Εποικοδόμημα και άρνηση Μία πολιτική αναζήτηση

[χρόνος ανάγνωσης 17 λεπτά και 36 δευτ.]

Του Σωκράτη Αργύρη

   Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται, μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσα περιέχουσα τὰς ἄλλας. αὕτη δ’ ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.  
–  Αριστοτέλης, Πολιτικά [1252a]

Το ερώτημα της κυριαρχίας υπήρξε κεντρικό για την πολιτική σκέψη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.  
Με τον όρο «κυριαρχία» εννοούμε τη δυνατότητα ενός φορέα ή ενός δικτύου φορέων να καθορίζει και να επηρεάζει τις αποφάσεις που αφορούν μια πολιτική κοινότητα.

Από την εποχή του Αριστοτέλη, όπου η πόλις οριζόταν ως κοινότητα προσανατολισμένη στο κοινό καλό, μέχρι τις σύγχρονες μορφές παγκοσμιοποιημένης διακυβέρνησης, η προβληματική της κυριαρχίας ανανεώνεται και μετασχηματίζεται. Στον δυτικό κόσμο του 21ου αιώνα, η κυριαρχία δεν περιορίζεται πλέον στα εθνικά σύνορα· οι υπερεθνικοί θεσμοί, οι αγορές, οι ψηφιακές πλατφόρμες και τα δίκτυα πληροφόρησης δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η εξουσία διαχέεται, αμφισβητείται και ανασυντάσσεται. Στο πλαίσιο αυτό, η κλασική αριστοτελική αναζήτηση για το «τί δεῖ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως» αποκτά πολιτική σημασία καθώς αφορά την ισορροπία μεταξύ δημοκρατικής νομιμοποίησης, τεχνοκρατικής διαχείρισης και συλλογικής δράσης.

Αυτό το ζήτημα αφορά τις συγκεκριμένες μορφές πολιτικής οργάνωσης που συναντούμε σήμερα στη Δύση: στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η πόλωση και η προσωποκεντρική λογική της ηγεσίας συνυπάρχουν με την κυριαρχία των αγορών και των μεγάλων εταιρειών· στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η πολυκεντρικότητα και οι εντάσεις μεταξύ εθνικού και υπερεθνικού επιπέδου δημιουργούν ένα «δημοκρατικό έλλειμμα»· και στον ευρύτερο δυτικό κόσμο, όπου λαϊκιστικές και χαρισματικές ηγεσίες αναδεικνύονται ως απάντηση σε κρίσεις. Η εικόνα ολοκληρώνεται αν λάβουμε υπόψη τις εξωτερικές συγκρίσεις με τη Ρωσία και την Κίνα, δύο συστήματα όπου η κυριαρχία εκφράζεται μέσω έντονα συγκεντρωτικών μορφών εξουσίας, παρέχοντας έναν καθρέφτη που αναδεικνύει τις αμφισημίες και τα όρια της δυτικής δημοκρατικής εμπειρίας.

Για τον Αριστοτέλη, η πολιτική είναι η επιστήμη του ανώτερου αγαθού: της ευδαιμονίας της πόλης και των πολιτών της. Η κεντρική ερώτηση που θέτει στα Πολιτικά [1281a11] είναι:
Ἔχει δ’ ἀπορίαν τί δεῖ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως ἢ γάρ τοι τὸ πλῆθος, ἢ τοὺς πλουσίους, ἢ τοὺς ἐπιεικεῖς, ἢ τὸν βέλτιστον ἕνα πάντων, ἢ τύραννον.

Ποιος πρέπει να είναι ο κύριος της πόλης. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι μονοσήμαντη· ο Αριστοτέλης εξετάζει διαφορετικά ενδεχόμενα, καθένα με τις δικές του αρετές και παθογένειες.

Αρχικά, τίθεται το ενδεχόμενο της κυριαρχίας του πλήθους. Ο φιλόσοφος αναγνωρίζει ότι οι πολλοί, ακόμη κι αν είναι φτωχοί ή μέτριοι ως προς την αρετή, μπορούν συλλογικά να διαθέτουν σοφία μεγαλύτερη από αυτήν των ολίγων. Το πλήθος, όταν λειτουργεί με γνώμονα το κοινό καλό, μπορεί να αποτελέσει στήριγμα της δημοκρατίας. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης φοβάται την εκτροπή της δημοκρατίας σε οχλοκρατία, όπου η συλλογική βούληση δεν εκφράζει πια το συμφέρον της πόλης αλλά τις άμεσες επιθυμίες των μαζών.

Δεύτερο ενδεχόμενο είναι η κυριαρχία των πλουσίων. Εδώ, η εξουσία στηρίζεται στην οικονομική ισχύ. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι η ολιγαρχία συχνά προβάλλει σταθερότητα και διοικητική ικανότητα, αλλά παραβλέπει το κοινό καλό και μετατρέπει την πόλη σε εργαλείο εξυπηρέτησης των συμφερόντων μιας μειοψηφίας.

Τρίτη δυνατότητα είναι η ηγεσία των ενάρετων. Σε αυτήν την περίπτωση, η εξουσία απονέμεται σε όσους διακρίνονται για την ηθική τους ακεραιότητα και τη φρόνηση. Η ιδέα αυτή συνδέεται με την αναζήτηση της αριστοκρατίας, όπου οι «άριστοι» κυβερνούν. Παρά ταύτα, ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι η πραγματικότητα σπάνια ευνοεί την ανάδειξη ηγετών καθολικά αποδεκτών για την αρετή τους.

Η πιο απαιτητική εκδοχή είναι η κυριαρχία του ενός άριστου. Αν πράγματι υπάρχει κάποιος που υπερτερεί όλων ως προς την αρετή και τη σοφία, τότε αυτός θα πρέπει να άρχει· να μην υπόκειται σε νόμο, αλλά να είναι ο ίδιος «έμψυχος νόμος». Ωστόσο, μια τέτοια περίπτωση είναι εξαιρετικά σπάνια και εμπεριέχει τον κίνδυνο της τυραννίας, όταν η αρετή υποκαθίσταται από την αυθαιρεσία.

