Του Σωκράτη Αργύρη
[χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά και 27 δευτ.]
Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται.»
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους. […]
Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και
το ασκεί, ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.
– Κωνσταντίνος Καβάφης, Η διορία του Νέρωνος
Η ρωμαϊκή κοινωνία, από την εποχή της Δημοκρατίας έως και τα ύστερα χρόνια της Αυτοκρατορίας, υπήρξε ένα πεδίο έντονων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συγκρούσεων. Στην καρδιά αυτών των συγκρούσεων εντοπίζεται η έννοια της πάλης των τάξεων, η οποία αν και δεν διατυπώθηκε θεωρητικά από τους αρχαίους, ενσαρκώθηκε στην καθημερινή ζωή της ρωμαϊκής πολιτείας. Τον όρο «Σύνδρομο του Νέρωνα» τον χρησιμοποιούμε ως μεταφορά για να περιγράψουμε την αποξένωση της εξουσίας από τις κοινωνικές ανάγκες, την αδιαφορία μπροστά σε κρίσεις, και την αυτοκαταστροφική πορεία της πολιτικής ελίτ.
Η έννοια του «Συνδρόμου του Νέρωνα» λειτουργεί ως φακός μέσα από τον οποίο αποκαλύπτεται η πολυπλοκότητα και η ένταση της κοινωνικής πάλης στην Αρχαία Ρώμη, με επίκεντρο την περίοδο της Αυτοκρατορίας και ειδικά την προσωπικότητα του Νέρωνα. Μέσα από αυτή την προσέγγιση, επιχειρείται μια γέφυρα ανάμεσα στην πολιτισμική ερμηνεία της αποξένωσης της εξουσίας και στην ιστορική πραγματικότητα της ταξικής σύγκρουσης που διαπερνά τη ρωμαϊκή κοινωνία.
Η ρωμαϊκή κοινωνία ήταν αυστηρά ιεραρχημένη. Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας (509–27 π.Χ.), η διαμάχη μεταξύ πατρικίων και πληβείων αποτέλεσε έναν από τους βασικούς άξονες κοινωνικής έντασης. Οι πατρίκιοι, ως απόγονοι των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών, κατείχαν την πολιτική εξουσία, τη γη, και το θρησκευτικό κύρος.
Οι πληβείοι, από την άλλη, ήταν οι φτωχότεροι πολίτες, συχνά αγρότες ή μικροέμποροι, με περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα και κοινωνική αναγνώριση.
Η πάλη μεταξύ των δύο αυτών ομάδων οδήγησε σε σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως η Δωδεκάδελτος (451–450 π.Χ.) και η καθιέρωση του αξιώματος του Τριβούνου (tribunus) του Πληβείου.
Ωστόσο, η σύγκρουση δεν έληξε ποτέ πραγματικά, καθώς οι οικονομικές ανισότητες διατηρήθηκαν και επιδεινώθηκαν με την επέκταση της Ρώμης και την αυξανόμενη εξάρτηση από τη δουλεία.
Κατά την ύστερη Δημοκρατία και την πρώιμη Αυτοκρατορία, η ταξική πόλωση εντάθηκε. Η συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων μεγαλογαιοκτημόνων οδήγησε στη δημιουργία των λατιφουντίων, ενώ οι φτωχοί Ρωμαίοι αγρότες εκδιώχθηκαν από την ύπαιθρο και κατέφυγαν στις πόλεις, κυρίως στη Ρώμη, δημιουργώντας μια μάζα ανέργων και άκληρων πολιτών. Αυτοί εξαρτιούνταν από την κρατική βοήθεια —το λεγόμενο panem et circenses («άρτος και θεάματα»)— για την επιβίωσή τους, γεγονός που τους καθιστούσε εύκολα χειραγωγήσιμους πολιτικά.
Ο Νέρων (54–68 μ.Χ.) υπήρξε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές της ρωμαϊκής ιστορίας. Αν και κατά την έναρξη της βασιλείας του φάνηκε να υιοθετεί μια μετριοπαθή πολιτική —μειώνοντας φόρους, δείχνοντας σεβασμό προς τη Σύγκλητο και λαμβάνοντας μέτρα για την ενίσχυση του λαϊκού βίου— η εξουσία του εξελίχθηκε σταδιακά σε τυραννική διακυβέρνηση, σημαδεμένη από καταχρήσεις, διώξεις και υπερβολική αυτοπροβολή.
