Δύση: ανάμεσα στην οικονομία της λιτότητας και την πολιτική της καταστολής

Του Σωκράτη Αργύρη

[χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά και 55 δευτ.]

Η Δυτική Ευρώπη και ευρύτερα ο «δυτικός κόσμος» έχουν συχνά παρουσιαστεί ως περιοχές σταθερότητας και ευημερίας, όπου η πολιτική σταθερότητα θεμελιώνεται στην οικονομική ανάπτυξη και τη διανομή πλεονασμάτων.  

Η εικόνα αυτή, ωστόσο, καταρρέει όταν εξετάσουμε τις δομές των τελευταίων δεκαετιών. Η αδυναμία της οικονομίας να παράγει επαρκή πλεονάσματα, η διεύρυνση των ανισοτήτων και η εντεινόμενη επισφάλεια οδηγούν σε κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία δεν αντιμετωπίζεται μόνο μέσω πολιτικών συμβιβασμών αλλά όλο και περισσότερο μέσω της καταστολής και της εξωτερικής πολιτικής ως εργαλείων διατήρησης εξουσίας.

Η θεωρητική ανάλυση του Βάλτερ Μπένγιαμιν σχετικά με τη διάκριση ανάμεσα στη «επικυρωμένη» και τη «μη  επικυρωμένη» βία, καθώς και η κριτική του Ντέιβιντ Χάρβεϊ για τον νεοφιλελευθερισμό και τη «συσσώρευση μέσω αποστέρησης», παρέχουν ένα πλαίσιο κατανόησης αυτών των διαδικασιών. Στη Δύση, η εξουσία βασίζεται λιγότερο στην ευημερία και περισσότερο στη διαχείριση της κοινωνικής έντασης, εσωτερικά με την καταστολή, εξωτερικά μέσω γεωπολιτικών στρατηγικών.  

Η μεταπολεμική Ευρώπη θεμελιώθηκε σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο,  οι πολίτες αποδέχονταν τη συμμετοχή στην καπιταλιστική οικονομία με αντάλλαγμα την προστασία του βιοτικού τους επιπέδου μέσω του κράτους πρόνοιας. Η ανάπτυξη, η σταθερότητα και η ενίσχυση της μεσαίας τάξης δημιουργούσαν κοινωνική συναίνεση.  

Η δεκαετία του 1970, όμως, σηματοδότησε την κρίση του κοινωνικού συμβολαίου. Ο Χάρβεϊ στο βιβλίο του «A Brief History of Neoliberalism», Oxford University Press  (2005), επισημαίνει ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μόνο οικονομική στρατηγική αλλά πολιτική πρακτική, όπου η συσσώρευση πλούτου πραγματοποιείται μέσω αποστέρησης: οι κοινωνικές δαπάνες μειώνονται, η επισφάλεια αυξάνεται, η μεσαία τάξη συρρικνώνεται. Η κρίση του 2008 ανέδειξε τις συνέπειες αυτής της πολιτικής, η φτώχεια, η εργασιακή επισφάλεια και οι κοινωνικές ανισότητες έγιναν μόνιμες και η δυσαρέσκεια των πολιτών απέκτησε μαζικό χαρακτήρα.  

Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομία δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση μέσω πλεονασμάτων. Αντιθέτως, η πολιτική εξουσία αναζητά άλλα μέσα για να διατηρήσει τη νομιμοποίησή της.  

Η ένταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας οδηγεί στην ενίσχυση του κατασταλτικού μηχανισμού. Ο Μπένγιαμιν στο δοκίμιο του, «Για τη βία» (Zur Kritik der Gewalt, (1921), διέκρινε την επικυρωμένη βία, δηλαδή τη βία που ασκείται από το κράτος και θεωρείται νόμιμη για τη διατήρηση της τάξης, από τη μη επικυρωμένη βία, που θεμελιώνει νόμους και κανόνες. Στη σύγχρονη Δύση, η επικυρωμένη βία γίνεται το βασικό εργαλείο διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας. 