Συνεπώς, για τον Αριστοτέλη, το ζήτημα της κυριαρχίας είναι αδιάρρηκτα δεμένο με το ερώτημα του κοινού καλού. Η νομιμοποίηση της εξουσίας δεν προκύπτει απλώς από τη δύναμη ή την καταγωγή, αλλά από την ικανότητα της ηγεσίας να προάγει την ευδαιμονία της πόλης. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μορφή πολιτεύματος πρέπει να αξιολογείται ως προς την προσανατολισμένη στο κοινό καλό λειτουργία της. Η επικαιρότητα αυτής της συλλογιστικής είναι προφανής: ακόμη και σήμερα, τα κριτήρια με τα οποία κρίνουμε θεσμούς και ηγεσίες αφορούν το κατά πόσον υπηρετούν την κοινωνική δικαιοσύνη, τη σταθερότητα και την ευημερία.

Αν η αριστοτελική θεώρηση εκκινεί από το ερώτημα «ποιος πρέπει να κυβερνά;», η σύγχρονη πολιτική θεωρία που ασχολείται με την παγκοσμιοποιημένη εξουσία μετατοπίζει την έμφαση: το ζήτημα δεν είναι τόσο ποιος κατέχει την κυριαρχία, όσο το ότι η κυριαρχία έχει ήδη αποδιαρθρωθεί από τα όρια του έθνους-κράτους.
Στον 21ο αιώνα, η εξουσία δεν ενσαρκώνεται σε έναν μονάρχη, έναν ηγέτη ή μια τάξη· αντιθέτως, απλώνεται μέσα σε δίκτυα θεσμών, αγορών, τεχνολογιών και παγκόσμιων ροών που ξεπερνούν τα σύνορα και αποδυναμώνουν την παραδοσιακή έννοια της κυριαρχίας.

Η έννοια της παγκοσμιοποίησης περιγράφει αυτήν ακριβώς τη διάχυση. Πρόκειται για ένα καθεστώς όπου η εξουσία δεν ασκείται μόνο από τα εθνικά κράτη, αλλά από ένα πλέγμα διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα), υπερεθνικών θεσμών (ΕΕ, ΝΑΤΟ), Αγορών που υπερβαίνουν τις τοπικές ρυθμίσεις, καθώς και από τις ίδιες τις τεχνολογικές υποδομές που συνδέουν εκατομμύρια ανθρώπους σε πραγματικό χρόνο. Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση δεν έχει ένα μοναδικό κέντρο· αντίθετα, αποτελεί μια πολυκεντρική διάταξη που λειτουργεί μέσω συνεχών διαπραγματεύσεων και συγκρούσεων ανάμεσα σε κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του πλήθους αποκτά κομβική σημασία. Το πλήθος δεν ταυτίζεται με τον «λαό» υπό την έννοια μιας ενιαίας βούλησης που αναζητεί εκπροσώπηση· ούτε με την «μάζα» που συχνά νοείται παθητική και χειραγωγήσιμη. Αντιθέτως, το πλήθος είναι πολλαπλό, ανομοιογενές και παραγωγικό. Περιλαμβάνει τα διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα που, μέσω της εργασίας, της δημιουργικότητας και της συνεργασίας τους, παράγουν όχι μόνο υλικά αγαθά αλλά και γνώση, πολιτισμό, κοινωνικές σχέσεις. Σε έναν κόσμο όπου η παραγωγή είναι όλο και περισσότερο άυλη και βασίζεται στη συνεργασία, το πλήθος μετατρέπεται σε θεμελιώδη δύναμη κοινωνικής δημιουργίας.

Η έννοια αυτή αποτελεί ριζική κριτική στις κλασικές θεωρίες της κυριαρχίας. Αντί να αναζητά τον «βέλτιστο άρχοντα» ή τη «σωστή μορφή πολιτεύματος», όπως θα έκανε η αριστοτελική σκέψη, η θεωρία του πλήθους προτείνει ότι η ίδια η μορφή της κυριαρχίας τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η εξουσία δεν μπορεί πλέον να συγκεντρωθεί σε έναν μοναδικό φορέα, γιατί λειτουργεί δικτυακά, διαχυτικά, μέσω πολλαπλών κόμβων. Το πλήθος, με την ικανότητά του να αυτο-οργανώνεται, να κινητοποιείται και να δημιουργεί, μπορεί να αναπτύξει μορφές αντίστασης και εναλλακτικής πολιτικής οργάνωσης που δεν χωρούν στις παραδοσιακές κατηγορίες του κράτους ή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της λογικής αυτής είναι η δυναμική των παγκόσμιων κοινωνικών κινημάτων. Από το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης στα τέλη του 20ού αιώνα, μέχρι τις πλατείες κατά των μνημονίων, το Occupy Wall Street ή τα πρόσφατα κινήματα για το κλίμα ή για τα Τέμπη, βλέπουμε ότι η πολιτική δράση δεν εκκινεί από ένα κεντρικό κόμμα ή έναν ηγέτη, αλλά από δικτυωμένες, οριζόντιες μορφές οργάνωσης. Το πλήθος κινητοποιείται μέσω ψηφιακών πλατφορμών, δημιουργεί νέους λόγους νομιμοποίησης και επινοεί τρόπους συλλογικής παρουσίας στον δημόσιο χώρο. Αυτά τα κινήματα συχνά δεν καταφέρνουν να μετασχηματίσουν άμεσα τους θεσμούς, αλλά αποκαλύπτουν τη δυνατότητα μιας πολιτικής πέραν της λογικής του κυρίαρχου.

