Του Σωκράτη Αργύρη
Το Παλαιστινιακό ζήτημα αποτελεί διαχρονικά έναν από τους πλέον περίπλοκους και ανθεκτικούς κόμβους διεθνούς αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Από το 1967, οπότε και η ισραηλινή στρατιωτική νίκη στον Πόλεμο των Έξι Ημερών οδήγησε στην κατοχή της Δυτικής Όχθης, της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Λωρίδας της Γάζας, το παλαιστινιακό εθνικό ζήτημα συνδέθηκε οργανικά με το διεθνές δίκαιο, την ισορροπία δυνάμεων στον αραβικό κόσμο και την παγκόσμια στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι προσπάθειες επίλυσης του ζητήματος δεν περιορίστηκαν μόνο σε τοπικό ή διμερές επίπεδο· αντίθετα, αναδείχθηκαν σε καθοριστικό πεδίο άσκησης διεθνούς διπλωματίας, όπου διασταυρώθηκαν οι πολιτικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών, της Σοβιετικής Ένωσης και αργότερα της Ρωσίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και κρίσιμων περιφερειακών δρώντων όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και η Τουρκία.
Η σημασία του Παλαιστινιακού δεν προκύπτει μόνο από την τοπική διάσταση της αντιπαράθεσης Ισραηλινών και Παλαιστινίων, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο το ζήτημα λειτουργεί ως καθρέφτης των περιφερειακών συσχετισμών ισχύος και των μεγάλων στρατηγικών συγκρούσεων της εποχής. Στη δεκαετία του 1970, η υπόθεση της παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης αποτέλεσε κεντρικό άξονα αραβικής ενότητας, ιδίως μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973 και την επακόλουθη πετρελαϊκή κρίση. Στη δεκαετία του 1990, αντιθέτως, το Παλαιστινιακό βρέθηκε στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας διπλωματικής προσπάθειας, καθώς η μεταψυχροπολεμική συγκυρία και ο Α΄ Πόλεμος στον Κόλπο δημιούργησαν ένα μοναδικό παράθυρο συνεργασίας ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση. Η Συνδιάσκεψη της Μαδρίτης (1991) και οι Συμφωνίες του Όσλο (1993) αποτέλεσαν κορυφαία σημεία αυτής της ιστορικής συγκυρίας, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν μια οριστική και βιώσιμη διευθέτηση.
Αντίστοιχα, ο Β΄ Πόλεμος στο Ιράκ το 2003 εγκαινίασε μια νέα περίοδο εντατικοποίησης των διεθνών προσπαθειών για ειρήνη. Η κυβέρνηση Μπους, στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής αναδιαμόρφωσης της Μέσης Ανατολής, προώθησε τον «Roadmap for Peace» υπό την αιγίδα του Κουαρτέτου για τη Μέση Ανατολή (Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ρωσία, ΟΗΕ). Η απόπειρα αυτή συνοδεύτηκε το 2007 από τη «Annapolis Conference», μια διεθνή πρωτοβουλία που φιλοδοξούσε να αναζωογονήσει τις ειρηνευτικές συνομιλίες και να θέσει ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα για τη λύση δύο κρατών. Όπως και οι προηγούμενες, έτσι και αυτές οι πρωτοβουλίες κατέρρευσαν μέσα σε ένα περιβάλλον πολιτικής αστάθειας, βίας και στρατηγικής δυσπιστίας.
Η ιστορική εξέλιξη του Παλαιστινιακού δείχνει ότι οι διεθνείς συγκυρίες, είτε πόλεμοι μεγάλης κλίμακας όπως στο Ιράκ είτε μεταψυχροπολεμικές ισορροπίες, λειτούργησαν ως καταλύτες για την επανέναρξη διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, το βάθος των τοπικών αντιθέσεων, η γεωπολιτική αντιπαλότητα και η έλλειψη εμπιστοσύνης εμπόδισαν την υλοποίηση βιώσιμων συμφωνιών. Το αποκορύφωμα αυτής της αδυναμίας αποτυπώθηκε δραματικά στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023, όταν η Χαμάς προχώρησε σε μια αιφνιδιαστική, μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Ισραήλ, προκαλώντας μια πρωτοφανή κρίση που επανέφερε το Παλαιστινιακό στην πρώτη γραμμή της διεθνούς πολιτικής ατζέντας. Η ισραηλινή απάντηση, με καταστροφικές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό της Γάζας, αποκάλυψε εκ νέου τον φαύλο κύκλο βίας και την ανικανότητα του διεθνούς συστήματος να προωθήσει μια ισορροπημένη και εφαρμόσιμη λύση.
Ας εξετάσουμε την πορεία του Παλαιστινιακού ζητήματος από το 1967 έως το 2025, αναδεικνύοντας τις κομβικές στιγμές, τις στρατηγικές επιλογές των βασικών δρώντων και τον ρόλο της διεθνούς κοινότητας. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στις προσπάθειες που αναλήφθηκαν υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών και της διεθνούς διπλωματίας κατά και μετά τους δύο πολέμους στο Ιράκ, καθώς και στις επιπτώσεις που είχαν για τη διαπραγματευτική διαδικασία και τους περιφερειακούς συσχετισμούς. Μέσα από αυτή την ανάλυση θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί γιατί, παρά τις κατά καιρούς υψηλές προσδοκίες, η ειρηνευτική διαδικασία κατέρρευσε επανειλημμένα και ποια είναι τα στρατηγικά διδάγματα που προκύπτουν για τη διεθνή πολιτική.
Η περίοδος 1967–1987 καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το σύγχρονο περίγραμμα του παλαιστινιακού ζητήματος. Η ταχεία και καθοριστική ήττα των αραβικών κρατών στον Πόλεμο των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967 δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα: η ισραηλινή κατοχή της Δυτικής Όχθης, της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Λωρίδας της Γάζας — και, συνακόλουθα, η παγίωση του ζητήματος της εδαφικής διευθέτησης ως κεντρικού κόμβου της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης. Η μεταβολή αυτή δεν ήταν απλά στρατιωτική ή γεωγραφική· υπηρέτησε ως καταλύτης για την ανασύνταξη της παλαιστινιακής πολιτικής, για την επανατοποθέτηση των περιφερειακών δυνάμεων και για την ανάδυση διεθνών πρωτοβουλιών που θα προσπάθησαν — με αμφίβολη επιτυχία — να θεσμοθετήσουν μια «land-for-peace» λογική.
Η υιοθέτηση του Ψηφίσματος 242 της 22ας Νοεμβρίου 1967*, που διατύπωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ομόφωνα και ζητούσε την απόσυρση του Ισραήλ από τα εδάφη που κατείχαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αντάλλαγμα «τον τερματισμό όλων των αξιώσεων ή των εμπόλεμων κρατών» και «αναγνώριση της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας» και πολιτική ανεξαρτησία κάθε κράτους της περιοχής, υπήρξε θεμελιώδης νομική και πολιτική αναφορά για τις επόμενες δεκαετίες. Το ψήφισμα, αν και εσκεμμένα αόριστο σε ορισμένους όρους (π.χ. στο πώς ερμηνεύεται το «από» της διατύπωσης για την απόσυρση), διαμόρφωσε το διπλωματικό πλαίσιο στο οποίο θα κινούνταν τόσο οι αραβικές πρωτοβουλίες όσο και η διεθνής διαμεσολάβηση. Το 242 έδωσε, ταυτόχρονα, την κάλυψη για πολιτικές λύσεις που θα συνέδεαν εδαφικές παραχωρήσεις με εξασφαλίσεις ασφαλείας — μια λογική που θα διέπει και τις μετέπειτα ειρηνευτικές προσπάθειες.
