Ουκρανία ή Αρκτικός Διάδρομος; Ένα γεωπολιτικό διακύβευμα για τη Δύση

Του Σωκράτη Αργύρη

[χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά και 50 δευτ.]

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, που ξέσπασε με την ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022, αποτέλεσε το μεγαλύτερο σοκ για την ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική ασφάλεια από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, η υπεράσπιση της ουκρανικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας κατέστη σημείο αναφοράς της πολιτικής τους ταυτότητας. Ωστόσο, η εξέλιξη της διεθνούς συγκυρίας δείχνει ότι το επίκεντρο των στρατηγικών ανταγωνισμών δεν περιορίζεται πλέον στην Ουκρανία.

Η Αρκτική και ειδικότερα ο λεγόμενος Αρκτικός Διάδρομος (Northern Sea Route) εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο ως το νέο στρατηγικό διακύβευμα. Η κλιματική αλλαγή, η τήξη των πάγων και η επιτάχυνση της ναυσιπλοΐας στον Βορρά αναδεικνύουν την περιοχή ως πεδίο σφοδρού ανταγωνισμού για τις θαλάσσιες οδούς, τους φυσικούς πόρους και την στρατιωτική ισχύ. Η Ρωσία, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν ήδη την Αρκτική ως τον επόμενο γεωοικονομικό κόμβο.

Στο επίκεντρο αυτής της διπλής πραγματικότητας βρίσκεται η προεδρία Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ντόναλντ Τραμπ, επανερχόμενος στον Λευκό Οίκο το 2025, επανέφερε με ακόμη πιο έντονο τρόπο την προσέγγισή του: η αμερικανική εξωτερική πολιτική πρέπει να εξυπηρετεί άμεσα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα. Η Ουκρανία, αν και σημαντική, αντιμετωπίζεται από τον ίδιο περισσότερο ως διαπραγματευτικό εργαλείο, ενώ η Αρκτική αναδύεται ως η μεγάλη σκακιέρα όπου οι ΗΠΑ μπορούν να διεκδικήσουν πλεονεκτήματα απέναντι σε Ρωσία και Κίνα. 

Οι δύο πρόσφατες συναντήσεις –η συνάντηση Πούτιν–Τραμπ στην Αλάσκα τον Αύγουστο του 2025 και η συνάντηση της Ουάσινγκτον με τον Ζελένσκι και Ευρωπαίους ηγέτες– φώτισαν με δραματικό τρόπο το δίλημμα. Από τη μία, η Ουκρανία αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για την Ευρώπη. Από την άλλη, η Αρκτική προβάλλει ως στρατηγική προτεραιότητα για τις ΗΠΑ και ειδικά για τον Τραμπ, ο οποίος διακηρύσσει ότι η Αμερική πρέπει να «κερδίζει» σε πραγματικούς πόρους και οδούς ισχύος. 

Η Δύση βρίσκεται σε ένα κομβικό γεωστρατηγικό σταυροδρόμι, όπου η μοίρα της Ουκρανίας συγκρούεται με τα φιλόδοξα σχέδια ελέγχου του Αρκτικού Διαδρόμου. 

Το δίλημμα της Δύσης: Ουκρανία ή Αρκτικός Διάδρομος; Η Δύση βρίσκεται διασπασμένη, καθώς η Ευρώπη καλείται να στηρίξει απερίσπαστη την Ουκρανία, ενώ ο βασικός της σύμμαχος –οι ΗΠΑ– στρέφουν το βλέμμα προς την Αρκτική. Πώς θα αναδιαμορφώσει αυτή η επιλογή την αρχιτεκτονική ασφάλειας, την ενότητα του ΝΑΤΟ και τη διεθνή τάξη; 

Η σχολή του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις προϋποθέτει ότι τα κράτη δρουν με βάση το εθνικό τους συμφέρον και την επιδίωξη ισχύος σε ένα αναρχικό διεθνές σύστημα. Η ασφάλεια και η επιβίωση αποτελούν τον ύψιστο στόχο, ενώ οι συμμαχίες και οι θεσμοί έχουν δευτερεύοντα ρόλο. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ φαίνεται να ακολουθούν αυτή τη λογική: δεν επενδύουν σε αφηρημένες «αξίες» αλλά σε συγκεκριμένα στρατηγικά κέρδη. 