Η μετάβαση από την Πόλη-Άστυ της κλασικής αρχαιότητας, όπου η πολιτική ήταν περιορισμένη σε ένα χωρικά και κοινωνικά ορισμένο σώμα πολιτών, στον παγκοσμιοποιημένο χώρο του 21ου αιώνα, όπου η πολιτική διαπερνάται από δίκτυα οικονομίας, τεχνολογίας και επικοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι τα κλασικά ερωτήματα παραμένουν μεν επίκαιρα, αλλά οφείλουμε να τα θέσουμε εκ νέου μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, όχι μόνο «ποιος πρέπει να κυβερνά;», αλλά και «υπάρχει ακόμη κάτι σαν κεντρική διακυβέρνηση;» και, κυρίως, «πώς μπορεί το πλήθος να οργανώσει τις δυνάμεις του για να διεκδικήσει δικαιοσύνη και ελευθερία;».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η αριστοτελική και η σύγχρονη προβληματική περί κυριαρχίας συνυπάρχουν και αλληλοδιαπλέκονται. Από τη μία πλευρά, η αμερικανική πολιτική παράδοση είναι βαθιά εμποτισμένη από την ιδέα του Προέδρου-Ηγέτη που προσωποποιεί τις αρετές του έθνους, έναν «άρχοντα» με σχεδόν χαρισματική διάσταση. Από την άλλη, η πραγματικότητα της διακυβέρνησης αποκαλύπτει ότι η εξουσία είναι κατακερματισμένη, όπως στο Κογκρέσο, στα ομοσπονδιακά δικαστήρια, στις Πολιτείες, αλλά και σε μη θεσμικούς δρώντες όπως τα Λόμπι, οι Αγορές και οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες.

Το προεδρικό σύστημα ενσαρκώνει την έλξη της προσωποκεντρικής ηγεσίας. Ο πρόεδρος δεν είναι απλώς επικεφαλής του εκτελεστικού· είναι ο «commander-in-chief», ο εθνικός ηγέτης που συχνά προβάλλεται ως πατέρας του έθνους σε στιγμές κρίσης. Αυτή η διάσταση αντανακλά μια αριστοτελική αγωνία, την αναζήτηση του άριστου άρχοντα, εκείνου που θα καθοδηγήσει την πολιτεία με σοφία και αρετή. Ωστόσο, η αμερικανική εμπειρία δείχνει ότι οι πρόεδροι σπανίως λειτουργούν ως «έμψυχοι νόμοι». Αντιθέτως, οι προσωπικότητές τους εντείνουν τις κοινωνικές διαιρέσεις και συχνά συμβάλλουν στην πόλωση.

Η αντιπαράθεση μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν και στη συνέχεια με την Κάμαλα Χάρις ανέδειξε μια βαθύτερη τάση στο αμερικανικό εκλογικό σώμα. Ο Τραμπ, με τον έντονα λαϊκιστικό και χαρισματικό λόγο του, κινητοποίησε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας γύρω από μια προσωπική αφήγηση εθνικής αναγέννησης, αψηφώντας παραδοσιακούς θεσμικούς περιορισμούς. Ο Μπάιντεν, από την άλλη, προσπάθησε να εμφανιστεί ως ενωτικός ηγέτης, αντλώντας από την αριστοτελική ιδέα του ηγέτη που υπηρετεί το κοινό καλό. Ωστόσο, η αδυναμία του να γεφυρώσει το βαθύ χάσμα ανάμεσα σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς, καθώς και η διαρκής κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, φανερώνουν τα όρια αυτής της προσέγγισης.

Η Χάρις, η οποία κλήθηκε να συνεχίσει την προσπάθεια των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2024, βρέθηκε αντιμέτωπη με τα ίδια αλλά και νέα εμπόδια. Η εκστρατεία της χαρακτηρίστηκε από έλλειψη σαφούς διαφοροποίησης σε σχέση με την πολιτική Μπάιντεν, από περιορισμένη ικανότητα να κινητοποιήσει νέους και λιγότερο τακτικούς ψηφοφόρους, καθώς και από αδυναμία να αρθρώσει ένα ισχυρό αφήγημα αλλαγής που να ανταποκρίνεται στις πιεστικές αγωνίες της καθημερινότητας, όπως το κόστος ζωής και ο πληθωρισμός. Επιπλέον, η στρατηγική της να προσελκύσει μετριοπαθείς ή «αντι-Τραμπ» ψηφοφόρους είχε ως αποτέλεσμα να αποδυναμώσει τη βάση της, χωρίς να κερδίσει ουσιαστικά νέες συμμαχίες.

Σε αυτά προστίθεται και μια διάσταση που σημάδεψε την υποψηφιότητά της: η Χάρις βρέθηκε συχνά αντιμέτωπη με προκαταλήψεις που σχετίζονταν με το φύλο και τη φυλετική της ταυτότητα. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εκλέξει δύο φορές τον Μπαράκ Ομπάμα, αυτό δεν αναιρεί τον βαθύ συντηρητισμό που εξακολουθεί να διαπερνά την αμερικανική κοινωνία. Ο συνδυασμός σεξισμού και φυλετικών στερεοτύπων λειτούργησε ανασταλτικά για την υποψηφιότητά της, ενώ η καμπάνια δεν κατάφερε να μετατρέψει αυτή την πρόκληση σε πλεονέκτημα.
Έτσι, η εικόνα της ως πρώτης γυναίκας και έγχρωμης υποψήφιας για την προεδρία παρέμεινε περισσότερο στόχος αμφισβήτησης παρά πηγή ενθουσιασμού.

Η ήττα της Χάρις, επομένως, δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με βάση τις δικές της αδυναμίες ως υποψήφιας. Αντανακλά τα εγγενή όρια μιας πολιτικής παράταξης που επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για θεσμική σταθερότητα και στη ζήτηση για ριζική αλλαγή. Οι Δημοκρατικοί, επιμένοντας σε μια μετριοπαθή στρατηγική που βασίζεται στη διατήρηση της «κανονικότητας», φάνηκαν αδύναμοι να απαντήσουν πειστικά στην πόλωση και στο λαϊκιστικό κύμα που εξακολουθεί να τροφοδοτεί τον Τραμπ. Το εκλογικό αποτέλεσμα του 2024 δείχνει πως, όσο το χάσμα ανάμεσα στους θεσμούς και την κοινωνία παραμένει, η θεσμική μετριοπάθεια δύσκολα μπορεί να σταθεί απέναντι στη δύναμη του χαρισματικού λαϊκισμού.