Παρά την ενίσχυση του διεθνούς νομικού πλαισίου, η παλαιστινιακή ηγεμονία επανασχηματίστηκε μέσα από εσωτερικές και περιφερειακές συγκρούσεις. Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), και ιδιαίτερα το κίνημα Fatah υπό την ηγεσία του Γιάσερ Αραφάτ, κέρδισε προοδευτικά αναγνώριση ως εξουσιοδοτημένος κοινοτικός εκπρόσωπος — εξέλιξη που κορυφώθηκε με την πρόσκληση και την ομιλία του Αραφάτ στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1974, ένα γεγονός συμβολικά σημαντικό για τη διεθνοποίηση της παλαιστινιακής υπόθεσης. Η συστηματική καταγραφή των δραστηριοτήτων της PLO, σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα ορισμένων παλαιστινιακών ομάδων να διεξάγουν ένοπλη δράση, μετέτρεψε την PLO σε κύριο αποδέκτη διπλωματικών διαβουλεύσεων αλλά και σε στόχο στρατιωτικών αντιδράσεων.
Η δεκαετία του 1970 σημαδεύτηκε από δύο παράλληλα φαινόμενα: την προσπάθεια ενδυνάμωσης της παλαιστινιακής διπλωματικής εκπροσώπησης και τη διαρκή αποσταθεροποίηση από ένοπλες αναμετρήσεις σε περιφερειακό επίπεδο. Η κρίση Ιορδανίας –PLO, γνωστή ως «Μαύρος Σεπτέμβρης» (1970), έδειξε την τρωτότητα της παλαιστινιακής παρουσίας σε κράτη υποδοχής και ανάγκασε μεγάλο μέρος των ένοπλων ομάδων να αναζητήσουν νέες βάσεις — με τεκτονικές συνέπειες για τη μεταγενέστερη εγκατάσταση της PLO στον λιβανέζικο χώρο. Η εσωτερική απομόνωση και ο κατακερματισμός της παλαιστινιακής δραστηριότητας ενίσχυσαν την τάση στρατιωτικής χρήσης της βίας παρά τη δομή διπλωματικής εκπροσώπησης.
Η εγκατάσταση της PLO στο Λίβανο και η όξυνση της εκεί κατάστασης μετέτρεψαν τη χώρα σε θερμοδυναμικό πεδίο για τον αραβο-ισραηλινό ανταγωνισμό. Η ισραηλινή επέμβαση στο Λίβανο το 1982, με στόχο την απομάκρυνση των παλαιστινίων μαχητών από τα νότια σύνορα, κατέληξε στην πολιορκία της Βηρυτού, στην υποχρεωτική απομάκρυνση της PLO και σε πρακτικές που προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή — μεταξύ των οποίων η σφαγή στους προσφυγικούς καταυλισμούς Sabra και Shatila, όπου μαχητικές δυνάμεις φιλο-ισραηλών παραστρατιωτικών διέπραξαν μαζικές δολοφονίες πολιτών υπό συνθήκες που οδήγησαν σε διεθνή αντιδράσεις και ερωτήματα για την ευθύνη της ισραηλινής κατοχής και των διεθνών εγγυήσεων. Η έξωση της PLO από το λιβανέζικο πεδίο διαμόρφωσε μακροπρόθεσμα την περιφερειακή ισορροπία και άνοιξε χώρο για άλλους μη-παραδοσιακούς παράγοντες (π.χ. την άνοδο της Hezbollah) που θα αναπλήρωναν το κενό της ένοπλης παλαιστινιακής παρουσίας στο Λίβανο.
Παράλληλα, η διπλωματική σκακιέρα γνώρισε σημαντικές μεταβολές: η πρωτοβουλία του Camp David (1978) και η ειρήνη Ισραήλ–Αιγύπτου (1979) έδειξαν ότι ένα κράτος αραβικό μπορούσε να συνάψει ξεχωριστή διευθέτηση με το Ισραήλ, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησαν έντονο αίσθημα προδοσίας στην αραβική κοινή γνώμη και μείωσαν την αίσθηση συλλογικής πίεσης προς το Τελ Αβίβ για την επίτευξη συνολικής λύσης υπέρ των Παλαιστινίων. Η απομόνωση του παλαιστινιακού αιτήματος από σημαντικά τμήματα της αραβικής διπλωματίας περιόρισε τις επιλογές πίεσης έναντι του Ισραήλ και μετέθεσε το κέντρο βάρους σε πολυμερείς μηχανισμούς (ΟΗΕ και αργότερα ειδικότερα φόρουμ) για τη διαπραγμάτευση.
Το τέλος της περιόδου, στα 1987, βρίσκει τους Παλαιστίνιους σε κατάσταση διεθνούς διπλωματικής αναγνώρισης και ταυτόχρονα σε κοινωνική και πολιτική απογοήτευση: η συσσώρευση δεκαετιών κατοχής, η διεύρυνση των εποικισμών, οι οικονομικές πιέσεις και η έλλειψη πολιτικής οδού προς μια βιώσιμη λύση δημιούργησαν το υπόστρωμα για τη μαζική εξέγερση που θα ξέσπαγε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους — την Πρώτη Ιντιφάντα. Το ξέσπασμα της Ιντιφάντα, πυροδοτούμενο από ένα συγκεκριμένο περιστατικό στο Erez/Jabalia αλλά ριζωμένο σε ευρύτερες δομές αδικίας και απουσίας ορατού πολιτικού ορίζοντα, μαρτυρά ότι η σταθερότητα είχε εξαντληθεί και ότι η νέα φάση του παλαιστινιακού αγώνα θα ήταν πλέον μαζική, κοινωνικά ευρεία και διπλωματικά καθοριστική.
Η έκρηξη της Πρώτης Ιντιφάντα τον Δεκέμβριο του 1987 σηματοδότησε μια θεμελιακή αλλαγή στη δυναμική του παλαιστινιακού ζητήματος. Για πρώτη φορά από το 1967, η αντίσταση απέναντι στην ισραηλινή κατοχή πήρε τη μορφή μιας μαζικής, κοινωνικής εξέγερσης που εκδηλώθηκε κυρίως μέσα στα κατεχόμενα εδάφη και όχι στις διασπορικές κοινότητες ή στα στρατόπεδα εκπαίδευσης των παλαιστινιακών οργανώσεων. Η Ιντιφάντα δεν ήταν μόνο ένα ξέσπασμα βίας· ήταν ένα πολύπλευρο κίνημα πολιτικής ανυπακοής, τοπικών απεργιών, μποϊκοτάζ ισραηλινών προϊόντων, αλλά και νεανικής αντιπαράθεσης με τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής μέσω «πετροπόλεμου».
Η εξέγερση είχε δύο καθοριστικά αποτελέσματα. Πρώτον, επανατοποθέτησε το παλαιστινιακό ζήτημα στην καρδιά της διεθνούς ατζέντας. Εικόνες από τις συγκρούσεις στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη κυριάρχησαν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, προκαλώντας ισχυρή κριτική για την ισραηλινή χρήση δυσανάλογης βίας εναντίον αμάχων. Η διπλωματική εικόνα του Ισραήλ υπέστη σοβαρή φθορά, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ενώ η PLO κατόρθωσε να ενισχύσει τη νομιμοποίησή της ως εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού.