Παράλληλα η θεωρία του γεωπολιτικού ντετερμινισμού αναδεικνύει τη σημασία του χώρου ως καθοριστικού παράγοντα στην παγκόσμια πολιτική. Ο Χάλφορντ Μάκκιντερ ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα διατύπωσε τη θεωρία της «Heartland», σύμφωνα με την οποία «όποιος ελέγχει την Ανατολική Ευρώπη ελέγχει την Heartland· όποιος ελέγχει την Heartland ελέγχει την Ευρασία· και όποιος ελέγχει την Ευρασία ελέγχει τον κόσμο». Η γεωγραφία, στη λογική αυτή, δεν αποτελεί απλώς σκηνικό της ιστορίας, αλλά βασικό παράγοντα που καθορίζει την ισχύ και τις στρατηγικές επιλογές των μεγάλων δυνάμεων. 

Η αμερικανική στρατηγική στην Ευρασία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη αποτροπής της ρωσικής –και στη συνέχεια σοβιετικής– ισχύος μέσω του ελέγχου κομβικών κρατών στην «περιφέρεια» της Heartland. Ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, στο έργο του The Grand Chessboard (1997), συνοψίζει αυτήν τη λογική υποστηρίζοντας ότι ο γεωπολιτικός έλεγχος της Ουκρανίας έχει καθοριστική σημασία: η απώλεια της Ουκρανίας περιορίζει δραστικά τη Ρωσία, την αποκόπτει από τις ευρωπαϊκές της φιλοδοξίες και την καθηλώνει σε έναν περισσότερο ασιατικό προσανατολισμό. 

Ωστόσο, οι εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία δείχνουν τα όρια αυτής της στρατηγικής. Η παρατεταμένη φθορά, οι τεράστιες οικονομικές δαπάνες και το υψηλό πολιτικό κόστος φαίνεται να οδηγούν τμήματα της αμερικανικής πολιτικής ελίτ στην εκτίμηση ότι η Ουκρανία δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει το αποτελεσματικό «ανάχωμα» που προέβλεπε το δόγμα Μπρεζίνσκι. Αυτό δημιουργεί το ενδεχόμενο μιας στρατηγικής μετατόπισης, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούν νέες γεωπολιτικές σταθερές για την ευρασιατική τους πολιτική, πέραν της λογικής του «κομβικού κράτους». 

Σε αυτό το πλαίσιο, κερδίζει εκ νέου σημασία η γεωπολιτική σκέψη του Νίκολας Σπάικμαν, ο οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1940 αντέτεινε ότι η ισχύς δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τον έλεγχο της Heartland, αλλά κυρίως από την κατοχή και τον έλεγχο του Rimland, δηλαδή των περιφερειακών θαλασσίων ζωνών που περικλείουν την Ευρασία. Ο Σπάικμαν υποστήριξε ότι «όποιος ελέγχει το Rimland ελέγχει την Ευρασία· και όποιος ελέγχει την Ευρασία ελέγχει την τύχη του κόσμου». 

Η σύγχρονη αμερικανική στρατηγική φαίνεται να προσεγγίζει αυτή τη λογική, καθώς η προτεραιότητα μετατοπίζεται από την απόλυτη σημασία της Ουκρανίας προς την ενίσχυση της ναυτικής παρουσίας σε κρίσιμες γεωγραφικές περιοχές: τη Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τον Ινδο-Ειρηνικό. Η επιδίωξη αυτή συνδέεται με τη διπλή στρατηγική πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες: την αναχαίτιση της Ρωσίας στην Ευρώπη και τον περιορισμό της Κίνας στην Ασία. Έτσι, η έννοια του Rimland αποκτά ανανεωμένη επικαιρότητα, καθώς προσφέρει ένα πλαίσιο για την κατανόηση της αμερικανικής πολιτικής ως στρατηγικής «θαλάσσιας περικύκλωσης». 