Από θεωρητική σκοπιά, η εικόνα αυτή μπορεί να φωτιστεί και μέσα από τον Μαξ Βέμπερ και τον Ερνέστο Λακλάου. Ο Βέμπερ περιγράφει την χαρισματική ηγεσία ως μια μορφή εξουσίας που θεμελιώνεται στην προσωπικότητα και την ικανότητα του ηγέτη να εμπνέει αφοσίωση, συχνά παρακάμπτοντας θεσμούς και κανόνες. Ο Τραμπ ενσαρκώνει ακριβώς αυτή τη μορφή, σε αντίθεση με τον Μπάιντεν και τη Χάρις που επένδυσαν περισσότερο σε μια νομιμοποίηση θεσμική και ορθολογική. Ο Λακλάου, από την άλλη, αναλύει τον λαϊκισμό ως τη δημιουργία ενός διχοτομικού «εμείς» και «αυτοί», όπου ο ηγέτης γίνεται σημείο αναφοράς για τις ετερογενείς κοινωνικές δυσαρέσκειες. Στο πλαίσιο αυτό, η αδυναμία των Δημοκρατικών να συγκροτήσουν μια συνεκτική λαϊκή αφήγηση άφησε τον χώρο στον Τραμπ να μονοπωλήσει το έδαφος της πολιτικής φαντασίας.

Παράλληλα, η εξουσία στις ΗΠΑ δεν περιορίζεται στον Πρόεδρο. Τα λόμπι, οι μεγάλες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα οι κολοσσοί της τεχνολογίας διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook (Meta), το Twitter (X) και το TikTok, λειτουργούν όχι μόνο ως δίαυλοι επικοινωνίας, αλλά και ως μηχανισμοί πολιτικής επιρροής, όπου διαμορφώνεται η δημόσια σφαίρα. Αυτό το φαινόμενο δείχνει πώς η λογική της «Αυτοκρατορίας» υπερβαίνει τον αριστοτελικό ορίζοντα: η κυριαρχία δεν βρίσκεται μόνο στο κράτος, αλλά σε δίκτυα τεχνολογίας, κεφαλαίου και πληροφορίας που μπορούν να ενισχύσουν ή να αποδυναμώσουν πολιτικές αποφάσεις.

Η αμερικανική πολιτική ζωή εκφράζει, συνεπώς, μια διπλή ένταση. Από τη μία, υπάρχει η προσδοκία του λαού να αναδείξει τον «κατάλληλο ηγέτη», έναν πρόεδρο που θα επιλύσει τα προβλήματα με αποφασιστικότητα και αρετή. Από την άλλη, η πραγματικότητα της κατακερματισμένης εξουσίας, που διαπερνά θεσμούς, αγορές και δίκτυα, καταδεικνύει ότι η κυριαρχία είναι πλέον διάχυτη και αμφίσημη. Σε αυτήν τη σύγκρουση μεταξύ αριστοτελικού και σύγχρονου παραδείγματος, η αμερικανική δημοκρατία δοκιμάζεται συνεχώς, παράγοντας στιγμές πρωτοφανούς κινητοποίησης αλλά και θεσμικής δυσλειτουργίας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά ένα μοναδικό πείραμα πολιτικής οργάνωσης, που θέτει σε δοκιμασία τόσο τις αριστοτελικές κατηγορίες ηγεσίας όσο και τη σύγχρονη λογική της διάχυτης εξουσίας. Βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας (2007), η ΕΕ δεν θεωρείται κράτος· είναι νομικά μια ένωση κρατών με υπερεθνικά στοιχεία, δηλαδή ένας νομικός οργανισμός με νομική προσωπικότητα και συγκεκριμένες αρμοδιότητες που της έχουν εκχωρήσει τα κράτη μέλη, όπου η κυριαρχία διαμοιράζεται ανάμεσα σε εθνικές κυβερνήσεις και υπερεθνικούς θεσμούς.

Η κυριαρχία της ΕΕ είναι περιορισμένη: δεν μπορεί να αποφασίζει για όλους τους τομείς της δημόσιας πολιτικής, αλλά μόνο για όσα έχουν εκχωρηθεί από τα κράτη μέλη. Η θεσμική αρχιτεκτονική της Ένωσης αναδεικνύει αυτή τη διάκριση:

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νομοθεσία και εξασφαλίζει την εφαρμογή των αποφάσεων της Ένωσης, λειτουργώντας ως εκτελεστικό όργανο με τεχνοκρατική διάσταση.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το μόνο θεσμικό όργανο της ΕΕ που εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες και προσδίδει δημοκρατική νομιμοποίηση στις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Παρά τον ρόλο του, οι αρμοδιότητές του έχουν σαφή όρια καθώς δεν έχει νομοθετική πρωτοβουλία: μόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να προτείνει νέες οδηγίες ή κανονισμούς.
Συμμετέχει ως συννομοθέτης: εξετάζει τις προτάσεις της Επιτροπής μαζί με το Συμβούλιο της ΕΕ· μπορεί να τις τροποποιήσει ή να τις απορρίψει, αλλά όχι να φέρει δικές του.
Δεν μπορεί να μπλοκάρει εκ των υστέρων αφού μόλις μια οδηγία ή ένας κανονισμός εγκριθεί και τεθεί σε ισχύ, το Κοινοβούλιο δεν έχει τη δύναμη να τον ακυρώσει.
Έχει όμως αρμοδιότητες, όπου μπορεί να απορρίψει τον προϋπολογισμό, διεθνείς συμφωνίες ή και τη σύνθεση της Επιτροπής.

Το Συμβούλιο της ΕΕ (Council of the EU) συγκεντρώνει υπουργούς όλων των κρατών μελών, ανάλογα με τον τομέα πολιτικής που συζητείται (π.χ. οικονομία, γεωργία, εξωτερική πολιτική). Αποτελεί μέρος της νομοθετικής διαδικασίας μαζί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου συμμετέχουν οι εθνικοί ηγέτες, καθορίζει τις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις και αποτελεί συχνά τον κύριο φορέα πραγματικής ισχύος, ειδικά σε κρίσιμες αποφάσεις.

Έτσι, παρά τη ρητορική περί «ευρωπαϊκής κυριαρχίας», η ΕΕ παραμένει ένωση με περιορισμένη και διαμοιρασμένη κυριαρχία, εξαρτώμενη από τη βούληση των κρατών μελών και από τη συνεργασία μεταξύ των υπερεθνικών και εθνικών θεσμών.

