Του Σωκράτη Αργύρη
[χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά και 15 δευτ.]
Το ζήτημα της αναγνώρισης του Παλαιστινιακού Κράτους αποτελεί έναν από τους πλέον σύνθετους τομείς της διεθνούς πολιτικής, καθώς συνδυάζει ιστορικά, νομικά και γεωπολιτικά στοιχεία που διατρέχουν πάνω από έναν αιώνα. Η Ελλάδα, αν και ιστορικά εκφράζει στήριξη στα παλαιστινιακά δικαιώματα, δεν έχει προχωρήσει σε πλήρη και επίσημη αναγνώριση, παρά το ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής τον Δεκέμβρη του 2015, κατά την επίσκεψη στην Ελλάδα του προέδρου της Παλαιστίνης, Μαχμούντ Αμπάς, στην Αθήνα, το οποίο καλούσε την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να αναγνωρίσει το Παλαιστινιακό Κράτος.
Αν και ποτέ δεν ρωτήθηκε έκτοτε ο Τσίπρας ή ο τότε ΥΠΕΞ ξανά γι’ αυτή την αναβολή που θεωρητικά απορρέει από την προσπάθεια της Ελλάδας να εξισορροπήσει την αόριστη υποστήριξη προς τον παλαιστινιακό λαό με τις στρατηγικές σχέσεις της με το Ισραήλ, καθώς και με τη θέση της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και μιλούσαν για ανεξάρτητη πατριωτική εξωτερική πολιτική.
Η ανάλυση του ζητήματος απαιτεί μια ενσωμάτωση ιστορικής, νομικής και γεωπολιτικής διάστασης, με έμφαση στα εδάφη, στις διεθνείς συμφωνίες και στις πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση.
Η περιοχή που σήμερα περιλαμβάνει το Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία από το 1517 έως το 1917, χωρίς να υπάρχει ανεξάρτητη διοικητική μονάδα με το όνομα «Παλαιστίνη».
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Κοινωνία των Εθνών ανέθεσε στη Βρετανία τη διοίκηση της περιοχής με τη Βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη (1920–1948). Η εντολή περιλάμβανε το Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη, τη Γάζα και την περιοχή που έγινε αργότερα η Ιορδανία.
Το 1921 η Βρετανία προχώρησε στη χωριστή διοικητική ρύθμιση της Υπεριορδανίας, αναθέτοντας την περιοχή ανατολικά του Ιορδάνη σε τοπική ηγεσία υπό βρετανικό έλεγχο, ενώ η Δυτική Παλαιστίνη παρέμεινε υπό την άμεση εντολή του Λονδίνου.
Το 1947, λόγω των αυξανόμενων συγκρούσεων μεταξύ εβραϊκού και αραβικού πληθυσμού, ο ΟΗΕ υπέβαλε το Σχέδιο Διαμελισμού (Απόφαση 181), προτείνοντας τη δημιουργία δύο κρατών και διεθνές καθεστώς για την Ιερουσαλήμ. Οι Εβραίοι ηγέτες το αποδέχθηκαν, ενώ οι Άραβες το απέρριψαν, θέτοντας τις βάσεις για τον Πόλεμο του 1948.
Μετά την ανακήρυξη του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948, ξέσπασε ο Πρώτος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος. Η επικράτεια του Ισραήλ μετά τον πόλεμο ήταν περίπου 78% της συνολικής έκτασης της Βρετανικής Εντολής, δηλαδή σημαντικά περισσότερη από τα 55% που του προέβλεπε το σχέδιο του ΟΗΕ. Το υπόλοιπο της Παλαιστίνης μοιράστηκε μεταξύ της Ιορδανίας (Δυτική Όχθη και Ανατολική Ιερουσαλήμ) και της Αιγύπτου (Γάζα). Η Ιερουσαλήμ χωρίστηκε σε δυτικό τμήμα υπό Ισραηλινό έλεγχο και ανατολικό υπό Ιορδανικό έλεγχο.
Το Ισραήλ κατέλαβε επιπλέον εδάφη που προορίζονταν για το αραβικό κράτος, όπως:
Τμήματα της Γαλιλαίας
Κεντρική Σαμάρεια
Το Νεγκέβ στη νότια έρημο
Από το σχέδιο του ΟΗΕ προέκυψε έτσι μια γεωγραφικά πιο συνεκτική επικράτεια για το Ισραήλ, ενώ η δημιουργία του παλαιστινιακού κράτους απέτυχε.