Η μετάβαση από το δόγμα Μπρεζίνσκι προς τη λογική του Σπάικμαν δεν συνεπάγεται εγκατάλειψη της Ουκρανίας, αλλά αναδιάταξη των αμερικανικών προτεραιοτήτων. Η Ουκρανία παραμένει σημαντική, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό σχέδιο, όπου οι θαλάσσιες περιφέρειες θεωρούνται καθοριστικές για τη διατήρηση της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος. Με αυτόν τον τρόπο, η αμερικανική στρατηγική δείχνει να ξεπερνά τον μονοδιάστατο γεωπολιτικό ντετερμινισμό του Μακίντερ και να ενσωματώνει τη δυναμική της θαλάσσιας ισχύος που περιέγραψε ο Σπάικμαν. 

Επίσης η σύγκριση Μπρεζίνσκι–Σπάικμαν δείχνει πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναπροσδιορίζουν το δόγμα τους όχι μόνο με βάση τη γεωγραφία αλλά και τις νέες συνθήκες του πολέμου και της παγκόσμιας ισχύος. 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντίθετα, παραμένει πιο κοντά σε μια φιλελεύθερη θεσμική προσέγγιση, δίνοντας βάρος στο διεθνές δίκαιο, στους θεσμούς και στις αρχές. Η αδυναμία της να ενστερνιστεί τον ωμό ρεαλισμό του Τραμπ δημιουργεί χάσμα στρατηγικής. 

Για την Ευρώπη, η στρατηγική αυτή μετατόπιση έχει κρίσιμες συνέπειες. Αντί η Ουκρανία να αποτελεί το απόλυτο κέντρο βάρους της γεωπολιτικής ισορροπίας, η ήπειρος εντάσσεται πλέον σε ένα ευρύτερο σύστημα περιφερειακών θαλάσσιων ζωνών που οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να ελέγξουν. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, καλείται να προσαρμοστεί σε ένα νέο πλαίσιο, όπου η ασφάλεια και η οικονομία είναι στενά αλληλένδετες. Η γεωπολιτική λογική του Σπάικμαν αναβαθμίζει την Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη Βαλτική, περιοχές που αποτελούν ταυτόχρονα πύλες εμπορικών ροών, ενεργειακών δικτύων και στρατηγικών θαλάσσιων διαδρόμων. 

Σε αυτό το περιβάλλον, η Ευρώπη δεν μπορεί να αρκεστεί σε ρόλο «παρακολούθησης» της αμερικανικής στρατηγικής· οφείλει να επαναπροσδιορίσει τη δική της γεωπολιτική ταυτότητα, αν θέλει να αποφύγει να μετατραπεί σε απλό πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Η αδυναμία της ΕΕ να χαράξει αυτόνομη στρατηγική αφήνει κενά που καλύπτονται είτε από τις ΗΠΑ είτε από περιφερειακές δυνάμεις, με αποτέλεσμα η ήπειρος να κινδυνεύει να μείνει θεατής σε μια γεωπολιτική αναδιάταξη που την αφορά άμεσα. 

Η επιλογή της Αλάσκας για τη συνάντηση Πούτιν–Τραμπ δεν ήταν τυχαία. Η Αλάσκα, άλλοτε ρωσικό έδαφος, είναι σήμερα η αμερικανική πύλη προς την Αρκτική. Ο συμβολισμός ήταν σαφής: οι δύο ηγέτες συζήτησαν όχι μόνο για την Ουκρανία αλλά και για τον Βόρειο Διάδρομο. 

Ο Πούτιν εμφανίστηκε σταθερός στις απαιτήσεις του: αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στο Ντονμπάς και στην Κριμαία, ουδετερότητα της Ουκρανίας, άρση κυρώσεων. Ο Τραμπ δεν απέρριψε ευθέως τις απαιτήσεις αυτές αλλά τις συνέδεσε με μια ευρύτερη συζήτηση για τις αμερικανορωσικές σχέσεις. Στο τραπέζι τέθηκαν ζητήματα Αρκτικής συνεργασίας: ανάπτυξη ενεργειακών projects, συνδιαχείριση της ναυσιπλοΐας, ακόμη και κοινά σχήματα ασφαλείας. 