Η θεσμική αρχιτεκτονική της Ένωσης αναδεικνύει το πρόβλημα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συνδιαμορφώνουν την πολιτική, αλλά η πραγματική ισχύς παραμένει συχνά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή στους εθνικούς ηγέτες. Αυτό σημαίνει ότι, παρά τη ρητορική περί «ευρωπαϊκής κυριαρχίας», η Ένωση εξακολουθεί να εξαρτάται από την πολιτική βούληση των κρατών-μελών. Σε στιγμές κρίσης, όπως η οικονομική ύφεση μετά το 2008, η πανδημία COVID-19 ή η ενεργειακή κρίση που ακολούθησε τον πόλεμο στην Ουκρανία, φάνηκε καθαρά ότι η ηγεσία της ΕΕ λειτουργεί μέσω προσωρινών συμβιβασμών και διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε εθνικές στρατηγικές, παρά μέσω μιας ενιαίας κυριαρχικής βούλησης.

Η ρίζα αυτής της αμφισημίας βρίσκεται στις ίδιες τις Συνθήκες που συγκρότησαν την Ένωση. Από το Μάαστριχτ έως τη Λισαβόνα, η ΕΕ παρουσιάζεται πρωτίστως ως οικονομική κοινότητα, μια «ενιαία αγορά» όπου αγαθά, υπηρεσίες, κεφάλαια και εργαζόμενοι κυκλοφορούν ελεύθερα. Το πολιτικό σκέλος –δημοκρατική νομιμοποίηση, κοινή εξωτερική πολιτική, κοινωνική συνοχή– έμεινε δευτερεύον, με αποτέλεσμα η Ένωση να εμφανίζεται ισχυρή ως οικονομικός μηχανισμός αλλά αδύναμη ως πολιτικό υποκείμενο. Αυτό εξηγεί το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα»: οι πολίτες αισθάνονται ότι οι αποφάσεις που επηρεάζουν άμεσα τη ζωή τους λαμβάνονται από τεχνοκρατικούς θεσμούς, μακριά από δημοκρατικό έλεγχο.

Η διαχείριση της κρίσης χρέους ανέδειξε παραδειγματικά αυτό το ζήτημα. Οι αποφάσεις για τα προγράμματα λιτότητας στην Ελλάδα και αλλού ελήφθησαν κυρίως από το Eurogroup και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με ελάχιστη διαφάνεια και περιορισμένη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων. Αντί να υπηρετεί το «κοινό καλό» της Ευρώπης, όπως θα όριζε ο αριστοτελικός ορίζοντας, η ηγεσία της Ένωσης προσανατολίστηκε στη διατήρηση της σταθερότητας των αγορών. Αντίστοιχα, στην πανδημία, η αμφιλεγόμενη  σύμβαση για την διανομή των εμβολίων και η εξάρτηση από διεθνείς φαρμακευτικούς κολοσσούς φανέρωσαν τα όρια της ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Στην ενεργειακή κρίση, πάλι, η Ένωση λειτούργησε ως διαπραγματευτής προμηθειών φυσικού αερίου, περισσότερο με όρους αγοράς παρά με όρους πολιτικής στρατηγικής.

Εδώ βλέπουμε ξανά τη συνύπαρξη αριστοτελικού και σύγχρονου παραδείγματος. Από τη μία, οι Ευρωπαίοι πολίτες και η δημόσια σφαίρα αναζητούν τον «σωστό ηγέτη» – είτε π.χ. αυτός ενσαρκώνεται στον Γάλλο πρόεδρο, που μιλά για «ευρωπαϊκή κυριαρχία», είτε στον Γερμανό καγκελάριο, που καλείται να διασφαλίσει τη σταθερότητα. Από την άλλη, η πραγματικότητα δείχνει ότι καμία ατομική ηγετική φυσιογνωμία δεν μπορεί να μεταβάλει τη θεσμική λογική μιας Ένωσης που συγκροτείται πρωτίστως ως ενιαία αγορά. Η πολιτική κυριαρχία παραμένει κατακερματισμένη, ενώ η οικονομική λογική κυριαρχεί.

Αυτό το παράδοξο καθιστά την ΕΕ εμβληματική περίπτωση της «αυτοκρατορίας»: μια πολιτική μορφή χωρίς κυρίαρχο κέντρο, που λειτουργεί μέσω θεσμικών και αγοραίων δικτύων. Για τον Αριστοτέλη, μια τέτοια κατάσταση θα ήταν προβληματική, διότι δεν διασφαλίζει ότι η πόλις –στην προκειμένη περίπτωση η Ευρώπη– προσανατολίζεται στο κοινό καλό. Για τη σύγχρονη θεωρία, όμως, η διάχυτη εξουσία της ΕΕ δεν είναι ατύχημα αλλά σύμπτωμα της ίδιας της παγκοσμιοποίησης, εκεί όπου η πολιτική δεν μπορεί να επιστρέψει εύκολα στη μορφή του κυρίαρχου κράτους, αλλά οφείλει να επινοήσει νέες μορφές συλλογικής δράσης. 

Πέρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ευρύτερος δυτικός κόσμος προσφέρει μια ποικιλία μορφών ηγεσίας που αντανακλούν τόσο αριστοτελικές προσδοκίες περί «καλού άρχοντα» όσο και τη λογική της διάχυτης εξουσίας. Ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής –ως «δυτική περιφέρεια»– παρουσιάζουν διαφορετικά παραδείγματα αλλά κοινά χαρακτηριστικά: προσωποκεντρισμό, ένταση μεταξύ θεσμικής σταθερότητας και λαϊκιστικής δυναμικής, καθώς και ισχυρή επίδραση των αγορών και των παγκόσμιων δικτύων. 