Κατά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948:
Η Ιορδανία κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Το 1950 προχώρησε σε μονομερή προσάρτηση της περιοχής, δηλαδή την προσάρτησε χωρίς συμφωνία με άλλες χώρες ή διεθνή αναγνώριση. Η προσάρτηση αυτή αναγνωρίστηκε μόνο από λίγες χώρες, γεγονός που δείχνει τη διεθνή αμφιλεγόμενη φύση της.
Κατά την περίοδο αυτή, οι Ιορδανοί είχαν πλήρη έλεγχο σε πολιτικό και αστυνομικό επίπεδο, εισέπρατταν φόρους και οι κάτοικοι της Δυτικής Όχθης είχαν εκπροσώπηση σε διεθνείς σχέσεις μέσω της Ιορδανίας. Με άλλα λόγια, η Δυτική Όχθη ενσωματώθηκε πλήρως στον ιορδανικό κρατικό μηχανισμό.
Το 1988, ο βασιλιάς Χουσεΐν αποφάσισε να αποκηρύξει οποιαδήποτε ιορδανική κυριαρχία στη Δυτική Όχθη και αναγνώρισε την PLO (Palestine Liberation Organization) ως τον νόμιμο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Αυτή η κίνηση είχε διπλό στόχο: αφενός να στηρίξει την παλαιστινιακή αυτοδιάθεση, αφετέρου να ξεκαθαρίσει τη θέση της Ιορδανίας όσον αφορά τις εδαφικές αξιώσεις.
Η Αίγυπτος κατέλαβε την Γάζα, χωρίς ποτέ να την προσαρτήσει ή να ασκήσει πλήρη κυριαρχία. Παρέμενε διοικητής αλλά αναγνώριζε ότι η περιοχή ανήκει στον παλαιστινιακό λαό. Το 1979, με τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, η Αίγυπτος επέστρεψε στο Σινά και επιβεβαίωσε τη μη-διεκδίκηση της Γάζας.
Στον πόλεμο των 6 ημερών το 1967, το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ, τη Λωρίδα της Γάζας, τα Υψίπεδα του Γκολάν και το Σινά (το Σινά επιστράφηκε το 1982).
Η Δυτική Όχθη και η Γάζα θεωρούνται διεθνώς κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, με περιορισμένη αυτοδιοίκηση υπό την Παλαιστινιακή Αρχή, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Η Ιερουσαλήμ αποτελεί κεντρικό σημείο σύγκρουσης λόγω της θρησκευτικής, ιστορικής και πολιτικής της σημασίας. Το Τέμενος Αλ-Άκσα, που βρίσκεται στην Παλαιστίνιακή συνοικία της Παλιάς Πόλης, θεωρείται η τρίτη ιερότερη τοποθεσία του Ισλάμ και αποτελεί μέρος της περιοχής γνωστής ως Όρος του Ναού (Haram al-Sharif για τους μουσουλμάνους, Temple Mount για τους Εβραίους).
Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967), το Ισραήλ κατέλαβε την Ανατολική Ιερουσαλήμ, συμπεριλαμβανομένου του Όρους του Ναού, αλλά διατήρησε την διαχείριση του Αλ-Άκσα υπό το Ισλαμικό Waqf, με την πολιτική ευθύνη να παραμένει σε ισραηλινό έλεγχο ασφαλείας. Η κατάσταση αυτή διασφαλίζει ότι:
1. Οι μουσουλμάνοι έχουν πρόσβαση και θρησκευτική διοίκηση στο τέμενος.
2. Το Ισραήλ διατηρεί στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο στην ευρύτερη περιοχή.
Η σύγκρουση γύρω από το Αλ-Άκσα παραμένει σημαντικός παράγοντας έντασης, καθώς τυχόν μονομερής αλλαγή του καθεστώτος του θεωρείται προκλητική από τον παλαιστινιακό και ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο. Η συμβολική σημασία του επηρεάζει άμεσα τις διαπραγματεύσεις για την Ιερουσαλήμ και για συνολική λύση δύο κρατών.
Οι Συμφωνίες του Όσλο (1993–1995) αποτέλεσαν μια καμπή στην ιστορία της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, καθώς σηματοδότησαν την πρώτη επίσημη αναγνώριση μεταξύ του Ισραήλ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Στόχος τους ήταν η σταδιακή οικοδόμηση εμπιστοσύνης και η δημιουργία θεσμών που θα οδηγούσαν σε μια μελλοντική, οριστική ειρηνευτική συμφωνία. Στο πλαίσιο αυτό ιδρύθηκε η Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία ανέλαβε περιορισμένες μορφές αυτοδιοίκησης στις παλαιστινιακές περιοχές.