Δεύτερον, η Ιντιφάντα ανέδειξε νέους εσωτερικούς δρώντες. Στη Γάζα, το κίνημα της Χαμάς, που ιδρύθηκε το 1987 ως παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία δραστηριοποιούνταν ήδη στη Γάζα από τις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Το ερώτημα, δεν είναι μόνο γιατί δημιουργήθηκε η Χαμάς, αλλά και γιατί η ίδρυσή της δεν έγινε νωρίτερα.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, σε όλο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, είχε ως βασική στρατηγική την εστίαση στο κοινωνικό και θρησκευτικό έργο. Η δράση της επικεντρωνόταν σε τζαμιά, φιλανθρωπικά ιδρύματα, σχολεία και ιατρικές υπηρεσίες, αποφεύγοντας να αναλάβει ενεργό ρόλο στον ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Σε αντίθεση με την PLO και τη Φατάχ, που από τη δεκαετία του 1960 προέβαλλαν τον εθνικισμό και την ένοπλη αντίσταση, η Αδελφότητα υιοθετούσε μια πιο μακροπρόθεσμη προσέγγιση: τη θρησκευτική και κοινωνική διαπαιδαγώγηση, προκειμένου να οικοδομήσει μια ισχυρή ισλαμική κοινωνία.
Επιπλέον, η πολιτική ηγεμονία της PLO δεν άφηνε περιθώρια για την ανάπτυξη μιας ισλαμιστικής πολιτικο-στρατιωτικής δύναμης. Η PLO είχε καθιερωθεί διεθνώς ως ο αποκλειστικός εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού και απολάμβανε ευρείας αποδοχής στο εσωτερικό. Στο πλαίσιο αυτό, η Αδελφότητα προτίμησε να αποφύγει μια άμεση αντιπαράθεση και να συνεχίσει την κοινωνική της δράση, που της εξασφάλιζε αυξανόμενη επιρροή στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη.
Το σκηνικό άλλαξε ριζικά με την έκρηξη της Πρώτης Ιντιφάντα τον Δεκέμβριο του 1987. Η μαζική εξέγερση των Παλαιστινίων εναντίον της ισραηλινής κατοχής δημιούργησε νέες πιέσεις και νέες ευκαιρίες. Σε αυτήν τη συγκυρία, η Μουσουλμανική Αδελφότητα βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: είτε να παραμείνει αφοσιωμένη αποκλειστικά στο κοινωνικό της έργο, ρισκάροντας να περιθωριοποιηθεί, είτε να αναλάβει ενεργό ρόλο στον εθνικό αγώνα. Η επιλογή της δεύτερης οδού οδήγησε στη δημιουργία της Χαμάς (Harakat al-Muqawama al-Islamiya – Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης).
Η ίδρυση της Χαμάς αντανακλούσε τόσο την ανάγκη να συνδεθεί η παλαιστινιακή υπόθεση με την ισλαμική ιδεολογία, όσο και την πρόθεση να εκφραστεί μια εναλλακτική φωνή απέναντι στην PLO και στις διαπραγματευτικές της επιλογές. Το καταστατικό της οργάνωσης, που δημοσιεύθηκε το 1988, τόνιζε τον συνδυασμό θρησκευτικής πίστης και εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, απορρίπτοντας κάθε μορφή αναγνώρισης του κράτους του Ισραήλ και θέτοντας ως στόχο την απελευθέρωση ολόκληρης της ιστορικής Παλαιστίνης.
Δεν πρέπει, τέλος, να παραβλεφθεί το ευρύτερο περιφερειακό πλαίσιο. Η Ιρανική Επανάσταση του 1979 και η άνοδος ισλαμιστικών κινημάτων στον αραβικό κόσμο είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα ενίσχυσης της ισλαμικής ιδεολογίας ως εναλλακτικής λύσης απέναντι στον αραβικό εθνικισμό, ο οποίος φαινόταν να φθίνει. Η Χαμάς εντάχθηκε ακριβώς σε αυτό το ρεύμα, προβάλλοντας τον εαυτό της ως φορέα τόσο κοινωνικής πρόνοιας όσο και ένοπλης αντίστασης και την καθιέρωσε σε πρωταγωνιστή του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Αυτό σήμαινε ότι η PLO δεν ήταν πλέον ο μοναδικός και αναμφισβήτητος εκπρόσωπος των Παλαιστινίων. Η εσωτερική αυτή πολυφωνία, αν και αρχικά ενίσχυσε την πίεση προς το Ισραήλ, αργότερα θα μετέβαλε την παλαιστινιακή πολιτική σκηνή σε πεδίο ανταγωνισμού και διχασμού.
Η διεθνής κοινότητα ανταποκρίθηκε με νέα εργαλεία διπλωματίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες άνοιξαν απευθείας δίαυλο επικοινωνίας με την PLO, υπό την προϋπόθεση ότι η οργάνωση θα αποκήρυσσε ρητά την τρομοκρατία και θα αναγνώριζε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ. Η ιστορική Διακήρυξη του Αλγερίου (Νοέμβριος 1988), όπου το Παλαιστινιακό Εθνικό Συμβούλιο ανακήρυξε μονομερώς την ίδρυση του Κράτους της Παλαιστίνης και αποδέχτηκε το Ψήφισμα 242 του ΟΗΕ, αποτέλεσε σημείο καμπής: αφενός ενίσχυσε τη διεθνή αναγνώριση (πάνω από 90 κράτη αναγνώρισαν το νέο κράτος), αφετέρου άνοιξε τον δρόμο για την εμπλοκή της PLO σε επίσημες διαπραγματεύσεις.
Η περίοδος αυτή συνέπεσε με ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποδυνάμωσαν το παραδοσιακό σχήμα αραβικής–σοβιετικής στήριξης της PLO, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησαν συνθήκες για πιο ενεργή αμερικανική μεσολάβηση. Ο Α΄ Πόλεμος στον Κόλπο (1990–1991) αποτέλεσε καταλύτη. Η στάση του Γιάσερ Αραφάτ, που στήριξε το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον αραβικό κόσμο και επιδείνωσε τις σχέσεις της PLO με την Ουάσιγκτον και τους βασικούς Άραβες χρηματοδότες, ιδιαίτερα τα κράτη του Κόλπου. Παράλληλα, όμως, η αμερικανική διπλωματία, έχοντας εξέλθει νικήτρια από τον πόλεμο, προώθησε με αυτοπεποίθηση μια νέα ειρηνευτική διαδικασία.
Η κορύφωση αυτής της πορείας ήταν η Διάσκεψη της Μαδρίτης (1991), η οποία εγκαινίασε για πρώτη φορά πολυμερή και επίσημη διαπραγμάτευση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, με τη συγχορηγία Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης. Η συμμετοχή της παλαιστινιακής αντιπροσωπείας (έστω υπό την αιγίδα της Ιορδανίας, καθώς το Ισραήλ αρνιόταν άμεση παρουσία της PLO) έθεσε το ζήτημα σε θεσμικό πλαίσιο και εγκαινίασε μια νέα εποχή. Αν και η Μαδρίτη δεν παρήγαγε άμεσα δεσμευτικές συμφωνίες, άνοιξε τον δρόμο για τις μυστικές συνομιλίες του Όσλο (1993).
Η υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο (1993–1995) υπήρξε ιστορικό ορόσημο στο παλαιστινιακό ζήτημα. Οι μυστικές συνομιλίες που ξεκίνησαν το 1992 στη Νορβηγία και κορυφώθηκαν με τη δημόσια αναγνώριση της PLO από το Ισραήλ στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 στο Οβάλ Γραφείο, αποτέλεσαν την πρώτη απευθείας συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Η Οδός προς την Ειρήνη (Oslo Accords) είχε στόχο την σταδιακή αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τμήματα της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, την ίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής (Palestinian Authority, PA) και την προώθηση διαλόγου για τα κρίσιμα θέματα των συνόρων, των προσφύγων και της Ιερουσαλήμ.