Η στάση αυτή ενσάρκωσε τον «realpolitik» τρόπο σκέψης του Τραμπ: η Ουκρανία μπορεί να μετατραπεί σε διαπραγματευτικό χαρτί, εφόσον οι ΗΠΑ αποκομίσουν μεγαλύτερα στρατηγικά οφέλη στην Αρκτική. Για τον ίδιο, η ειρήνη στην Ουκρανία δεν είναι αυτοσκοπός· είναι μέσο για ένα «μεγάλο deal» με τη Ρωσία. 

Λίγες εβδομάδες μετά, η συνάντηση στον Λευκό Οίκο παρουσίασε διαφορετική εικόνα. Ο Τραμπ υποδέχτηκε τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και ηγέτες από ευρωπαϊκές χώρες που αυτοχαρακτηρίστηκαν «πρόθυμοι» να στηρίξουν την Ουκρανία. Στο επίκεντρο τέθηκαν ανθρωπιστικά ζητήματα: ανταλλαγές αιχμαλώτων, επιστροφή απαχθέντων παιδιών, στήριξη της ανοικοδόμησης. 

Για την Ευρώπη, η παρουσία στη Ουάσινγκτον είχε τεράστια σημασία: εξέπεμπε μήνυμα ενότητας, αλληλεγγύης και δέσμευσης ότι η Ουκρανία δεν θα αφεθεί μόνη της. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είδαν τη συνάντηση ως απόδειξη ότι η διατλαντική σχέση παραμένει ισχυρή. 

Ωστόσο, η ουσία διέφυγε από την προσοχή πολλών Ευρωπαίων. Ο Τραμπ, ενώ μιλούσε για ειρήνη, απέφευγε να δεσμευτεί σε μακροχρόνια στήριξη. Για εκείνον, η Ουκρανία λειτουργούσε περισσότερο ως εργαλείο για να πιέσει τον Πούτιν σε μια μελλοντική συνάντηση κορυφής. Η διαφορά οπτικής ήταν θεμελιώδης: η ΕΕ βλέπει την Ουκρανία ως υπαρξιακή μάχη, ο Τραμπ ως διαπραγματευτικό μέσο. 

Αυτή η διάσταση δείχνει το χάσμα στρατηγικής: η Ευρώπη εμμένει στο ουκρανικό ζήτημα, ενώ οι ΗΠΑ ενδέχεται να μετατοπίζουν την προσοχή τους στον Αρκτικό Διάδρομο. 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται αφοσιωμένη στην υπεράσπιση της Ουκρανίας. Επενδύει σε οικονομική βοήθεια, στρατιωτική υποστήριξη και πολιτική αλληλεγγύη. Ωστόσο, οι εσωτερικές διαφωνίες υπονομεύουν την ενότητα: χώρες της Ανατολικής Ευρώπης πιέζουν για σκληρή στάση και απαιτούν από τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης να συνεχίσουν την υποστήριξη, ενώ αυτά δείχνουν κόπωση. Παράλληλα, η Ευρώπη φαίνεται να μην διαθέτει ιστορική μνήμη.

Από τον Μεσαίωνα και μετά, η Ευρώπη έχει βρεθεί σε ατέρμονες συγκρούσεις—θρησκευτικές, πολιτικές ή γεωπολιτικές—χωρίς να καταφέρνει να διαμορφώσει μακροπρόθεσμη στρατηγική συνοχής. Στην πιο πρόσφατη ιστορική περίοδο, οι ΗΠΑ όχι μόνο βοήθησαν στην ανοικοδόμησή της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και χρησιμοποίησαν την Ευρώπη για να επιτύχουν στρατηγικούς στόχους, όπως την διάλυση της ΕΣΣΔ,  όπως οι πρόγονοί τους είχαν καταλύσει ως «βάρβαροι» τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ακολούθως, αφού ενέταξαν την Ευρώπη στο άρμα του ΝΑΤΟ, την αφήνουν να αντιμετωπίσει μόνη την ρωσική επιθετικότητα, έχοντας διαμορφώσει το πολιτικό τοπίο ώστε να το πιστέψει.

