[χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά και 10 δευτ.]
Οι ένοπλες δυνάμεις των κρατών μελών της ΕΕ δεν είναι ακόμη σε θέση να μετακινηθούν γρήγορα σε ολόκληρη την ΕΕ, συμπεραίνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) στη νέα έκθεσή του. Με το πλέον πρόσφατο σχέδιο δράσης της ΕΕ για τη στρατιωτική κινητικότητα η πρόοδος που έχει σημειωθεί είναι ανομοιογενής, εξαιτίας αδυναμιών στον σχεδιασμό και εμποδίων στην υλοποίηση. Ο στόχος της ταχείας και απρόσκοπτης μετακίνησης στρατιωτικού προσωπικού, εξοπλισμού και εφοδιασμού εντός και εκτός της ΕΕ -εντός σύντομης προθεσμίας και σε μεγάλη κλίμακα- δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.
Οι αμυντικές προτεραιότητες έχουν αλλάξει, με την επανεμφάνιση πολεμικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ παράλληλα μέλημα της ΕΕ είναι να είναι ανθεκτική έναντι μελλοντικών επιθέσεων. Η πολιτική της για τη στρατιωτική κινητικότητα έχει εξελιχθεί από το πρώτο σχέδιο δράσης το 2018. Για πρώτη φορά, ο προϋπολογισμός της για την περίοδο 2021-2027 προέβλεπε ειδικό ποσό για έργα υποδομών μεταφορών διπλής χρήσης για στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς σκοπούς. Βέβαια, τα δεδομένα άλλαξαν άρδην με τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ο οποίος επέτεινε ραγδαία τη στρατηγική ανάγκη της Ένωσης για στρατιωτική κινητικότητα. Υπό πίεση χρόνου, η ΕΕ δημοσίευσε το δεύτερο σχέδιο δράσης της τον Νοέμβριο του 2022.
Η οργάνωση στρατιωτικών μετακινήσεων ενδέχεται να προσκρούει σε σημαντικές καθυστερήσεις που μπορεί να οφείλονται σε διάφορους λόγους, όπως η γραφειοκρατία. Για παράδειγμα, τα άρματα μάχης από μια χώρα της ΕΕ δεν μπορούν να διέλθουν από κάποια άλλη, εάν είναι βαρύτερα από ό,τι επιτρέπουν οι κανονισμοί οδικής κυκλοφορίας. Σύμφωνα με τα όσα ισχύουν σήμερα, προκειμένου μια χώρα της ΕΕ να εγκρίνει, υπό κανονικές συνθήκες, άδεια διασυνοριακής μετακίνησης πρέπει να της γίνει κοινοποίηση 45 ημέρες νωρίτερα.
Το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είχε αξιολογήσει διεξοδικά τις ανάγκες πριν από την κατάρτιση του σχεδίου δράσης 2.0, με αποτέλεσμα να μην προβεί σε αξιόπιστη εκτίμηση της χρηματοδότησης που απαιτείτο για την επίτευξη των στόχων της. Με συνολικό ποσό 1,7 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027, ο προϋπολογισμός της ΕΕ για τη στρατιωτική κινητικότητα είναι σχετικά μετριοπαθής. Πάντως, τα κράτη μέλη εξέφρασαν την ικανοποίησή τους, καθώς είναι σε κάθε περίπτωση ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η ΕΕ διέθεσε γρήγορα τα κονδύλια, δίνοντας έτσι ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα. Ωστόσο, η ζήτηση υπερέβη κατά πολύ την προσφορά, και στα τέλη του 2023 το ταμείο είχε στερέψει. Συνέπεια αυτού ήταν να δημιουργηθεί ένα σημαντικό κενό άνω των τεσσάρων ετών μέχρι την επόμενη διάθεση κονδυλίων της ΕΕ για τη στρατιωτική κινητικότητα, κάτι το οποίο απέβη εις βάρος της σταθερότητας και της προβλεψιμότητας της χρηματοδότησης.
Αν και τα κονδύλια πρέπει να είναι καλά στοχευμένα ώστε να έχουν αντίκτυπο, δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή σε γεωπολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες όταν αποφασιζόταν ποια έργα υποδομών διπλής χρήσης θα χρηματοδοτηθούν. Επιπλέον, τα έργα επιλέγονταν μεμονωμένα και όχι πάντα στις πλέον στρατηγικές τοποθεσίες, αλλά και χωρίς να συνεκτιμώνται οι γενικότερες συνθήκες. Χρηματοδοτήθηκαν κυρίως έργα στο ανατολικό τμήμα της ΕΕ, ενώ η Ένωση χρηματοδότησε ελάχιστα έργα στη νότια οδό προς την Ουκρανία. Επιπλέον, τα έργα είχαν ήδη επιλεγεί για χρηματοδότηση από την ΕΕ πριν ακόμη καθοριστούν οι πλέον επείγουσες προτεραιότητες. 
Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης για τη στρατιωτική κινητικότητα στην ΕΕ είναι πολύπλοκες και κατακερματισμένες, χωρίς να υπάρχει κάποιο ενιαίο σημείο επαφής, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς ποιος κάνει τι. Για να βοηθήσει την ΕΕ να σημειώσει πρόοδο, το ΕΕΣ προτείνει να βελτιωθούν η διακυβέρνηση και η εστίαση της δράσης της ΕΕ, και να γίνει η χρηματοδότηση πιο προβλέψιμη. Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να αξιοποιήσει το δυναμικό των ενωσιακών κονδυλίων που είναι διαθέσιμα για μη στρατιωτικές μεταφορές, προκειμένου να μειωθούν τα σημεία συμφόρησης της στρατιωτικής κινητικότητας.
 
	
 
                     
                    