Ωστόσο, οι συμφωνίες του Όσλο δημιούργησαν έντονες αντιθέσεις και στο εσωτερικό του Παλαιστινιακού κόσμου. Η Fatah, που ηγήθηκε της διαδικασίας, αντιμετώπισε κριτική από τη Χαμάς και άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις, οι οποίες χαρακτήρισαν τη συμφωνία προδοσία των παλαιστινιακών δικαιωμάτων και κατηγόρησαν τον Αραφάτ για συμβιβασμό με το Ισραήλ χωρίς σαφή διασφάλιση της κρατικής κυριαρχίας. Η κοινωνική αντίθεση εκδηλώθηκε με μικρής κλίμακας συγκρούσεις, μποϊκοτάζ και αύξηση της λαϊκής δυσπιστίας απέναντι σε έναν ηγετικό μηχανισμό που θεωρούνταν πλέον «παραχωρητικός».
Ένα από τα πλέον προβληματικά σημεία, η Δυτική Όχθη, στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Όσλο (1993–1995), χωρίστηκε διοικητικά και λειτουργικά σε τρεις κατηγορίες περιοχών με διαφορετικό καθεστώς ελέγχου, προκειμένου να ρυθμιστούν προσωρινά οι σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής.
Η Περιοχή Α, που αντιστοιχεί περίπου στο 18% της Δυτικής Όχθης, τελεί υπό πλήρη παλαιστινιακό έλεγχο τόσο σε διοικητικό όσο και σε αστυνομικό επίπεδο. Σε αυτήν εντάσσονται οι μεγαλύτερες παλαιστινιακές πόλεις, όπως η Ραμάλα, η Βηθλεέμ, η Νάμπλους και η Τζενίν, όπου η Παλαιστινιακή Αρχή ασκεί πλήρως τις εξουσίες της, με εξαίρεση περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ισραηλινός στρατός παρεμβαίνει για ειδικές επιχειρήσεις ασφαλείας.
Η Περιοχή Β, που καλύπτει περίπου το 22% της Δυτικής Όχθης, έχει καθεστώς μικτού ελέγχου. Η πολιτική διοίκηση και οι καθημερινές κρατικές λειτουργίες βρίσκονται υπό την ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής, ωστόσο η ασφάλεια παραμένει στην αρμοδιότητα του Ισραήλ, με περιορισμένη συμμετοχή παλαιστινιακών δυνάμεων κυρίως σε αστυνομικά ζητήματα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται εκατοντάδες παλαιστινιακά χωριά και μικρότερες πόλεις, χωρίς να περιλαμβάνονται οι ισραηλινοί οικισμοί.
Τέλος, η Περιοχή Γ, η οποία εκτείνεται περίπου στο 60% της Δυτικής Όχθης, βρίσκεται υπό πλήρη ισραηλινό έλεγχο τόσο σε ζητήματα ασφάλειας όσο και διοίκησης. Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται όλοι οι ισραηλινοί εποικισμοί, στρατιωτικές ζώνες και μεγάλες εκτάσεις γεωργικής ή αδόμητης γης. Αν και διαμένουν εκεί Παλαιστίνιοι, στερούνται ουσιαστικής διοικητικής αυτονομίας, καθώς οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή, όπως η ανέγερση κατοικιών ή η εκμετάλλευση φυσικών πόρων, υπόκεινται σε ισραηλινές άδειες και περιορισμούς.
Η διαίρεση αυτή, αν και παρουσιάστηκε ως μεταβατική συμφωνία 5 ετών, στην πράξη κατέληξε να παγιώσει ένα καθεστώς κατακερματισμού του παλαιστινιακού χώρου σε μη συνεχόμενες νησίδες, περιορίζοντας την οικονομική, κοινωνική και πολιτική συνοχή και δυσχεραίνοντας κάθε προοπτική συγκρότησης βιώσιμου κράτους. Η Φατάχ αντιμετώπισε εξαρχής αυτόν τον μηχανισμό ως πηγή δομικής ανισότητας, αφού άφηνε την Παλαιστινιακή Αρχή με περιορισμένες διοικητικές αρμοδιότητες και υπό συνεχή στρατηγικό έλεγχο του Ισραήλ. Η έλλειψη σαφούς χρονοδιαγράμματος για τα «τελικά ζητήματα» (Ιερουσαλήμ, πρόσφυγες, σύνορα, εποικισμοί) ενίσχυσε την πεποίθηση ότι το μεταβατικό καθεστώς θα μετατρεπόταν σε παγίωση της κατοχής με διαφορετική μορφή.
Επίσης κάτι που πρέπει να τονισθεί είναι ότι σύμφωνα με τις ενδιάμεσες Συμφωνίες του Όσλο (Oslo II, Interim Agreement, 28 Σεπτεμβρίου 1995), η Παλαιστινιακή Αρχή απέκτησε περιορισμένη αυτονομία στη Γάζα και σε τμήματα της Δυτικής Όχθης, χωρίς όμως να της αναγνωρίζεται κυριαρχία σε ζητήματα εξωτερικής ασφάλειας. Το Annex I — Protocol Concerning Redeployment and Security Arrangements, Article XIII: Security of the Airspace, όριζε ρητά ότι «The exercise of authority with regard to the electromagnetic sphere and air space shall be in accordance with the provisions of this Agreement»
(Δηλαδή: «Η άσκηση αρμοδιότητας όσον αφορά το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και τον εναέριο χώρο θα γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας.»)
ενώ στη συνέχεια διευκρίνιζε ότι «όλη η αεροπορική δραστηριότητα ή χρήση του εναέριου χώρου … shall require prior approval of Israel» και ότι ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας (air traffic control) θα παραμένει υπό την αποκλειστική αρμοδιότητα του Ισραήλ. Με τον τρόπο αυτό, το Ισραήλ διατηρούσε πλήρη εξουσία στον εναέριο χώρο και στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο της Γάζας, περιορίζοντας την παλαιστινιακή κυριαρχία σε καίριους στρατηγικούς τομείς.
Αντίστοιχα, στο ίδιο Πρωτόκολλο (Annex I, Article XIV: Security along the Coastline to the Sea of Gaza), θεσπίστηκαν τρεις θαλάσσιες ζώνες δραστηριότητας. Όπως αναφέρεται, «The Palestinian Coastal Police (hereinafter the “PCP”) may function in Zone L, up to a distance of 6 nautical miles from the coast». Οι Ζώνες Κ (κοντά στις ακτές του Ισραήλ) και Μ (κοντά στα αιγυπτιακά σύνορα) παρέμειναν εκτός παλαιστινιακού ελέγχου, καθώς εκεί απαγορεύθηκε ρητά κάθε δραστηριότητα. Στη Ζώνη L επιτράπηκε η δράση της Παλαιστινιακής Ακτοφυλακής (Palestinian Coastal Police), αλλά μόνο σε περιορισμένο εύρος 6 ναυτικών μιλίων και πάντοτε υπό την εποπτεία και την έγκριση του Ισραήλ.
Με άλλα λόγια, η περιορισμένη αυτονομία που παρείχαν οι Συμφωνίες του Όσλο δεν άγγιξε ποτέ τις στρατηγικές πτυχές ασφάλειας — και ειδικά στη Γάζα, ο εναέριος χώρος και τα παράκτια ύδατα παρέμειναν υπό ισραηλινό έλεγχο, κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί βασικό σημείο τριβής μέχρι σήμερα.