Η πιο καθοριστική πτυχή των συμφωνιών ήταν η γεωγραφική διαίρεση της Δυτικής Όχθης σε τρεις κατηγορίες ζωνών διοίκησης και ελέγχου.
Η Περιοχή Α τέθηκε υπό πλήρη πολιτική και αστυνομική ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής και περιλάμβανε τις κύριες παλαιστινιακές πόλεις.
Η Περιοχή Β αποτέλεσε ενδιάμεση λύση, με την Παλαιστινιακή Αρχή να ασκεί πολιτική διοίκηση αλλά την ασφάλεια να παραμένει υπό ισραηλινό έλεγχο, αντανακλώντας την αμφιθυμία και την έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Τέλος, η Περιοχή Γ, που καλύπτει περίπου το 60% της Δυτικής Όχθης, διατηρήθηκε υπό πλήρη ισραηλινό στρατιωτικό και διοικητικό έλεγχο· σε αυτήν ανήκουν οι περισσότερες εκτάσεις γης, οι οικισμοί και οι στρατηγικές υποδομές.
Η διάρθρωση αυτή είχε βαθιές συνέπειες. Ενώ αρχικά παρουσιάστηκε ως προσωρινή, εν αναμονή μιας συνολικής λύσης, στην πράξη παγίωσε μια κατακερματισμένη γεωγραφία. Οι παλαιστινιακοί θύλακες των Περιοχών Α και Β κατέληξαν να μοιάζουν με νησίδες αυτοδιοίκησης χωρίς εδαφική συνέχεια, γεγονός που περιόρισε τη λειτουργικότητα της Παλαιστινιακής Αρχής και ενίσχυσε την εξάρτησή της από το Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, ο ισραηλινός έλεγχος στην Περιοχή Γ επέτρεψε την επέκταση οικισμών και τον αυστηρό έλεγχο της γης και των φυσικών πόρων, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι προοπτικές ενός μελλοντικού βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους.
Η Δυτική Όχθη έχει συνολική έκταση περίπου 5.655 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Με βάση τις Συμφωνίες του Όσλο, η περιοχή χωρίστηκε ως εξής:
Περιοχή Α: καλύπτει περίπου 18% της Δυτικής Όχθης (περίπου 1.000 km²), όπου οι παλαιστινιακές αρχές έχουν τον πλήρη πολιτικό και αστυνομικό έλεγχο. Εδώ βρίσκονται οι περισσότερες μεγάλες παλαιστινιακές πόλεις, όπως η Ραμάλα, η Βηθλεέμ, η Ναμπλούς και η Τζενίν.
Περιοχή Β: καταλαμβάνει περίπου 22% της Δυτικής Όχθης (περίπου 1.250 km²), με την Παλαιστινιακή Αρχή να ασκεί πολιτική διοίκηση, αλλά με το Ισραήλ να διατηρεί την ευθύνη για την ασφάλεια. Στις περιοχές αυτές περιλαμβάνονται εκατοντάδες παλαιστινιακά χωριά.
Περιοχή Γ: εκτείνεται στο υπόλοιπο 60% της Δυτικής Όχθης (περίπου 3.400 km²) και παραμένει υπό πλήρη ισραηλινό έλεγχο. Εδώ βρίσκονται οι ισραηλινοί οικισμοί, στρατιωτικές βάσεις, καθώς και οι περισσότερες εκτάσεις γεωργικής γης και φυσικών πόρων.
Αν και η πρόθεση των Συμφωνιών του Όσλο ήταν η προσωρινή εφαρμογή αυτής της διάκρισης –με προοπτική να λυθεί οριστικά το ζήτημα σε διάστημα πέντε ετών– στην πράξη η διαδικασία «πάγωσε». Υπήρξαν αρκετοί λόγοι για την αποτυχία:
1. Έλλειψη εμπιστοσύνης: Και οι δύο πλευρές κατηγορούσαν η μία την άλλη για παραβιάσεις. Οι Παλαιστίνιοι θεωρούσαν ότι η επέκταση των ισραηλινών οικισμών αναιρούσε το πνεύμα της συμφωνίας, ενώ οι Ισραηλινοί ανησυχούσαν για επιθέσεις που συνέχισαν να πραγματοποιούνται από παλαιστινιακές οργανώσεις.
2. Ασυμμετρία ισχύος: Η Παλαιστινιακή Αρχή είχε περιορισμένες αρμοδιότητες και εξάρτηση από το Ισραήλ σε ζητήματα οικονομίας, πόρων και μετακίνησης. Αυτό περιόρισε τη δυνατότητα δημιουργίας ενός βιώσιμου «κράτους εν αναμονή».