Η ρωμαϊκή ιστοριογραφία προσφέρει μια σύνθετη και όχι εντελώς ομοιογενή εικόνα του. Ο Σουετώνιος, στο έργο του De Vita Caesarum, περιγράφει λεπτομερώς την καλλιτεχνική του εμμονή και την ηθική του παρακμή, αλλά αναγνωρίζει ότι τα πρώτα χρόνια κυβέρνησε με εγκράτεια και έλαβε κάποια θετικά μέτρα.
Ο Τάκιτος, αν και γενικά επικριτικός, παραδέχεται ότι η αρχική του διακυβέρνηση υπήρξε σταθερή και χωρίς τις υπερβολές που θα χαρακτήριζαν αργότερα τη βασιλεία του.
Αντίθετα, ο Δίων Κάσσιος παρουσιάζει τον Νέρωνα σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της ανικανότητας και της αλαζονείας, δίνοντας ελάχιστο χώρο σε τυχόν θετικά στοιχεία.
Η «προδιαγεγραμμένη τύχη» του Νέρωνα δεν προέκυψε μόνο από την προσωπική του συμπεριφορά, αλλά και από τις εγγενείς αδυναμίες του αυτοκρατορικού συστήματος.
Η εξουσία του στηριζόταν σε μια λεπτή ισορροπία μεταξύ στρατού, Συγκλήτου και λαϊκής αποδοχής. Όταν η δημοτικότητά του υποχώρησε —λόγω οικονομικών πιέσεων, συγκρούσεων με τη Σύγκλητο και της αίσθησης ότι αδιαφορούσε για τα προβλήματα των πολιτών— έχασε σταδιακά την υποστήριξη όλων των πυλώνων εξουσίας.
Σημείο καμπής υπήρξε η Μεγάλη Πυρκαγιά της Ρώμης το 64 μ.Χ.
Η καταστροφή διήρκεσε σχεδόν μια εβδομάδα, αφάνισε ολόκληρες συνοικίες και άφησε χιλιάδες άστεγους. Οι αρχαίες πηγές διαφωνούν ως προς τη στάση του Νέρωνα: ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας βρισκόταν στην βίλα του στο Antium όταν ξέσπασε η πυρκαγιά, επέστρεψε για να οργανώσει μέτρα ανακούφισης και προσέφερε προσωρινή στέγη στους άστεγους. Ωστόσο, η φήμη ότι έπαιζε λύρα ενώ η πόλη καιγόταν εξαπλώθηκε γρήγορα και υπονόμευσε ανεπανόρθωτα τη δημόσια εικόνα του.
Ο Σουετώνιος, πιο καυστικός, εστιάζει στο πάθος του Νέρωνα για τις θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η συμπεριφορά του ήταν τουλάχιστον προκλητική, αν όχι ύποπτη. Η απόφασή του να ανεγείρει το Χρυσούν Μέγαρο (Domus Aurea) σε τμήμα της καμένης περιοχής τροφοδότησε τις υποψίες ότι η πυρκαγιά εξυπηρέτησε προσωπικά του σχέδια. Για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη και να βρει αποδιοπομπαίο τράγο, κατηγόρησε τους χριστιανούς για τον εμπρησμό, εγκαινιάζοντας έναν από τους πρώτους μαζικούς διωγμούς εις βάρος τους.
Η Μεγάλη Πυρκαγιά δεν υπήρξε μόνο φυσική καταστροφή· μετατράπηκε σε πολιτική κρίση που αποκάλυψε το χάσμα ανάμεσα στην αυτοκρατορική αυλή και τον λαό. Ο Νέρων, απορροφημένος από την αυτοπροβολή του και τη διατήρηση της εξουσίας του, φάνηκε να ενσαρκώνει πλήρως το «Σύνδρομο του Νέρωνα» — την αδιαφορία της εξουσίας μπροστά στην κοινωνική καταστροφή και την προτεραιότητα της προσωπικής δόξας έναντι της συλλογικής σωτηρίας.
Κατά την αυτοκρατορική περίοδο, το κοινωνικό σύστημα της Ρώμης στηριζόταν σε δύο θεμέλια: την εκμετάλλευση και την εξαγορά. Η αυτοκρατορική εξουσία φοβόταν τις μάζες —τους urban plebs— και προσπαθούσε να διατηρήσει την κοινωνική ειρήνη είτε μέσω καταστολής είτε μέσω παροχών.