Γιατί, λοιπόν, ο Αραφάτ υπέγραψε μια τέτοια συμφωνία; Οι απαντήσεις εντοπίζονται τόσο στη διεθνή όσο και στην εσωτερική συγκυρία. Μετά τον Πόλεμο στον Κόλπο (1991) η PLO είχε περιέλθει σε διπλωματική και οικονομική απομόνωση, ενώ η Πρώτη Ιντιφάντα είχε καταστήσει σαφές ότι το παλαιστινιακό ζήτημα χρειαζόταν μια πολιτική διέξοδο. Το Όσλο προσέφερε στην PLO αναγνώριση ως νόμιμου εκπροσώπου του παλαιστινιακού λαού και οδήγησε στη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, η οποία, έστω και περιορισμένα, εγκαθίδρυε θεσμούς και διοίκηση σε τμήματα της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Ο Αραφάτ αντιμετώπισε τις συμφωνίες ως τακτικό συμβιβασμό: πίστευε ότι με τη στρατηγική του «βήμα-βήμα» θα μπορούσε να αποσπάσει περισσότερες παραχωρήσεις σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, η επιδίωξή του να εμφανιστεί ως ηγέτης που εγκαινιάζει την ειρηνευτική διαδικασία ενίσχυε το διεθνές κύρος του, στοιχείο που κορυφώθηκε με τη βράβευση του με το Νόμπελ Ειρήνης το 1994. Εν τέλει, η απόφασή του δεν στηρίχθηκε στην πεποίθηση ότι το Όσλο ήταν επαρκές ή δίκαιο, αλλά στην εκτίμηση ότι αποτελούσε την αναγκαία εναρκτήρια φάση για τη θεμελίωση παλαιστινιακής κρατικής υπόστασης.
Παράλληλα, στο Ισραήλ, η συμφωνία δίχασε την κοινωνία και το πολιτικό προσωπικό. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση Ράμπιν προώθησε την ειρήνη ως στρατηγική επιλογή για τη διεθνή απομόνωση του Ισραήλ και για την ασφάλεια των συνόρων. Από την άλλη, τμήματα της δεξιάς και των εποίκων κατήγγειλαν την παράδοση εδαφών και την ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Π.A, θεωρώντας ότι τίθεται σε κίνδυνο η εθνική ασφάλεια. Ο φόβος των τρομοκρατικών επιθέσεων και η πολιτική πόλωση δημιούργησαν μια κοινωνική διάσπαση που επηρέασε άμεσα τις εκλογικές διαδικασίες και την πολιτική σταθερότητα.
Οι Συμφωνίες του Όσλο είχαν, ωστόσο, και στρατηγικά πλεονεκτήματα:
1. Η διεθνοποίηση της διαδικασίας συνέδεσε την ειρηνευτική προσπάθεια με τη διεθνή κοινότητα, κυρίως μέσω του Κουαρτέτου (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, ΟΗΕ).
2. Κατέστησε τη Π.A τον επίσημο φορέα διαπραγμάτευσης, δημιουργώντας έναν θεσμικό μηχανισμό που αντικατέστησε την αποκλειστικότητα της PLO ως εξόριστης οντότητας.
3. Άνοιξε τη δυνατότητα για σταδιακή οικονομική ανάπτυξη και αυτοδιοίκηση, αν και περιορισμένης εμβέλειας.
Ωστόσο, οι παραλείψεις και οι ασαφείς όροι των συμφωνιών δημιουργούσαν σημαντικά προβλήματα καθώς δεν υπήρχε σαφές χρονοδιάγραμμα για τα κρίσιμα ζητήματα (Ιερουσαλήμ, προσφυγικό, σύνορα, εποικισμοί). Επίσης η σταδιακή αποχώρηση από εδάφη περιορίστηκε από τις διαρκείς επιθέσεις και τις ασφαλιστικές ανησυχίες του Ισραήλ και τέλος η ασυμμετρία ισχύος μεταξύ Ισραήλ και Π.Α απέκλειε την ουσιαστική διαπραγματευτική ισοτιμία.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι συμφωνίες του Όσλο, αν και ιστορικά σημαντικές, οδήγησαν σε νέα αίσθηση απογοήτευσης και διχασμού και στις δύο πλευρές. Στην παλαιστινιακή κοινωνία, η έλλειψη ορατού αποτελέσματος ενίσχυσε την άνοδο της Χαμάς και τη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής. Στο Ισραήλ, η αντιπαράθεση μεταξύ ειρηνιστών και ακροδεξιών ενισχύθηκε, δημιουργώντας ένα πολιτικό περιβάλλον ασταθές και εχθρικό προς περαιτέρω συμβιβασμούς.
Αυτό που προκύπτει είναι ότι οι Συμφωνίες του Όσλο δεν ήταν λάθος ως πρωτοβουλία, αλλά η εφαρμογή τους και η διαχείριση των προσδοκιών οδήγησε σε αποτυχία. Ήταν μια συμφωνία που έθεσε θεμέλια για λύση δύο κρατών, αλλά η στρατηγική της αβεβαιότητας, η έλλειψη διεθνούς μηχανισμού επιβολής και οι κοινωνικές αντιθέσεις κατέστησαν την εφαρμογή της προβληματική. Ο διχασμός που προκάλεσε ενίσχυσε την πόλωση και κατέστησε σαφές ότι οι ειρηνευτικές διαδικασίες χρειάζονται όχι μόνο νομικές συμφωνίες αλλά και σοβαρή διαχείριση κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών.
Ιδιαίτερη σημασία για την εσωτερική πολιτική εξέλιξη των Παλαιστινίων είχαν οι εκλογικές διαδικασίες που ακολούθησαν τις Συμφωνίες του Όσλο. Οι πρώτες εκλογές πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 1996, υπό συνθήκες περιορισμένης αυτοδιοίκησης και συνεχιζόμενης ισραηλινής κατοχής. Σε αυτές, ο Γιασέρ Αραφάτ εξελέγη με ευρεία πλειοψηφία Πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, ενώ το κίνημα Φατάχ κυριάρχησε στο Παλαιστινιακό Νομοθετικό Συμβούλιο. Η διαδικασία αυτή θεωρήθηκε τότε ως επιβεβαίωση της θέσης του Αραφάτ ως ιστορικού ηγέτη και εταίρου στις διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ.
Μετά τον θάνατο του Αραφάτ, τον Ιανουάριο του 2005, διεξήχθησαν εκλογές για την προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής, στις οποίες επικράτησε ο Μαχμούντ Αμπάς (Αμπού Μάζεν), επίσης στέλεχος της Φατάχ. Η εκλογή του Αμπάς συνοδεύτηκε από διεθνείς προσδοκίες για αναζωογόνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας, χωρίς ωστόσο να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων.
Η πιο καθοριστική, ωστόσο, εκλογική αναμέτρηση έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2006, όταν διεξήχθησαν εκλογές για το Παλαιστινιακό Νομοθετικό Συμβούλιο. Σε αυτές, ο συνδυασμός «Αλλαγή και Μεταρρύθμιση» της Χαμάς σημείωσε εντυπωσιακή νίκη, καταλαμβάνοντας 74 από τις 132 έδρες του Συμβουλίου, ενώ η Φατάχ περιορίστηκε σε 45 έδρες. Η έκβαση αυτή ανέτρεψε τον μέχρι τότε πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, καθώς για πρώτη φορά η Χαμάς κατέστη ηγεμονική πολιτική δύναμη στον παλαιστινιακό χώρο.
Η νίκη της Χαμάς προκάλεσε σοβαρές πολιτικές και διεθνείς επιπτώσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ισραήλ αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ή να συνεργαστούν με μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της, λόγω του καταστατικού χάρτη της οργάνωσης, που δεν αναγνώριζε την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ και υποστήριζε την ένοπλη αντίσταση. Η διεθνής απομόνωση οδήγησε σε οικονομικές κυρώσεις και περικοπή χρηματοδότησης, γεγονός που αποδυνάμωσε περαιτέρω την Παλαιστινιακή Αρχή.