3. Πολιτικές αντιστάσεις: Στο εσωτερικό του Ισραήλ, η ισχυρή αντίδραση από δεξιές πολιτικές δυνάμεις και τους εποίκους οδήγησε σε ανατροπή της πολιτικής δυναμικής που είχε στηρίξει αρχικά τις Συμφωνίες. Αντίστοιχα, στην παλαιστινιακή κοινωνία υπήρξε μεγάλη δυσαρέσκεια, καθώς η καθημερινότητα δεν βελτιώθηκε αισθητά.
4. Βία και αδιέξοδα: Η δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν το 1995 από Ισραηλινό ακροδεξιό, οι συνεχείς τρομοκρατικές επιθέσεις αλλά και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις υπονόμευσαν τη διαδικασία ειρήνευσης.
Ιστορικά, οι Συμφωνίες του Όσλο συμβολίζουν τόσο την ελπίδα μιας ειρηνικής συνύπαρξης όσο και την απογοήτευση που ακολούθησε, καθώς το προσωρινό καθεστώς που θεσμοθέτησαν μετατράπηκε σε μόνιμη πραγματικότητα αφού δεν όρισαν οριστικά σύνορα. Το ουσιαστικό συμπέρασμα είναι ότι οι συμφωνίες δεν έλυσαν το ζήτημα, αλλά δημιούργησαν ένα πλαίσιο διοίκησης που εξακολουθεί να καθορίζει τις ισορροπίες και να γεννά εντάσεις μέχρι σήμερα. Η έλλειψη σαφούς οριοθέτησης εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό εμπόδιο σε οποιαδήποτε τελική διευθέτηση.
Η αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και εποίκων από τη Λωρίδα της Γάζας πραγματοποιήθηκε το 2005, στο πλαίσιο του «Σχεδίου Disengagement» που προώθησε ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Αριέλ Σαρόν, με στόχο να μειώσει το κόστος της στρατιωτικής παρουσίας, να ενισχύσει την ασφάλεια του Ισραήλ και να αναδιαμορφώσει μονομερώς τα σύνορα.
Μετά το 2007, η κατάσταση στην Παλαιστίνη απέκτησε μια νέα διάσταση, καθώς η Λωρίδα της Γάζας πέρασε υπό τον έλεγχο της Χαμάς, με την Παλαιστινιακή Αρχή να περιορίζεται ουσιαστικά μόνο σε τμήματα της Δυτικής Όχθης. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το παλαιστινιακό πολιτικό σώμα βρέθηκε διαιρεμένο σε δύο ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας: αφενός η Παλαιστινιακή Αρχή, που διατηρεί περιορισμένη και κατακερματισμένη κυριαρχία σε τμήματα της Δυτικής Όχθης, και αφετέρου η Χαμάς, η οποία ελέγχει πλήρως τη Γάζα. Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε τη γεωγραφική και πολιτική αποσπασματικότητα του παλαιστινιακού χώρου, αφήνοντας μεγάλα τμήματα υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Ισραήλ και άλλα υπό τη διοίκηση μιας οργάνωσης που θεωρείται από πολλές χώρες τρομοκρατική.
Η ανάδειξη της Χαμάς στη Γάζα συνδέεται με το πολιτικό αδιέξοδο που ακολούθησε τις Συμφωνίες του Όσλο, αλλά και με τις εσωτερικές παλαιστινιακές δυναμικές. Η Χαμάς, ιδρυμένη το 1987 κατά την πρώτη Ιντιφάντα, συνδύαζε ισλαμικό ιδεολογικό υπόβαθρο με κοινωνικές και φιλανθρωπικές δράσεις που της εξασφάλισαν λαϊκή απήχηση. Σε αντίθεση με την Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία κατηγορούνταν για διαφθορά και αδυναμία επίτευξης χειροπιαστών αποτελεσμάτων, η Χαμάς παρουσίαζε τον εαυτό της ως δύναμη «αντίστασης» απέναντι στην ισραηλινή κατοχή.
Το 2006, στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν με διεθνή εποπτεία, η Χαμάς κατήγαγε μια απροσδόκητη νίκη έναντι της Φατάχ, του κυρίαρχου μέχρι τότε κινήματος που στήριζε την Παλαιστινιακή Αρχή. Η νίκη αυτή οδήγησε σε έντονες συγκρούσεις για τον έλεγχο των παλαιστινιακών θεσμών. Η διεθνής κοινότητα, μη αναγνωρίζοντας την κυβέρνηση της Χαμάς λόγω της άρνησής της να αναγνωρίσει το Ισραήλ και να αποκηρύξει τη βία, προχώρησε σε αποκλεισμό της. Η ένταση κλιμακώθηκε σε ανοιχτή ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Φατάχ και Χαμάς, η οποία κορυφώθηκε τον Ιούνιο του 2007 με την πλήρη επικράτηση της Χαμάς στη Γάζα.