Στον Καναδά, το κοινοβουλευτικό σύστημα δίνει έμφαση σε κομματικές διαδικασίες και συναίνεση, όμως η πολιτική ζωή περιστρέφεται συχνά γύρω από τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Η εικόνα του ηγέτη, ως συμβόλου εθνικής ενότητας και φιλελεύθερων αξιών, παραμένει κεντρική για την πολιτική κουλτούρα. Ωστόσο, η εξουσία του είναι περιορισμένη από την οικονομική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και από τις πιέσεις των αγορών ενέργειας και φυσικών πόρων. Έτσι, ακόμη και μια κυβέρνηση που επιδιώκει να εκφράσει το «κοινό καλό» μέσω κοινωνικών πολιτικών, συχνά δεσμεύεται από τη λογική της παγκόσμιας οικονομίας.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Brexit αποτέλεσε σημείο καμπής. Η απόφαση για αποχώρηση από την ΕΕ παρουσιάστηκε ως επαναφορά της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή μια αριστοτελικού τύπου απάντηση στο ερώτημα «ποιος πρέπει να είναι κύριος της πόλης». Ωστόσο, η μετα-Brexit πραγματικότητα αποκάλυψε τα όρια αυτής της προσδοκίας. Αντί για μια ενιαία κυριαρχία, το Λονδίνο βρέθηκε αντιμέτωπο με την ισχύ των διεθνών αγορών, την εξάρτηση από παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και την πίεση για νέες εμπορικές συμφωνίες. Οι πολιτικές κρίσεις που ακολούθησαν, με συνεχείς αλλαγές πρωθυπουργών, κατέδειξαν ότι η προσωπικότητα του ηγέτη δεν μπορεί να αναιρέσει τη δομική εξάρτηση από την παγκοσμιοποιημένη λογική της «αυτοκρατορίας». 

Στη Λατινική Αμερική, η πολιτική σκηνή χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία χαρισματικών ηγετών. Από την Αργεντινή μέχρι τη Βραζιλία, οι προεδρίες συχνά προσωποποιούν την ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη ή, αντιθέτως, για «νόμο και τάξη». Ηγεσίες που προβάλλουν ως εκφραστές του λαού ενσαρκώνουν την αριστοτελική διάσταση της κυριαρχίας του πλήθους μέσω ενός ατόμου. Ωστόσο, η οικονομική αστάθεια, η εξάρτηση από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς και η επιρροή ξένων επενδύσεων περιορίζουν την αυτονομία τους. Σε πολλές περιπτώσεις, η λαϊκή εντολή συγκρούεται με τη λογική των αγορών, οδηγώντας σε κύκλους κρίσης και απονομιμοποίησης.

Αυτό το μωσαϊκό φανερώνει ότι ο ευρύτερος δυτικός κόσμος βιώνει την ίδια ένταση που συναντήσαμε στις ΗΠΑ και την ΕΕ: οι κοινωνίες εξακολουθούν να επενδύουν στη μορφή του ηγέτη, είτε ως χαρισματικού προσώπου είτε ως θεσμικού εγγυητή, αλλά η πραγματικότητα της διάχυτης εξουσίας υπονομεύει την αποτελεσματικότητα αυτής της προσδοκίας. Οι αγορές, οι διεθνείς θεσμοί και οι τεχνολογικές πλατφόρμες δρουν ως «νέοι κυρίαρχοι» χωρίς πρόσωπο, διαμορφώνοντας την πολιτική ατζέντα ανεξαρτήτως της βούλησης των εκλεγμένων αρχόντων.

Η σύγκριση με τη Ρωσία και την Κίνα μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τα όρια και τις αντιφάσεις του δυτικού μοντέλου. Δεν πρόκειται για συστήματα προς μίμηση· αντίθετα, λειτουργούν ως εξωτερικοί καθρέφτες: μέσα από την αντίθεσή τους αποκαλύπτουν όψεις της ίδιας της δυτικής εμπειρίας που διαφορετικά θα παρέμεναν αφανείς. Η εικόνα της συγκεντρωτικής εξουσίας στη Μόσχα και στο Πεκίνο αντανακλά, με τρόπο αντιθετικό, τα δυτικά προβλήματα διάχυσης και αδυναμίας της κυριαρχίας.

Στη Ρωσία, η πολιτική εξουσία συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του Προέδρου. Στην πολιτική  όμως δεν υπάρχει μόνο το παρόν, αλλά και η ιστορικότητα που διαμορφώνει τα όρια και τις δυνατότητες κάθε καθεστώτος. Η Δύση συχνά ασκεί αυστηρή κριτική στη συγκεντρωτική εξουσία του Πούτιν· ωστόσο, πώς θα μπορούσε η Ρωσία να μη στραφεί σε μια τέτοια μορφή διακυβέρνησης, μετά την τραυματική εμπειρία της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της δεκαετίας του ’90;  

Η ανασφάλεια, η οικονομική κατάρρευση και η αίσθηση ταπείνωσης δημιούργησαν ένα συλλογικό αίτημα για σταθερότητα και ισχύ, στο οποίο απάντησε η σημερινή ρωσική μονοκρατορία. Έτσι, η αυταρχικότητα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα θεσμικής επιλογής, αλλά και ιστορικής μνήμης.

Ο πρόεδρος εμφανίζεται ως «εγγυητής του έθνους», κάτι που θυμίζει σε αριστοτελικούς όρους τον «έναν άριστο» που υπερτερεί όλων και άρα νομιμοποιείται να κυβερνά. Ωστόσο, η ρωσική πραγματικότητα απέχει από την αριστοτελική ιδέα της αρετής· η κυριαρχία εκφράζεται κυρίως μέσα από στρατιωτική ισχύ, έλεγχο της πληροφόρησης και εθνικιστική ρητορική.

Από τη σκοπιά της Δύσης, η ρωσική συγκεντρωτική εξουσία λειτουργεί σαν καθρέφτης που αντανακλά τα δικά της διλήμματα. Αν η ΕΕ και οι ΗΠΑ παλεύουν με την αδυναμία λήψης αποφάσεων λόγω θεσμικών περιορισμών, η Ρωσία δείχνει το «αντίθετο άκρο»: αποφασιστικότητα χωρίς θεσμικά φρένα. Αυτό όμως φανερώνει και την αντίφαση, η δυτική αδυναμία παράγει δυσλειτουργία, δηλαδή καθυστερήσεις, ατέρμονες διαπραγματεύσεις και συχνά απουσία αποτελεσματικής δράσης· ενώ η ρωσική μονοκρατορία παράγει στασιμότητα και αυταρχισμό, αφού η συγκέντρωση όλης της ισχύος σε ένα κέντρο εμποδίζει την καινοτομία, αποθαρρύνει την κοινωνική συμμετοχή και καταπνίγει κάθε διαφορετική φωνή. Με άλλα λόγια, εκεί όπου η Δύση παγιδεύεται στη διαδικασία, η Ρωσία παγιδεύεται στην επιβολή. Ο καθρέφτης δεν είναι επιθυμητός, αλλά βοηθά να φανεί το διακύβευμα: πώς να συνδυαστεί αποτελεσματικότητα με δημοκρατική νομιμοποίηση.