Οι διανομές τροφίμων, τα δημόσια θεάματα (μονομαχίες, αρματοδρομίες, θεατρικές παραστάσεις) και η περιοδική απαλλαγή από χρέη λειτουργούσαν ως μηχανισμοί κοινωνικής κατευναστικής πολιτικής. Ωστόσο, όλα αυτά δεν αναιρούσαν τη βαθιά κοινωνική ανασφάλεια και εκμετάλλευση, κυρίως για τους σκλάβους, τους πρώην αγρότες και τους φτωχούς εργάτες των πόλεων.
Οι ταραχές, οι συνωμοσίες και οι εξεγέρσεις —όπως αυτή του Σπάρτακου (73–71 π.Χ.)— μαρτυρούν την παρουσία μιας υπόγειας, αλλά υπαρκτής, κοινωνικής πάλης, η οποία ελεγχόταν διαρκώς με βία ή προπαγάνδα. Μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά, η κοινωνική ένταση στη Ρώμη αυξήθηκε ακόμη περισσότερο: οι φτωχοί που είχαν χάσει τα σπίτια τους εξαρτώνταν πλέον ολοκληρωτικά από την κρατική βοήθεια, ενώ οι αριστοκράτες και οι πλούσιοι γαιοκτήμονες ενίσχυσαν τον έλεγχο τους επί των πολιτικών δομών.
Ο Νέρων, φοβούμενος την οργή των λαϊκών στρωμάτων και τη δυσαρέσκεια της Συγκλήτου, κατέφυγε σε μέτρα βίας και εκφοβισμού: μαζικές εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων, καταστολή των χριστιανών, και συνεχή ανασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού. Ταυτόχρονα, αύξησε την ένταση των θεαμάτων και των παροχών για να διατηρήσει, έστω και προσωρινά, την υποστήριξη του πλήθους.
Η πολιτική αυτή, ωστόσο, δεν αντιμετώπιζε τα δομικά αίτια της κοινωνικής κρίσης· αντίθετα, επιβεβαίωνε το μοντέλο εξουσίας που είχε στηθεί πάνω στην καταστολή και την εξάρτηση. Στο πλαίσιο αυτό, το «Σύνδρομο του Νέρωνα» δεν ήταν απλώς προσωπική ιδιοτροπία, αλλά έκφραση μιας αυτοκρατορικής νοοτροπίας που έθετε την εικόνα και την πολιτική επιβίωση του ηγεμόνα πάνω από τη συνοχή της κοινωνίας.
Ένα χαρακτηριστικό της εξουσίας του Νέρωνα που επιτείνει τη μεταφορά του «συνδρόμου» είναι η καλλιτεχνική του εμμονή. Ο Νέρων θεωρούσε εαυτόν τραγουδιστή, μουσικό και ποιητή· συμμετείχε σε θεατρικούς διαγωνισμούς και υποχρέωνε την αριστοκρατία να παρακολουθεί τις παραστάσεις του επί ώρες. Αυτό το στοιχείο, που φαντάζει σχεδόν γραφικό, αποκτά ιδιαίτερη σημασία μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου ο λαός λιμοκτονούσε και οι πόλεις αντιμετώπιζαν υποδομές υπό κατάρρευση.
Ο όρος «Σύνδρομο του Νέρωνα» μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα μοτίβο συμπεριφοράς ηγετών που, απορροφημένοι από προσωπικές φιλοδοξίες και την εικόνα τους, αγνοούν ή υποβαθμίζουν τις υλικές και κοινωνικές ανάγκες του πληθυσμού τους. Στην περίπτωση της Ρώμης, το σύνδρομο αυτό δεν ήταν απλώς ένα προσωπικό ελάττωμα του Νέρωνα, αλλά το σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης θεσμών.
Η αυτοκρατορική εξουσία είχε μετατραπεί από θεματοφύλακα της res publica σε μέσο αυτοπροβολής και πλουτισμού της άρχουσας τάξης. Όταν οι ηγέτες επιδιώκουν να αποσπάσουν την κοινωνική προσοχή μέσω θεαμάτων και υπερβολικών οικοδομικών έργων, αντί να επενδύσουν στην επίλυση κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, η σχέση εξουσίας και λαού υπονομεύεται ανεπανόρθωτα. Αυτό ενίσχυσε τον κυνισμό των πολιτών και την αίσθηση ότι η κρατική μηχανή λειτουργούσε αποκλειστικά προς όφελος μιας ελίτ.