Η Γαλλία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι κινητοποιήσεις των «Κίτρινων Γιλέκων» (2018–2019) αντιμετωπίστηκαν με εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων, συλλήψεις και βίαιες συγκρούσεις με τους πολίτες. Οι κινητοποιήσεις ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση (2023) έδειξαν ότι η καταστολή παραμένει κεντρικό εργαλείο. Η Ιταλία, από την άλλη, έχει ενσωματώσει την καταστολή στο πλαίσιο του μεταναστευτικού ζητήματος, όπου η πολιτική τάξη χρησιμοποιεί τα «σύνορα» ως εργαλείο κοινωνικής πειθάρχησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπουργοί Δημόσιας Τάξης ή Εσωτερικής Ασφάλειας αναλαμβάνουν ουσιαστικά τον έλεγχο της πολιτικής ατζέντας, καθώς η ικανότητά τους να περιορίζουν την κοινωνική αντίδραση καθορίζει την πραγματική εξουσία.

Η αδυναμία της οικονομίας να παράγει επαρκή πλεονάσματα οδηγεί τα κράτη στην εξωτερική πολιτική ως μέσο νομιμοποίησης. Ο Χάρβεϊ επισημαίνει ότι οι διεθνείς συγκρούσεις λειτουργούν ως «βαλβίδα εκτόνωσης» της κοινωνικής πίεσης, ενώ η κατασκευή ενός εξωτερικού εχθρού παρέχει πρόσχημα για αυστηρότερη εσωτερική πειθάρχηση.  

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκαλύπτει τον μηχανισμό της εξωτερικής πολιτικής ως εργαλείο διαχείρισης κοινωνικών αντιθέσεων. Πριν από τον πόλεμο, το δημοψήφισμα στην Ολλανδία (2016) είχε απορρίψει τη συμφωνία σύνδεσης Ουκρανίας–ΕΕ, εκφράζοντας την κοινωνική δυσφορία απέναντι σε νέες δεσμεύσεις και κόστη. Οι οργανωτές του δημοψηφίσματος και πολέμιοι της Συμφωνίας Σύνδεσης υποστήριζαν ότι αυτή ωθεί την Ένωση σε συμμαχία με μια διεφθαρμένη χώρα, που θα χρειαστεί δισεκατομμύρια ευρώ οικονομικής βοήθειας. Και παρότι η συμφωνία ήταν τυπικά μια εμπορική συνεργασία που δεν παρείχε στους Ουκρανούς το δικαίωμα εργασίας στην ΕΕ, πολλοί τη θεώρησαν ως προθάλαμο για μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στην Ένωση.

Ωστόσο, μετά το 2022, η ρωσική εισβολή επέτρεψε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μετατρέψουν τη γεωπολιτική κρίση σε αφήγημα εσωτερικής νομιμοποίησης.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια λόγω λιτότητας και ακρίβειας μετατοπίστηκε προς το πεδίο της «εθνικής ασφάλειας».

Οι στρατιωτικές δαπάνες και οι κυρώσεις δικαιολογήθηκαν ως «αναγκαίες», ακόμη κι αν επιδείνωσαν την ενεργειακή κρίση. 

Η πολιτική ελίτ εμφανίστηκε ως «υπερασπιστής της δημοκρατίας» απέναντι στη ρωσική απειλή, παρακάμπτοντας εσωτερικές αντιδράσεις.

Έτσι, η «υπεράσπιση της Ευρώπης» λειτούργησε ως μηχανισμός παράκαμψης της εσωτερικής κοινωνικής δυσαρέσκειας, δικαιολογώντας στρατιωτικοποίηση και νέες θυσίες. 

Η σχέση μεταξύ εσωτερικής καταστολής και εξωτερικής πολιτικής διαμορφώνεται ως κυκλική και αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο τα σύγχρονα δυτικά κράτη διαχειρίζονται την κοινωνική ένταση. Η λιτότητα και οι αυξανόμενες ανισότητες παράγουν κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία απειλεί τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Η κρατική απάντηση σε αυτήν τη συνθήκη είναι η ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής, που περιορίζουν την εκδήλωση της δυσαρέσκειας χωρίς να αίρουν τις αιτίες της.

Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι διεθνείς κρίσεις προσφέρουν ένα αφήγημα νομιμοποίησης που μετατοπίζει την προσοχή από τις εσωτερικές αντιθέσεις. Η εξωτερική πολιτική λειτουργεί ως μέσο πειθάρχησης, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να παρουσιάζονται ως εγγυητές ασφάλειας και σταθερότητας, ακόμη και όταν οι κοινωνικές συνθήκες επιδεινώνονται. Ωστόσο, οι ίδιες οι διεθνείς συγκρούσεις και οι κοινωνικές τους συνέπειες τροφοδοτούν νέους κύκλους δυσαρέσκειας, οι οποίοι με τη σειρά τους απαιτούν περαιτέρω κατασταλτικά μέτρα.

Η διαδικασία αυτή συγκροτεί μια μορφή «κατασταλτικής δημοκρατίας», στην οποία η διαχείριση της κοινωνικής έντασης υποκαθιστά τη συναίνεση που παλαιότερα βασιζόταν στην οικονομική ευημερία. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική εξουσία παύει να θεμελιώνεται στη διανομή πλεονασμάτων και μετασχηματίζεται σε τεχνική διαρκούς επιβολής, όπου η κρατική βία και η γεωπολιτική στρατηγική αποτελούν βασικούς πυλώνες σταθερότητας.

Επιπλέον, η Δύση διαθέτει ένα ακόμα «όπλο» στην πολιτική της εργαλειοποίηση της έντασης: την κατάσταση πολιορκίας ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης (état d’urgence).

Η πρόσφατη εμπειρία της Γαλλίας, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι το 2015, σήμανε τη δεύτερη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που η χώρα επέβαλε τέτοια μέτρα σε εθνικό επίπεδο — η πρώτη ήταν το Νοέμβριο του 1955, κατά την Αλγερινή Επανάσταση. Τα μέτρα αυτά επιτρέπουν στην κυβέρνηση να επεκτείνει τις εξουσίες της, να περιορίζει τις ατομικές ελευθερίες και να ελέγχει την κοινωνική αντίδραση χωρίς να αντιμετωπίζει τις δομικές αιτίες της δυσαρέσκειας.
Με τον τρόπο αυτό, η κατάσταση πολιορκίας λειτουργεί ως σύγχρονο εργαλείο διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας, συμπληρώνοντας τα μέσα καταστολής και τις γεωπολιτικές στρατηγικές.

Η «δυτική ευημερία» λειτουργεί ως μάσκα. Η πολιτική εξουσία στηρίζεται πλέον όχι στη δημιουργία και διανομή πλεονασμάτων, αλλά στη διαχείριση κοινωνικής έντασης, εσωτερικά μέσω της καταστολής, εξωτερικά μέσω γεωπολιτικής στρατηγικής.  

Ο κύκλος επιβίωσης των δυτικών πολιτικών συστημάτων —λιτότητα, καταστολή, γεωπολιτική επιθετικότητα— παραμένει αυτοτροφοδοτούμενος.  

Οι αναλύσεις των Μπένγιαμιν–Χάρβεϊ δείχνουν ότι η βία και η ανισότητα δεν αποτελούν παρεκκλίσεις, αλλά δομές του σύγχρονου δυτικού κράτους. Η Δύση κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο αυταρχισμού και στρατιωτικοποίησης, χωρίς την ικανότητα να ανανεώσει το κοινωνικό συμβόλαιο στη βάση μιας πραγματικής και βιώσιμης ευημερίας.  

Η ουκρανική περίπτωση είναι χαρακτηριστική για το πώς οι προσδοκίες μπορούν να εργαλειοποιηθούν. Μια συμφωνία σύνδεσης παρουσιάστηκε τόσο από τις δυτικές κυβερνήσεις όσο και από τις ουκρανικές ελίτ ως προθάλαμος ενός «ευρωπαϊκού μέλλοντος». Στην πράξη, όμως, λειτούργησε ως μέσο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης, οδηγώντας τη χώρα σε έναν καταστροφικό πόλεμο. Αυτό που δεν αποκόμισαν οι πολίτες ήταν οι ίδιες οι προσδοκίες για έναν δυτικό παράδεισο ευημερίας και ασφάλειας· αντιθέτως, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στο κενό ανάμεσα σε υποσχέσεις και πραγματικότητα.  