Παράλληλα, η πολιτική επικράτηση της Χαμάς οξύνθηκε σε εσωτερικό επίπεδο. Η αντιπαράθεση με τη Φατάχ κλιμακώθηκε σε ένοπλες συγκρούσεις, οι οποίες κορυφώθηκαν το καλοκαίρι του 2007, όταν η Χαμάς κατέλαβε βίαια τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας. Έκτοτε, διαμορφώθηκε ένα καθεστώς διπλής εξουσίας: η Φατάχ διατήρησε τον έλεγχο της Δυτικής Όχθης υπό τον Αμπάς, ενώ η Χαμάς κυβέρνησε τη Γάζα ως de facto εξουσία. Αυτή η διάσπαση όχι μόνο υπονόμευσε κάθε προοπτική ενιαίας παλαιστινιακής στρατηγικής έναντι του Ισραήλ, αλλά και διαιώνισε την πολιτική κρίση στο εσωτερικό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2006 δεν έχουν διεξαχθεί νέες βουλευτικές εκλογές, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες. Η τελευταία απόπειρα ορίστηκε για το 2021, ωστόσο ανεστάλη με επίσημη αιτιολογία την αδυναμία συμμετοχής της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Στην πράξη, η αναβολή αντανακλούσε και τον φόβο της Φατάχ για νέα εκλογική ήττα έναντι της Χαμάς. Έτσι, ο Μαχμούντ Αμπάς παραμένει στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής χωρίς ανανέωση δημοκρατικής νομιμοποίησης, ενώ το παλαιστινιακό πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε παρατεταμένο αδιέξοδο.
Βέβαια εδώ θα πρέπει να ορίσουμε την έννοια του «γηγενή» Εβραίου, που ουσιαστικά αναφέρεται σε εκείνους που διατηρούσαν συνεχή παρουσία στη γη της Ιουδαίας, δηλαδή στη σημερινή Παλαιστίνη, από την αρχαιότητα έως τις προ του 19ου αιώνα κοινωνίες. Αυτές οι κοινότητες επιβίωσαν παρά τις πολλαπλές κατακτήσεις, εξορίες και διωγμούς που υπέστησαν από Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Άραβες και Οθωμανούς. Οι γηγενείς Εβραίοι αποτελούσαν μειοψηφία στον πληθυσμό της περιοχής μέχρι την έναρξη των μεγάλων μεταναστεύσεων Εβραίων από την Ευρώπη και την Ασία τον 19ο και 20ό αιώνα.
Αντίθετα, οι Εβραίοι της διασποράς προέρχονται από περιοχές εκτός της ιστορικής Ιουδαίας και χαρακτηρίζονται κυρίως από τη θρησκευτική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Στην Ευρώπη εγκαταστάθηκαν οι Ασκενάζοι, στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή οι Σεφαραδίτες και Μιζραχί, ενώ στον Καύκασο υπήρξαν κοινότητες όπως οι Χαζάροι. Η επιστροφή αυτών των κοινοτήτων στη γη της Ιουδαίας τον 20ό αιώνα, στα πλαίσια του Σιωνιστικού κινήματος, στηρίχθηκε κυρίως σε ιδεολογικά και θρησκευτικά κίνητρα και όχι σε συνεχή ιστορική παρουσία στην περιοχή.
Συνεπώς, η διάκριση μεταξύ γηγενών Εβραίων και Εβραίων της διασποράς είναι ουσιαστική: οι πρώτοι χαρακτηρίζονται από συνεχή ιστορική παρουσία στη γη της Ιουδαίας, ενώ οι δεύτεροι συνδέονται με την περιοχή κυρίως μέσω της θρησκείας και του πολιτισμού τους, χωρίς γηγενή καταγωγή. Η αναγνώριση αυτής της διάκρισης είναι σημαντική για την κατανόηση των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων της σημερινής κατάστασης στην περιοχή.
Επίσης επειδή πολλοί επικαλούνται την ιστορικότητα ας δούμε ότι στην περιοχή της αρχαίας Χαναάν υπήρξαν δύο βασίλεια:
το Βασίλειο του Ισραήλ (περίπου 10ος αι. π.Χ. – 722 π.Χ., με κέντρο τη Σαμάρεια, το οποίο κατέλυσαν οι Ασσυρίοι) και
το Βασίλειο του Ιούδα (περίπου 10ος αι. π.Χ. – 586 π.Χ., με κέντρο την Ιερουσαλήμ, το οποίο κατέλυσαν οι Βαβυλώνιοι).
Έκτοτε, η περιοχή πέρασε υπό την κυριαρχία διαδοχικών δυνάμεων: Βαβυλωνίων, Περσών, Ελλήνων, Ρωμαίων, Βυζαντινών, Οθωμανών και Βρετανών.
Όσον αφορά τον βασιλιά Δαβίδ και τον γιο του Σολομώντα, οι βιβλικές αφηγήσεις παρέχουν λεπτομερή ιστορικά και θρησκευτικά δεδομένα, αλλά δεν υπάρχουν άμεσες αρχαιολογικές επιβεβαιώσεις για τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Υπάρχουν όμως έμμεσες ενδείξεις, όπως η Στήλη Νεβ Γκεβ (Tel Dan Stele) και το Ophel Ostracon, καθώς και οχυρώσεις και οικιστικές δομές του 10ου αι. π.Χ., που υποδηλώνουν την ύπαρξη ισχυρής κεντρικής εξουσίας και πιθανής βασιλικής δυναστείας στην περιοχή της Ιερουσαλήμ. Συνεπώς, ενώ τα δύο βασίλεια είναι ιστορικά αποδεδειγμένα, η ακριβής ιστορικότητα των συγκεκριμένων προσώπων παραμένει αβέβαιη.
Η μελέτη της θρησκευτικής ζωής στα βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα κατά την εποχή της λεγόμενης «ενωμένης μοναρχίας» και των διαδόχων της (10ος–6ος αι. π.Χ.) μας δείχνει μια πραγματικότητα που συχνά διαφέρει από τις σύγχρονες θεολογικές και πολιτικές αφηγήσεις. Οι αρχαιολογικές και οι βιβλικές μαρτυρίες υποστηρίζουν ότι η θρησκευτική πρακτική της εποχής δεν ήταν αυστηρά μονοθεϊστική· αντίθετα, υπήρχε ένας πολυθεϊστικός συγκρητισμός, όπου ο Γιαχβέ συνυπήρχε με άλλες θεότητες του χαναανιτικού πάνθεου.
Η αρχαιολογική έρευνα προσφέρει σημαντικά στοιχεία γι’ αυτήν την πολυθεϊστική πραγματικότητα. Οι επιγραφές από το Κουντίλετ Ατζρούντ, στο Σινά (8ος αι. π.Χ.) αναφέρουν τον «Γιαχβέ της Σαμάρειας και την Ασερά του», υποδηλώνοντας στενή σύνδεση του Γιαχβέ με τη θεά της γονιμότητας Ασερά. Παρόμοιες αναφορές εμφανίζονται και στη Χιρμπέτ ελ-Κόμ, της Δυτικής Όχθης (7ος αι. π.Χ.), ενώ τα πολυάριθμα γυναικεία ειδώλια που βρέθηκαν σε σπίτια της Ιερουσαλήμ και άλλων πόλεων δείχνουν την ύπαρξη οικιακών λατρειών με γυναικείες θεότητες. Επιπλέον, η Στήλη της Μέσα (9ος αι. π.Χ.), που μνημονεύει τον θεό Χεμός των Μωαβιτών σε αντιπαράθεση με τον Γιαχβέ, αποδεικνύει ότι ο Γιαχβέ δεν ήταν εξαρχής μοναδικός αλλά μέρος ενός πολυθεϊστικού πλαισίου. Η ύπαρξη μικρών τοπικών ιερών σε πόλεις όπως η Αράδ, η Λαχίς και η Βηθήλ υποδεικνύει ότι η λατρεία δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στον Ναό της Ιερουσαλήμ, αλλά ασκούνταν σε ποικίλα κέντρα με διαφορετικές θεότητες.