Η ρωμαϊκή πάλη των τάξεων δεν εκδηλώθηκε πάντα με ανοιχτές εξεγέρσεις· συχνά εκφράστηκε με μορφές παθητικής αντίστασης, με συμμαχίες μεταξύ καταπιεσμένων ομάδων ή με αυξανόμενη κοινωνική αδιαφορία. Η ισχυρή συγκέντρωση πλούτου στους συγκλητικούς και τους ιππείς, σε συνδυασμό με την εξάρτηση των πληβείων από την κρατική διανομή σιτηρών, δημιούργησε ένα κοινωνικό σύστημα χωρίς ισχυρούς μηχανισμούς αναδιανομής.
Ο Νέρων, αντί να αντιμετωπίσει αυτές τις ανισότητες, τις παγίωσε. Οι πολεμικές εκστρατείες και η πολυδάπανη αυτοκρατορική αυλή χρηματοδοτούνταν με υπερφορολόγηση των επαρχιών και απομύζηση των παραγωγικών πόρων, γεγονός που επιδείνωνε τη δυσαρέσκεια τόσο στις επαρχίες όσο και στο κέντρο. Η σύγκρουση πλούσιων και φτωχών, κέντρου και περιφέρειας, ήταν εγγενής στο αυτοκρατορικό μοντέλο.
Η διακυβέρνηση του Νέρωνα έληξε το 68 μ.Χ., όταν μια σειρά από εξεγέρσεις και συνωμοσίες, εντός και εκτός Ρώμης, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Ο θάνατός του σηματοδότησε το τέλος της δυναστείας των Ιουλιο-Κλαυδίων και άνοιξε τον δρόμο για το «Έτος των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων».
Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι ότι η πτώση του δεν οδήγησε σε βαθιές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Το σύστημα που επέτρεψε την άνοδο και την αυταρχική διακυβέρνησή του παρέμεινε ανέπαφο. Η αδιαφορία της εξουσίας για τις κατώτερες τάξεις και η χρήση θεαμάτων ως μέσου κοινωνικού ελέγχου συνέχισαν να χαρακτηρίζουν την αυτοκρατορική πολιτική για αιώνες.
Η μαρξιστική ιστοριογραφία έχει δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάλυση της πάλης των τάξεων ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας. Αν και η Ρώμη διέφερε από τις νεότερες καπιταλιστικές κοινωνίες, οι εντάσεις μεταξύ παραγωγικών τάξεων, η εκμετάλλευση της εργασίας (δουλικής ή ελεύθερης) και η πολιτική ηγεμονία των οικονομικών ελίτ συνιστούν παραδείγματα εφαρμογής αυτής της ανάλυσης.
Το «Σύνδρομο του Νέρωνα» μπορεί, υπό αυτό το πρίσμα, να ιδωθεί ως έκφανση της αποσύνδεσης της άρχουσας τάξης από τις παραγωγικές βάσεις της κοινωνίας. Ο Νέρων και οι ομόλογοί του αντιπροσώπευαν μια τάξη που κατανάλωνε χωρίς να αναπαράγει, απομυζώντας τους κοινωνικούς πόρους για επίδειξη ισχύος και πλούτου.
Η πορεία του Νέρωνα από έναν υποσχόμενο ηγεμόνα σε σύμβολο αλαζονείας και αυταρχισμού αποκαλύπτει την εγγενή αστάθεια ενός πολιτικού συστήματος που εξαρτάται απόλυτα από την εικόνα και την προσωπική εξουσία του ηγεμόνα. Η Μεγάλη Πυρκαγιά της Ρώμης δεν υπήρξε μόνο μια φυσική καταστροφή· αποτέλεσε την αφορμή που ανέδειξε το χάσμα μεταξύ εξουσίας και κοινωνίας, επιταχύνοντας την αποξένωση του Νέρωνα από τους συμμάχους του και οδηγώντας τον στην πτώση.
Το «Σύνδρομο του Νέρωνα» δεν αφορά μόνο έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα του 1ου αιώνα· αποτελεί διαχρονικό προειδοποιητικό παράδειγμα για το πώς η αυτοπροβολή, η αδιαφορία για τον λαό και η πολιτική επιβίωση με κάθε κόστος μπορούν να οδηγήσουν σε ηθική κατάρρευση και πολιτική απομόνωση. Η ιστορία του υπενθυμίζει ότι η πραγματική ισχύς δεν εδραιώνεται με θεάματα, πολυτελή οικοδομήματα ή εξιλαστήρια θύματα, αλλά με την ικανότητα του ηγέτη να σταθεί δίπλα στον λαό του στις στιγμές κρίσης.