Στην Κίνα, αντίθετα με τη ρωσική προσωποκεντρική λογική, η διακυβέρνηση στηρίζεται στις συλλογικές αποφάσεις των οργάνων του Κομμουνιστικού Κόμματος. Θεωρητικά τουλάχιστον, ο στόχος δεν είναι απλώς η σταθερότητα ή η διατήρηση της ισχύος, αλλά ο μακροπρόθεσμος μετασχηματισμός της κοινωνίας σύμφωνα με τις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού. Αυτή η ιδεολογική διάσταση, έστω και αν στην πράξη συχνά υποχωρεί μπροστά σε οικονομικές ή γεωπολιτικές σκοπιμότητες, διαφοροποιεί το κινεζικό μοντέλο από το ρωσικό: εκεί όπου η Ρωσία αναζητά την αναπαραγωγή της κρατικής ισχύος μέσω ενός ηγέτη, η Κίνα οικοδομεί τη νομιμοποίησή της γύρω από ένα κόμμα που προβάλλει την ιστορική αποστολή της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης».

Η ηγεσία του κράτους παρουσιάζεται ως συλλογική και τεχνοκρατική, ενώ ο πρόεδρος ενσαρκώνει την ενότητα του κόμματος και του έθνους. Το κινεζικό μοντέλο συνδυάζει παραδοσιακές μορφές πολιτικής συγκεντροποίησης με σύγχρονα εργαλεία ψηφιακής παρακολούθησης και κοινωνικού ελέγχου. Στην πράξη, το κόμμα ελέγχει τα ίδια τα δίκτυα που, στη Δύση, λειτουργούν θεωρητικά ως αυτόνομες δυνάμεις (Big Tech, κοινωνικά μέσα).

Η Δύση συχνά επικρίνει την Κίνα για τον υψηλό βαθμό γραφειοκρατίας και συγκεντρωτισμού στα όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως το Πολιτικό Γραφείο και η Κεντρική Επιτροπή, όπου οι αποφάσεις περνούν μέσα από πολυεπίπεδη διαδικασία πριν υλοποιηθούν. Από δυτική οπτική, η διαδικασία αυτή φαίνεται αργή και δυσκίνητη, περιορίζοντας τη συμμετοχή και τη διαφάνεια, ενώ θεωρείται εμπόδιο στην ευελιξία και στη δημοκρατική νομιμοποίηση. Ωστόσο, για την κινεζική ηγεσία, η γραφειοκρατία λειτουργεί ως μηχανισμός σταθερότητας και συλλογικού ελέγχου, διασφαλίζοντας την εφαρμογή πολιτικών σε εθνικό επίπεδο και την ενοποίηση ενός πολυπληθούς και ποικιλόμορφου κοινωνικού σώματος. Η αντίθεση αυτή αναδεικνύει την κεντρική διαφορά ανάμεσα στη δυτική αντίληψη για αποτελεσματική διακυβέρνηση και την κινεζική προτεραιότητα στη συγκεντρωμένη, προγραμματισμένη εφαρμογή πολιτικών, η οποία εστιάζει στην ομαλή λειτουργία του κράτους και την επίτευξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών στόχων. 

Ως εξωτερικός καθρέφτης, η Κίνα δείχνει στη Δύση τι σημαίνει να έχεις κράτος-κυρίαρχο πάνω από τις αγορές και τις τεχνολογίες. Εκεί που οι δυτικοί θεσμοί δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τις ψηφιακές πλατφόρμες, το κινεζικό κράτος επιβάλλει αυστηρό έλεγχο. Ωστόσο, το τίμημα είναι η περιορισμένη ελευθερία, η λογοκρισία και η διαρκής επιτήρηση. Για τις δυτικές κοινωνίες, η Κίνα αναδεικνύει την αντίστροφη όψη του προβλήματος, εκεί όπου η διάχυτη εξουσία παράγει δημοκρατικό έλλειμμα, η συγκεντρωτική εξουσία παράγει υπερβολική σταθερότητα εις βάρος της ελευθερίας.

Ρωσία και Κίνα, λοιπόν, δεν αποτελούν απλώς «άλλες» μορφές διακυβέρνησης, αλλά λειτουργούν σαν καθρέφτες της δυτικής εμπειρίας. Η Ρωσία αναδεικνύει τι σημαίνει να συγκεντρώνεις όλη την εξουσία σε ένα πρόσωπο, η Κίνα δείχνει τι σημαίνει να ενσωματώνεις τα δίκτυα και τις αγορές στο κράτος. Και οι δύο, με διαφορετικούς τρόπους, επιβεβαιώνουν ότι η Δύση κινείται σε ένα ενδιάμεσο πεδίο, ανάμεσα στην αριστοτελική νοσταλγία για έναν καλό άρχοντα και στη σύγχρονη πραγματικότητα της διάχυτης, απρόσωπης κυριαρχίας.

Στη Ρωσία, η υπέρβαση του αυταρχισμού απαιτεί σταδιακή ενίσχυση των θεσμών ελέγχου και ισορροπίας, την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, και την ανάπτυξη συμμετοχικών δομών που επιτρέπουν στον πολίτη να έχει ρόλο στη λήψη αποφάσεων χωρίς να απειλείται η σταθερότητα. Η προοδευτική αποκέντρωση εξουσίας και η διεύρυνση της δημόσιας σφαίρας μπορεί να δημιουργήσουν μηχανισμούς νομιμοποίησης πέρα από την προσωποπαγή ηγεσία.