Παράλληλα, η ΕΕ επέδειξε υστεροβουλία: χωρίς να επενδύει ουσιαστικά σε δικές της αμυντικές δυνατότητες, επέλεξε να βασίζεται εξ ολοκλήρου στην προστασία των ΗΠΑ, αδιαφορώντας για το τεράστιο χρέος και τα στρατηγικά βάρη που είχαν επιφορτιστεί οι Αμερικανοί. Ακόμη και σήμερα, αυτή η μονοδιάστατη προσέγγιση περιορίζει την αυτονομία της Ευρώπης, αφήνοντάς την ευάλωτη σε επιλογές των ΗΠΑ που καθορίζουν τα γεωπολιτικά δεδομένα χωρίς να συνυπολογίζουν πλήρως την ευρωπαϊκή προοπτική. 

Περαιτέρω, το μεγαλύτερο πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός ότι η ΕΕ δεν έχει ενσωματώσει στο στρατηγικό της ορίζοντα τη σημασία της Αρκτικής. Η αντίληψή της περιορίζεται στις άμεσες απειλές στα ανατολικά σύνορα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αναδυόμενη γεωπολιτική δυναμική στην περιοχή. Εάν οι ΗΠΑ επιλέξουν να «ανταλλάξουν» παραχωρήσεις στην Ουκρανία με συμφωνίες για την Αρκτική, η Ένωση θα βρεθεί προ εκπλήξεως και πιθανώς σε μειονεκτική θέση.

Το οικονομικό μοντέλο της Ευρώπης παραμένει εγκλωβισμένο σε οικονομία που θυμίζει την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου παρά την παγκοσμιοποίηση, επιδιώκοντας ταυτόχρονα συμφωνίες με τρίτες χώρες μέσω μηχανισμών νεοαποικιοκρατικού χαρακτήρα, υποτιμώντας τη δυναμική παικτών όπως η Κίνα, η οποία δρα με ταχύτητα και στρατηγική συνέπεια, αμφισβητώντας το ευρωπαϊκό προβάδισμα. 

Η έμφαση στην ενεργειακή αυτάρκεια, στην προστασία στρατηγικών βιομηχανιών και στην εσωτερική συνοχή των αγορών συνιστά μια συνεχή αναζήτηση ασφάλειας, η οποία υπερισχύει συχνά της ρητορικής περί ελεύθερου εμπορίου και ανοιχτών αγορών. Αυτή η λογική αντανακλά τη διαχρονική επιδίωξη της Ευρώπης να διατηρήσει αυτονομία έναντι των παγκόσμιων ανταγωνισμών, λειτουργώντας με τρόπο που παραπέμπει στις οικονομικές στρατηγικές της διπολικής εποχής.

Ταυτόχρονα, η Ε.Ε. επιδιώκει να εξασφαλίσει πρώτες ύλες, ενεργειακούς πόρους και νέες αγορές μέσω συμφωνιών με τρίτες χώρες. Συχνά, αυτές οι συμφωνίες φέρουν έντονα στοιχεία νεοαποικιοκρατικού χαρακτήρα: προϋποθέτουν την προσαρμογή των εταίρων στα κανονιστικά πρότυπα της Ένωσης, επιβάλλουν όρους στο εμπόριο και εξασφαλίζουν προνομιακή πρόσβαση σε κρίσιμους πόρους. 

Οι χώρες-εταίροι, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο, απολαμβάνουν περιορισμένα οφέλη, ενώ παραμένουν εγκλωβισμένες σε ασύμμετρες σχέσεις εξάρτησης. Με τον τρόπο αυτό, η Ευρώπη συνεχίζει να λειτουργεί ως κέντρο καθορισμού κανόνων και διανομής πλεονεκτημάτων, σε μια παγκόσμια οικονομία που τυπικά εμφανίζεται ως «ελεύθερη» αλλά ουσιαστικά παραμένει ιεραρχική. 