Η ίδια η Βίβλος, παρά τον μονοθεϊστικό χαρακτήρα της στη μεταγενέστερη μορφή της, επιβεβαιώνει τον πολυθεϊσμό της εποχής. Οι αναφορές στη λατρεία του Βάαλ (Κριτές 2:11–13, Β΄ Βασιλέων 17:16), στην ύπαρξη ειδώλων της Ασεράς μέσα στον Ναό (Β΄ Βασιλέων 21:7), στις θυσίες παιδιών στον Μολόχ (Ιερ. 32:35) και στη λατρεία ξένων θεοτήτων από τον ίδιο τον Σολομώντα (Α΄ Βασιλέων 11:5–8) δείχνουν ότι η πολυθεϊστική πρακτική δεν ήταν εξαίρεση αλλά κανόνας. Παρόλα αυτά, αυτές οι μαρτυρίες παρουσιάζονται υπό το πρίσμα της θεολογικής καταγγελίας: ο πολυθεϊσμός θεωρείται «αποστασία», αιτία της θεϊκής οργής και τελικά της πτώσης τόσο της Σαμάρειας (722 π.Χ.) όσο και της Ιερουσαλήμ (586 π.Χ.).
Μετά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, οι ιερατικοί κύκλοι του Ισραήλ αναδιαμόρφωσαν την ιστορία, παρουσιάζοντας τα βασίλεια του Δαυίδ και του Ιούδα όχι όπως υπήρξαν ιστορικά, αλλά όπως όφειλαν θεολογικά να είναι: ως παραδείγματα αφοσίωσης στον έναν και μοναδικό Θεό.
Εδώ αναδύεται μια βασική αντίφαση. Από τη μία πλευρά, η ιστορική και αρχαιολογική πραγματικότητα δείχνει ότι τα βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα δεν ήταν μονοθεϊστικά κράτη αλλά πολυθεϊστικές κοινωνίες με έντονο συγκρητισμό. Από την άλλη, η θεολογική παράδοση τα μετέτρεψε σε ιδεατά πρότυπα μονοθεϊσμού και θείας βασιλείας.
Ο σύγχρονος σιωνισμός φαίνεται να αγνοεί αυτές τις ιστορικές παραμέτρους καθώς ενώ επικαλείται την «ιστορική συνέχεια» του εβραϊκού λαού στην περιοχή, σπανίως λαμβάνει υπόψη ότι η θρησκευτική και εθνοτική σύνθεση των αρχαίων κατοίκων ήταν πολύ διαφορετική από την εικόνα που προβάλλεται σήμερα. Η ιστορική πραγματικότητα ήταν πιο σύνθετη και πολυεπίπεδη από ό,τι αφήνει να εννοηθεί η σύγχρονη πολιτική αφήγηση.
Η δεκαετία που ακολούθησε (2000–2007) επιβεβαίωσε αυτές τις αδυναμίες των Συμφωνιών του Όσλο.
Η Δεύτερη Ιντιφάντα ξέσπασε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2000, μετά την επίσκεψη του Άριελ Σαρόν ,τότε ηγέτη της ισραηλινής αντιπολίτευσης στο Τέμενος Άλ-Άκσα, που αγνόησε την ευαίσθητη ιστορική και θρησκευτική ισορροπία της περιοχής, πυροδοτώντας ένταση και βίαιες συγκρούσεις. Σημειώνεται ότι το 1967, μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967), ο Μοσέ Νταγιαν επέλεξε να μην ενσωματώσει άμεσα το Τέμενος Άλ-Άκσα και την παλιά πόλη στην ισραηλινή διοίκηση, αφήνοντας την περιοχή υπό διοίκηση της Ιορδανίας/ως Ιορδανικό βακούφι (Waqf), με στόχο να αποφευχθεί άμεση θρησκευτική και πολιτική ένταση, δείχνοντας προσεκτική προσέγγιση και σεβασμό στην ιστορική και θρησκευτική ευαισθησία. Η αντίθεση αυτής της στρατηγικής με την αργότερα επιλογή του Σαρόν αναδεικνύει πώς οι φανατικές πολιτικές επιλογές του Σιωνισμού συχνά παραβλέπουν την πολυπλοκότητα της ιστορικής πραγματικότητας, οδηγώντας σε συγκρούσεις με βαθιές ρίζες στην ιστορία και στη θρησκευτική παράδοση.
Η εξέγερση αυτή, σε αντίθεση με την Πρώτη Ιντιφάντα, χαρακτηρίστηκε από εντονότερη βία, συστηματικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και την ευρεία χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών από την πλευρά των Παλαιστινίων. Ο απολογισμός ήταν βαρύς, χιλιάδες νεκροί, κυρίως Παλαιστίνιοι άμαχοι, και σοβαρές υλικές καταστροφές σε κατεχόμενα εδάφη και ισραηλινές κοινότητες.
Η Δεύτερη Ιντιφάντα υπονόμευσε τα θεμέλια που είχαν τεθεί από τις Συμφωνίες του Όσλο. Η πίστη στην ειρηνευτική διαδικασία μειώθηκε δραματικά και στις δύο πλευρές, οι Ισραηλινοί υπέθεταν ότι η PLO δεν μπορούσε να ελέγξει τις ένοπλες ομάδες, ενώ οι Παλαιστίνιοι είδαν την ισραηλινή στρατιωτική απόκριση ως επιβεβαίωση της ακαμψίας και των περιορισμών που επέβαλαν οι συμφωνίες. Η κατάσταση οδήγησε σε απόλυτη κρίση εμπιστοσύνης, με σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην πολιτική ηγεσία όσο και στις κοινωνίες των δύο πλευρών.
Η ανάληψη της προεδρίας της Παλαιστινιακής Αρχής από τον Μαχμούντ Αμπάς το 2005, μετά το θάνατο του Γιασέρ Αραφάτ, σηματοδότησε μια νέα προσέγγιση. Ο Αμπάς αντιμετώπισε την κατάσταση με ρεαλιστική στρατηγική επιλογή: αν και προερχόταν από τη Fatah, αντιλήφθηκε ότι η συνέχιση της ένοπλης εξέγερσης είχε πλέον περιορισμένο όφελος και σημαντικό κόστος για τον παλαιστινιακό πληθυσμό. Η διαχείριση της οικονομικής δυσπραγίας, της διεθνούς πίεσης και της ανάγκης για θεσμική αναγνώριση οδήγησε στην απόφαση να συμφωνήσει στον τερματισμό της Ιντιφάντα και στην επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας με ειρηνικά μέσα.
Ο τερματισμός της Ιντιφάντα από τον Αμπάς είχε πολλούς καθοριστικούς λόγους:
1. Διεθνής πίεση: Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση άσκησαν έντονη πίεση για επιστροφή στο διάλογο, απειλώντας με μείωση χρηματοδότησης προς την Παλαιστινιακή Αρχή. Ο Αμπάς κατανόησε ότι η διεθνής στήριξη ήταν απαραίτητη για την επιβίωση της Π.Α και για οποιαδήποτε προοπτική επίλυσης.
2. Κόστος για την κοινωνία: Η συνεχής βία είχε οδηγήσει σε εκτεταμένη φτώχεια, ανεργία και ανθρωπιστική κρίση στα κατεχόμενα. Η επιδείνωση των συνθηκών απειλούσε την κοινωνική συνοχή και τη νομιμοποίηση της ηγεσίας.