Στην Κίνα, η δυνατότητα αλλαγής προκύπτει μέσα από τη σταδιακή ενσωμάτωση συμμετοχικών ψηφιακών πλατφορμών, όπως η πολιτική των Ντανζιμπάο, που ήταν η δημόσια ανάρτηση απόψεων στην Κίνα επί Μάο Τσε Τουνγκ όπου λεγόταν «Ανακοίνωση Τοίχου» ή στα κινέζικα “Dazibao” (大字报), που να επιτρέπουν έστω περιορισμένη, ελεγχόμενη συμμετοχή των πολιτών. Μέσω αυτής της διαδικασίας, το κόμμα θα μπορούσε να αυξήσει τη νομιμοποίηση των αποφάσεων και να προωθήσει τη συλλογική ευφυΐα, διατηρώντας ταυτόχρονα την πολιτική σταθερότητα και την κεντρική κατεύθυνση.

Το ερώτημα που θέτει ο Αριστοτέλης –«τί δεῖ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως;»– παραμένει ζωντανό στον 21ο αιώνα. Στον πυρήνα του βρίσκεται η αναζήτηση του βέλτιστου φορέα εξουσίας, είναι ο ένας άριστος, οι ενάρετοι λίγοι, το πλήθος των πολιτών ή, αντιθέτως, ο τύραννος που επιβάλλει τη δική του βούληση; Για τον Αριστοτέλη, η πολιτική οργάνωση κρίνεται από τον τρόπο με τον οποίο υπηρετεί το κοινό καλό, με μέτρο και ισορροπία. 

Αντιθέτως, η σύγχρονη θεωρία της διάχυτης κυριαρχίας, που αναδύεται μέσα από την ανάλυση της «αυτοκρατορίας» και του «πλήθους», υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πλέον ένα κέντρο, ένας κυρίαρχος που να συγκεντρώνει όλη την εξουσία. Οι αγορές, τα δίκτυα επικοινωνίας, οι υπερεθνικοί θεσμοί και οι παγκόσμιες πλατφόρμες συνιστούν μορφές εξουσίας που δεν μπορούν να ενταχθούν στην αριστοτελική λογική της ιεράρχησης και της αρετής. Το «πλήθος», δηλαδή η πολλαπλότητα των κοινωνικών υποκειμένων, καθίσταται η δημιουργική δύναμη της ιστορίας, χωρίς να εκπροσωπείται από έναν άρχοντα ή ένα θεσμό.

Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, η θεωρία του πλήθους ανατρέπει αυτή τη λογική. Το πλήθος δεν χρειάζεται έναν ενάρετο κυβερνήτη· η εξουσία διαχέεται σε δίκτυα και πολυκεντρικές δομές, όπου η δημιουργικότητα και η επιρροή προκύπτουν από την αλληλεπίδραση και όχι από την αρετή ενός προσώπου. Η έννοια της αρετής αντικαθίσταται από τη συλλογική ευφυΐα, την επικοινωνία και την ευελιξία.  

Η σύγκρουση αυτή φαίνεται και στον τρόπο που οι δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν κρίσεις, οι ηγέτες εξακολουθούν να θεωρούνται απαραίτητοι για την καθοδήγηση· ταυτόχρονα, τα δίκτυα και οι κινητοποιήσεις χωρίς ηγεσία συχνά καθορίζουν το αποτέλεσμα ή επιβάλλουν αλλαγές. Το 2025, η έννοια της πολιτικής αρετής και η έννοια της συλλογικής ισχύος συνυπάρχουν σε μια συνεχή διαπραγμάτευση.

Η έννοια του εποικοδομήματος δηλώνει το σύνολο των πολιτικών, νομικών και θεσμικών μορφών που αναπτύσσονται πάνω στην κοινωνική και οικονομική βάση. Αναλογικά με την αριστοτελική προβληματική περί κυριαρχίας, η εξουσία δεν ορίζεται μόνο ως καταναγκασμός αλλά και ως νομιμοποίηση: η πόλις ή οι θεσμοί δημιουργούν πλαίσια μέσα στα οποία η συμμετοχή, η λογικότητα και η διακυβερνητική ευθύνη κατοχυρώνουν την κυριαρχία. Στο επίπεδο αυτό, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι ποιος κατέχει την εξουσία, αλλά πώς ασκείται και ελέγχεται, ιδιαίτερα η εκτελεστική και η νομοθετική, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις υπηρετούν το κοινό καλό και όχι προσωπικά ή συγκεντρωτικά συμφέροντα.

Η έννοια της άρνησης φωτίζει περαιτέρω αυτή τη δυναμική: δεν πρόκειται απλώς για κατάλυση των υπαρχουσών δομών, αλλά για υπέρβαση που ενσωματώνει τα στοιχεία τους σε νέες συνθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οι θεσμοί, ακόμη και όταν φαίνονται αμετάβλητοι, υπόκεινται σε ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις που ανοίγουν τον δρόμο για αναθεώρηση των μηχανισμών ελέγχου και νομιμοποίησης. Η άρνηση, επομένως, αναδεικνύει ότι η διακυβέρνηση δεν είναι στατική· η αποτελεσματικότητα και η δικαιοσύνη της εξουσίας εξαρτώνται από τη συνεχή επανεξέταση και τον έλεγχο των θεσμών που την συγκροτούν.

Στον Αριστοτέλη, η ερώτηση αφορά το ποιος πρέπει να είναι ο «κύριος της πόλης» και πώς η κυριαρχία συνδέεται με το κοινό καλό. Στη σύγχρονη πραγματικότητα, όμως, η εξουσία διαχέεται, δεν υπάρχει μόνο ένας κυρίαρχος φορέας, αλλά πολλαπλοί δρώντες – κράτη, υπερεθνικοί οργανισμοί, αγορές, τεχνολογικές πλατφόρμες, συλλογικότητες.

Καθώς η πόλη ή η κοινωνία μετασχηματίζεται, η θεμελιώδης πολιτική ανησυχία παραμένει: όχι απλώς ποιος κατέχει την κυριαρχία, αλλά πώς η εξουσία διαμορφώνεται, διαχέεται και ελέγχεται, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα συμφέροντα του συνόλου.

mail

Αλληλογραφία προς την Σύνταξη της «Γραφίδας»