Η αντίφαση αυτή –μια Ευρώπη που από τη μια πλευρά αυτοπροβάλλεται ως προασπιστής της ισότητας και της συνεργασίας, αλλά από την άλλη αναπαράγει μηχανισμούς κυριαρχίας– δείχνει τις ιστορικές συνέχειες ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Όπως και στη μεταπολεμική περίοδο, όπου η ασφάλεια και ο έλεγχος υπερίσχυσαν των ανθρωπιστικών διαστάσεων, έτσι και σήμερα το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο ισορροπεί ανάμεσα στη ρητορική της ανοιχτής παγκόσμιας αγοράς και στην πρακτική της διατήρησης ισχύος μέσω άνισων σχέσεων. Η διαπίστωση αυτή καθιστά σαφές ότι η παγκοσμιοποίηση δεν οδήγησε σε μια ριζικά νέα πραγματικότητα· αντίθετα, αναδιατύπωσε σε σύγχρονους όρους παλιότερα μοτίβα οικονομικής κυριαρχίας. 

Συνολικά, η γεωπολιτική μυωπία, η ιστορική αμνησία και η μονοδιάστατη εξάρτηση από τις ΗΠΑ συνθέτουν ένα δομικό πρόβλημα για την ΕΕ. Η Ένωση δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι η γεωστρατηγική της θέση δεν είναι πλέον η ίδια που κατείχε στο παρελθόν: νέες δυνάμεις με αυτάρκεια σε φυσικούς πόρους και προηγμένα στρατηγικά οπλικά συστήματα, όπως η Ρωσία, και οικονομική ισχύ όπως η Κίνα, η οποία αποτελεί τη δεύτερη παγκόσμια οικονομία, διαμορφώνουν ένα νέο, πολυκεντρικό γεωπολιτικό τοπίο. Η έλλειψη συνεκτικής στρατηγικής και η αδυναμία αναγνώρισης αυτών των μετατοπίσεων την καθιστούν ευάλωτη στις αποφάσεις τρίτων δυνάμεων και περιορίζουν σημαντικά τη δυνατότητά της να διαμορφώνει με αποτελεσματικό τρόπο τη διεθνή τάξη του 21ου αιώνα. 

Η πολιτική της ΕΕ κινείται μεταξύ ιδεαλισμού και αδράνειας. Η ΕΕ δεν έχει αναπτύξει ακόμη μια πραγματιστική, μακροπρόθεσμη στρατηγική που να συνδυάζει ισχύ, αυτονομία και προσαρμοστικότητα στον νέο πολυκεντρικό κόσμο. 

Επίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να επιτρέπει στα κράτη–μέλη να κινούνται με αφετηρία νέους εθνικισμούς, ξεχνώντας ότι οι ευρωπαϊκοί εθνικισμοί στο παρελθόν οδήγησαν σε δύο παγκόσμιες συγκρούσεις. Η ειρηνική διάλυση της ΕΣΣΔ αποκατέστησε την ανεξαρτησία πολλών κρατών, μερικά εκ των οποίων δεν είχαν υπάρξει ποτέ ως εθνικά υποκείμενα. Αυτή η ιστορική διάσταση υπογραμμίζει την ανάγκη για μια πιο συνεκτική στρατηγική που να συνδυάζει τον σεβασμό στην κυριαρχία με τη διαχείριση των εθνικών διαφορών, προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη και η σταθερότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Σήμερα, η Αρκτική μοιάζει να συγκεντρώνει και τα δύο στοιχεία: είναι ταυτόχρονα πλούσια σε πόρους και κρίσιμο πέρασμα για τη ναυτιλία. Έτσι, η μάχη για τον Αρκτικό Διάδρομο αποκτά κεντρική θέση στον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων. 

Ο Αρκτικός Διάδρομος αποτελεί το πραγματικό στρατηγικό «τρόπαιο».