Η σύγχρονη «δυτική δημοκρατία της ευημερίας» μοιάζει με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους που, όπως παρατήρησε ο Βολταίρος, «ούτε Αγία ήταν, ούτε Ρωμαϊκή, ούτε Αυτοκρατορία». Κατά τον ίδιο τρόπο, η Δύση ούτε δημοκρατία πραγματικής συναίνεσης είναι, ούτε ευημερία εξασφαλίζει, ούτε σταθερότητα παρέχει. Πρόκειται για ένα πολιτικό σχήμα που επιβιώνει όχι χάρη στις υποσχέσεις του, αλλά μέσω της καταστολής και της διαρκούς διαχείρισης κρίσεων.

«Η πιο δημιουργική μεσολάβηση μεταξύ του πραγματικού και του ισχύοντος είναι η πολιτική και το Δίκαιο» έχει γράψει ο Γιούργκεν Χάμπερμας.

Η φράση αυτή υπενθυμίζει ότι η πολιτική και το δίκαιο δεν είναι απλώς μηχανισμοί διαχείρισης ή καταναγκασμού· είναι επίσης οι κατεξοχήν θεσμοί που μπορούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και στους κανόνες που τη διέπουν. Στη σημερινή Δύση, ωστόσο, η μεσολάβηση αυτή τείνει να εκφυλίζεται. Το «ισχύον» —οι κανόνες της λιτότητας, οι μηχανισμοί επιτήρησης, οι κατασταλτικές πρακτικές— απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το «πραγματικό», δηλαδή τις ανάγκες και τις προσδοκίες των κοινωνιών.

Αντί η πολιτική και το δίκαιο να λειτουργούν δημιουργικά, ανανεώνοντας το κοινωνικό συμβόλαιο και νομιμοποιώντας την εξουσία μέσα από τη συμμετοχή, συχνά περιορίζονται στην αναπαραγωγή μιας τάξης πραγμάτων που στηρίζεται στη στέρηση και στην πειθάρχηση. Η μεσολάβηση, αντί να είναι δημιουργική, καταλήγει να είναι κατασταλτική.

Το ερώτημα που αναδύεται είναι αν μπορεί να υπάρξει εκ νέου ένας χώρος όπου η πολιτική και το δίκαιο θα λειτουργούν ως πραγματικοί φορείς σύνδεσης, ικανοποιώντας τις ανάγκες των κοινωνιών και όχι μόνο τις απαιτήσεις της συσσώρευσης κεφαλαίου και της γεωπολιτικής ισχύος. Η απάντηση σε αυτό θα κρίνει εάν η Δύση θα παραμείνει εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο της λιτότητας και της καταστολής ή αν θα κατορθώσει να επανεφεύρει το κοινωνικό της συμβόλαιο.

Η κρίση του κοινωνικού συμβολαίου στη Δύση δεν περιορίζεται μόνο στο οικονομικό πεδίο. Εκδηλώνεται και ως κρίση αντιπροσώπευσης, με τους πολίτες να απομακρύνονται από την πολιτική συμμετοχή, να στρέφονται σε λαϊκιστικές ή ακροδεξιές εκδοχές διαμαρτυρίας και να βιώνουν βαθιά δυσπιστία απέναντι στα παραδοσιακά κόμματα και θεσμούς. Έτσι, η «κατασταλτική δημοκρατία» δεν είναι μόνο προϊόν λιτότητας και γεωπολιτικής στρατηγικής, αλλά και συνέπεια μιας πολιτικής τάξης που αδυνατεί να εκφράσει πραγματικά τις κοινωνίες.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορεί να υπάρξει έξοδος από τον φαύλο κύκλο. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μόνο θεωρητική, αλλά πολιτική:

με επανεφεύρεση του κοινωνικού κράτους στη βάση μιας δίκαιης πράσινης μετάβασης και νέων μορφών αναδιανομής,

με νέα συμμετοχικά μοντέλα δημοκρατίας που θα υπερβαίνουν τα όρια της τυπικής αντιπροσώπευσης,

με διεθνείς θεσμούς συνεργασίας που θα περιορίζουν την τάση εξαγωγής κρίσεων μέσω πολέμου.

Σε αυτό το πλαίσιο, το στοίχημα της Δύσης είναι να ανανεώσει το κοινωνικό συμβόλαιο όχι με καταστολή και ψευδαισθήσεις ασφάλειας, αλλά με μια νέα σύνθεση ευημερίας, συμμετοχής και διεθνούς ειρήνης.

mail

Αλληλογραφία προς την Σύνταξη της «Γραφίδας»