Οι τελευταίες παλαιστινιακές βουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν το 2006, οπότε και νίκησε απροσδόκητα η Χαμάς, ενώ ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς (εκλεγμένος το 2005) δεν προχώρησε σε νέες εκλογές έκτοτε, επικαλούμενος το πολιτικό και γεωγραφικό χάσμα ανάμεσα στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, τον συνεχιζόμενο διχασμό με τη Χαμάς, αλλά και τον φόβο ότι μια νέα εκλογική αναμέτρηση θα οδηγούσε σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση.
Η διεθνής κοινότητα έχει προχωρήσει σε διάφορα στάδια αναγνώρισης του Παλαιστινιακού Κράτους. Πάνω από 140 χώρες έχουν αναγνωρίσει το κράτος, κυρίως σε διπλωματικό και συμβολικό επίπεδο. Το 2025, οι χώρες όπως η Γαλλία, η Βρετανία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Πορτογαλία εξέφρασαν την αναγνώριση, χωρίς όμως να συνοδεύεται από κατάθεση λεπτομερών χαρτών ή σαφή οριοθέτηση.
Η αναγνώριση πρέπει να βασίζεται στα σύνορα της 4ης Ιουνίου 1967, δηλαδή τη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Λωρίδα της Γάζας, με την επιφύλαξη πιθανών μελλοντικών αμοιβαίων συμφωνημένων ανταλλαγών εδαφών. Αυτό σημαίνει ότι η αναγνώριση δεν αφορά σε πρακτική αλλαγή επί του εδάφους, αλλά κυρίως στην πολιτική και διπλωματική στήριξη του δικαιώματος των Παλαιστινίων σε κράτος.
Οι αποφάσεις αυτές επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα βλέπει την αναγνώριση ως μέσο πολιτικής πίεσης και υποστήριξης διαπραγματεύσεων, ενώ η πραγματική κατάσταση στο πεδίο παραμένει σύνθετη λόγω της κατοχής, των εποικισμών και της κατακερματισμένης διοίκησης.
Παράλληλα, παρατηρείται ένα πολιτικό παράδοξο στην ελληνική πολιτική σκηνή, είναι ότι το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και ορισμένοι αποχωρήσαντες βουλευτές του, που σχημάτισαν νέο κοινοβουλευτικό σχήμα, ζητούν εκ των υστέρων την αναγνώριση του Παλαιστινιακού Κράτους χωρίς κατάθεση συγκεκριμένων χαρτών.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της θητείας τους στην κυβέρνηση Τσίπρα δεν υπήρξε αντίστοιχη πρωτοβουλία για να προχωρήσει η αναγνώριση, παρά τις δημόσιες δηλώσεις στήριξης. Αυτό υπογραμμίζει την τάση του ελληνικού πολιτικού λόγου να συνδυάζει συμβολική στήριξη με προσεκτική, διπλωματικά προσδιορισμένη στάση απέναντι στις στρατηγικές σχέσεις με το Ισραήλ και την ευρύτερη διεθνή κοινότητα.
Η υπόθεση του Παλαιστινιακού Κράτους αναδεικνύει ένα διαρκές χάσμα μεταξύ συμβολικού/διπλωματικού επιπέδου αναγνωρίσεων και της πραγματικής κατάστασης επί του πεδίου.
Τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν αυτή τη δυναμική είναι:
1. Η συνεχιζόμενη ισραηλινή κατοχή και η παρουσία εποικισμών στη Δυτική Όχθη.
2, Η πολιτική διχοτόμηση των Παλαιστινίων (ΠΑ στη Δυτική Όχθη, Χαμάς στη Γάζα).
3. Η ιστορική παρακαταθήκη των αποφάσεων του ΟΗΕ, των Συμφωνιών του Όσλο και των μονομερών ενεργειών Ιορδανίας και Αιγύπτου.
Η διεθνής αναγνώριση παραμένει πολιτική πράξη με ισχυρή συμβολική και διπλωματική βαρύτητα, αλλά το Παλαιστινιακό παραμένει ανοιχτό λόγω της συνύπαρξης αδιεξόδου επί του εδάφους και διπλωματικών κινήσεων χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.