Πρώτον, η ναυσιπλοΐα.
Η διαδρομή από την Ασία προς την Ευρώπη μέσω του Βόρειου Πόλου είναι έως και 40% συντομότερη από το πέρασμα μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Αυτό σημαίνει ταχύτερες και φθηνότερες μεταφορές, με τεράστια εμπορικά οφέλη.

Δεύτερον, οι φυσικοί πόροι.
Υπολογίζεται ότι το 13% των ανεξερεύνητων αποθεμάτων πετρελαίου και το 30% του φυσικού αερίου βρίσκονται στην Αρκτική. Επίσης, η περιοχή είναι πλούσια σε σπάνιες γαίες, κρίσιμες για την τεχνολογία.

Τρίτον, η στρατιωτική διάσταση. 
Η Ρωσία έχει αναπτύξει ισχυρή στρατιωτική παρουσία στην Αρκτική, με βάσεις, παγοθραυστικά και προηγμένα οπλικά συστήματα. Η Κίνα αυτοχαρακτηρίζεται «κοντά στην Αρκτική δύναμη» και επενδύει σε λιμάνια και υποδομές. Για τις ΗΠΑ, η διατήρηση επιρροής είναι απαραίτητη για να μην δημιουργηθεί ένα ρωσοκινεζικό μονοπώλιο.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Αρκτική φαντάζει στα μάτια του Τραμπ ως το πεδίο όπου μπορεί να αφήσει ιστορικό αποτύπωμα: μια μεγάλη συμφωνία με τη Ρωσία, που θα φέρει οικονομικά οφέλη και θα ενισχύσει το αμερικανικό στρατηγικό αποτύπωμα.

Ένα  σενάριο για το μέλλον μπορεί να είναι βάσει με όσα έχουμε δει:

1. Πάγωμα του πολέμου. Η Ουκρανία μετατρέπεται σε «παγωμένη σύγκρουση», με το μέτωπο να σταθεροποιείται. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία καταλήγουν σε συμφωνία για συνεργασία στην Αρκτική. Η ΕΕ συνεχίζει να στηρίζει την Ουκρανία αλλά χάνει επιρροή.

2. Συνέχιση πολέμου φθοράς. Η Ουκρανία συνεχίζει να πολεμά με τη στήριξη της ΕΕ, ενώ οι ΗΠΑ δίνουν περιορισμένη βοήθεια και στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην Αρκτική. Αυτό οδηγεί σε κούραση και διάσπαση της Δύσης.

3. Πραγματική ειρηνευτική συμφωνία. Οι ΗΠΑ μεσολαβούν για συνολική συμφωνία που περιλαμβάνει παραχωρήσεις της Ουκρανίας, άρση κυρώσεων και συνεργασία στην Αρκτική. Ωστόσο, η πιθανότητα είναι χαμηλή λόγω της αντίστασης της ΕΕ και της ίδιας της Ουκρανίας.

Το δίλημμα που αναδύεται είναι θεμελιώδες: Ουκρανία ή Αρκτικός Διάδρομος; Για την Ευρώπη, η Ουκρανία είναι ζήτημα ύπαρξης. Για τις ΗΠΑ του Τραμπ, η Αρκτική είναι το μεγάλο στρατηγικό στοίχημα.

Η Δύση κινδυνεύει να διχαστεί μεταξύ αρχών και συμφερόντων. Η Ευρώπη επιμένει στις αρχές του διεθνούς δικαίου, ενώ ο Τραμπ βλέπει συμφέροντα και ευκαιρίες. Εάν η διάσταση αυτή δεν γεφυρωθεί, το μέλλον της διεθνούς τάξης θα είναι ένα πεδίο νέων διχασμών και αβεβαιοτήτων.

Η τελική διαπίστωση είναι ότι το διακύβευμα δεν περιορίζεται σε έναν γεωγραφικό χώρο. Είναι η ίδια η συνοχή της Δύσης που δοκιμάζεται. Η επιλογή ανάμεσα στην Ουκρανία και την Αρκτική θα καθορίσει όχι μόνο την πορεία του πολέμου αλλά και την αρχιτεκτονική ασφάλειας του 21ου αιώνα.

mail

Αλληλογραφία προς την Σύνταξη της «Γραφίδας»