρχος, ο Μπλούμπεργκ δέχτηκε επικρίσεις από τους πολιτικούς αντιπάλους
του που τον χαρακτήριζαν «δεσποτικό». Δέχτηκε επίσης πιέσεις επειδή άλλαξε την
πόλη κατά τρόπο που να διευκολύνει τους εύπορους και τους τουρίστες, κάνοντας
όμως πιο δύσκολη τη ζωή για την εργατική τάξη.
Του ασκήθηκε κριτική επειδή στήριξε πρακτικές της αστυνομίας που θεωρούνταν
μεροληπτικές απέναντι στις μειονότητες. Μάλισταα ζήτησε συγγνώμη για τις
αυθαίρετες συλλήψεις και έρευνες των αστυνομικών -της λεγόμενης πρακτικής
stop-and-frisk-, μια πρακτική την οποία είχε υπερασπιστεί ενθέρμως, στο όνομα
της πάταξης της εγκληματικότητας. «Έκανα λάθος και λυπάμαι πολύ. Ο κεντρικός
στόχος μας ήταν να σώσουμε ζωές. Αλλά τα γεγονότα είναι σαφή: πάρα πολλοί αθώοι
συνελήφθησαν και η τεράστια πλειοψηφία τους ήταν Αφροαμερικανοί ή Λατίνοι»,
παραδέχτηκε.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Μάικλ Μπλούμπεργκ είναι ο 9ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο σύμφωνα με το
περιοδικό Forbes καθώς η περιουσία του εκτιμάται στα 50 δισεκ. Δολάρια.
Γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1942 στη Βοστόνη από μια οικογένεια της μεσαίας
τάξης και σπούδασε μηχανικός, ενώ στη συνέχεια πήρε μάστερ από το πανεπιστήμιο
Χάρβαρντ.
Εργάστηκε για 15 χρόνια στην επενδυτική τράπεζα Salomon Brothers, όπου έβγαλε
πολλά εκατομμύρια. Όταν απολύθηκε, το 1981, έλαβε αποζημίωση 10 εκατομμυρίων
δολαρίων. Κατόπιν ίδρυσε την ομώνυμη εταιρεία χρηματοοικονομικού λογισμικού και
δεδομένων, σε μια περίοδο που ήταν σε πλήρη άνθιση η επανάσταση των
ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τα τερματικά της εταιρείας θεωρούνται κεφαλαιώδους
σημασίας για τον χρηματοοικονομικό κόσμο ενώ το πρακτορείο που φέρει επίσης το
όνομά του έγινε γνωστό για την πληθώρα αποκλειστικών ειδήσεων που αφορούσαν
τράπεζες, εταιρείες αλλά και πολιτικά γεγονότα.
Το 2001, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Μάικλ Μπλούμπεργκ έθεσε
υποψηφιότητα για να διαδεχτεί τον Ρούντι Τζουλιάνι στον δήμο της Νέας Υόρκης.
Εκείνη την εποχή δήλωνε φιλελεύθερος σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά ζητήματα, ενώ
τασσόταν ταυτόχρονα υπέρ της ανάπτυξης και της επιχειρηματικότητας.