3. Αναγνώριση του πολιτικού περιθωρίου: Ο Αμπάς αντιλήφθηκε ότι η στρατιωτική αντίσταση δεν ήταν πλέον αποτελεσματική έναντι της ισραηλινής υπεροπλίας και ότι μια στρατηγική πολιτικού διαλόγου θα μπορούσε να παράγει καλύτερα αποτελέσματα μακροπρόθεσμα.
4. Διπλωματική νομιμοποίηση: Η επιστροφή στον διάλογο και η τήρηση της συμφωνίας με το Ισραήλ ενίσχυσε τη διεθνή νομιμοποίηση της Παλαιστινιακής Αρχής ως εκπροσώπου των Παλαιστινίων και άνοιξε το δρόμο για νέες πρωτοβουλίες, όπως η προετοιμασία του Roadmap for Peace.
Παρά την απόφαση αυτή, η κατάσταση παρέμεινε εύθραυστη. Η Χαμάς και άλλες ένοπλες οργανώσεις συνέχισαν επιθέσεις, περιορίζοντας την επιρροή της Παλαιστινιακής Αρχής και προκαλώντας συνεχή πολιτική αβεβαιότητα. Η ισραηλινή αντίδραση περιλάμβανε μονομερείς στρατιωτικές επιχειρήσεις και επέκταση εποικισμών, γεγονός που περιόριζε την αξιοπιστία της ειρηνευτικής διαδικασίας.
Η στρατηγική του Αμπάς να τερματίσει τη Δεύτερη Ιντιφάντα δεν ήταν αποτέλεσμα αδυναμίας αλλά συνειδητής επιλογής: συνδύασε ρεαλισμό, διεθνή πίεση και την ανάγκη διατήρησης της κοινωνικής και πολιτικής συνοχής. Αν και η απόφαση αυτή δεν έφερε άμεσα λύση στο Παλαιστινιακό ζήτημα, κατέστησε δυνατή τη συμμετοχή της Π.A. σε διεθνείς πρωτοβουλίες, θέτοντας τα θεμέλια για μελλοντικά σχέδια όπως η Διάσκεψη της Annapolis (2007) και το «Κουαρτέτο για τη Μέση Ανατολή».
Η περίοδος 2003–2011 σηματοδοτεί μια κρίσιμη φάση στη Μέση Ανατολή, όπου οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις επηρέασαν άμεσα το Παλαιστινιακό ζήτημα. Ο Β΄ Πόλεμος στο Ιράκ, υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, οδήγησε στην ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και δημιούργησε ένα περιφερειακό κενό ισχύος, ενισχύοντας τη ρευστότητα των πολιτικών σχέσεων στην περιοχή και ανοίγοντας παράθυρο για διπλωματική επανενεργοποίηση της ειρηνευτικής διαδικασίας Ισραήλ–Παλαιστινίων. Η αλλαγή αυτή επιτάχυνε την ανάγκη για διεθνή μεσολάβηση και πολιτική στρατηγική, με σκοπό την αποφυγή περαιτέρω συγκρούσεων και την επαναφορά των διαπραγματεύσεων σε θεσμικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό, η σύσταση του Κουαρτέτου για τη Μέση Ανατολή το 2002, με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΗΕ, στόχευε στη δημιουργία ενός πολυμερούς μηχανισμού που θα κατευθύνε το ειρηνευτικό σχέδιο μέσα από σαφή χρονοδιαγράμματα, οικονομική στήριξη και πολιτική πίεση. Το Κουαρτέτο, με τον σχεδιασμό του «Roadmap for Peace» το 2003, επιδίωξε να θεσμοθετήσει μια σταδιακή αποχώρηση των Ισραηλινών δυνάμεων από κατεχόμενα εδάφη, την ενίσχυση της Παλαιστινιακής Αρχής και την προώθηση διαπραγματεύσεων για τα κρίσιμα ζητήματα της Ιερουσαλήμ, των συνόρων, των προσφύγων και των εποικισμών. Η διεθνής αυτή προσπάθεια είχε ως στόχο την υιοθέτηση της λογικής της λύσης δύο κρατών και την αποτροπή περαιτέρω αποσταθεροποίησης στην περιοχή.
Η εισβολή στο Ιράκ επηρέασε τις ισορροπίες στο αραβικό μέτωπο. Η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν αποδυνάμωσε παραδοσιακές αραβικές συμμαχίες και μείωσε τη συλλογική πίεση προς το Ισραήλ, καθώς τα κράτη του Κόλπου επικεντρώθηκαν σε εσωτερική ασφάλεια και στενή συνεργασία με την αμερικανική στρατηγική. Η αμερικανική επιρροή ενισχύθηκε, γεγονός που επέτρεψε την επιθετική προώθηση του Roadmap και τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων υπό την εποπτεία της Ουάσιγκτον. Για την Παλαιστινιακή Αρχή, η νέα πραγματικότητα σήμαινε αυξημένη πίεση για περιορισμό των ενόπλων ομάδων και επιβολή ασφάλειας στις περιοχές της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, ώστε να διατηρηθεί η διεθνής νομιμοποίηση και χρηματοδότηση.
Η διάσκεψη της Annapolis το 2007 αποτέλεσε κορυφαίο σημείο της περιόδου, καθώς επανέφερε σε θεσμικό επίπεδο τις διαπραγματεύσεις για λύση δύο κρατών, με συμμετοχή του Προέδρου Μπους, του Ισραηλινού Πρωθυπουργού Εχούντ Ολμέρτ και του Παλαιστίνιου Προέδρου Μαχμούντ Αμπάς. Η Διάσκεψη, παρά την ιστορική σημασία της, δεν κατέληξε σε δεσμευτικές συμφωνίες λόγω της πολιτικής αστάθειας στο Ισραήλ και της απουσίας ισχυρού χρονοδιαγράμματος εφαρμογής. Η ασυμμετρία ισχύος μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής, καθώς και η συνεχιζόμενη δραστηριότητα της Χαμάς στη Γάζα, περιορίσαν την πρακτική αποτελεσματικότητα των πρωτοβουλιών και ανέδειξαν τα δομικά όρια της διεθνούς παρέμβασης.
Η ιστορική πορεία των διεθνών πρωτοβουλιών για την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, από τη Διάσκεψη της Μαδρίτης το 1991 μέχρι τη Διάσκεψη της Annapolis το 2007, αποκαλύπτει μια συνεχή σειρά αδυναμιών που οδήγησαν σε επαναλαμβανόμενες αποτυχίες, παρά τη συμβολική τους σημασία. Κεντρικό πρόβλημα υπήρξε η ασυμμετρία ισχύος μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Το Ισραήλ διατηρούσε στρατιωτική και οικονομική υπεροχή, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή, ακόμη και μετά τη δημιουργία της, ήταν περιορισμένη σε εδάφη αυτοδιοίκησης, εξαρτώμενη από διεθνή χρηματοδότηση και συχνά αδυνατούσε να ελέγξει τις ενόπλες οργανώσεις στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Η ανισορροπία αυτή περιορίζει την ουσιαστική διαπραγματευτική ισοτιμία και καθιστά δύσκολη την εφαρμογή συμφωνιών.
Ένα δεύτερο κρίσιμο στοιχείο ήταν η έλλειψη σαφών χρονοδιαγραμμάτων και δεσμευτικών μηχανισμών επιβολής. Στις Συμφωνίες του Όσλο και στο Roadmap, η σταδιακή αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και η μετάβαση αρμοδιοτήτων στην Παλαιστινιακή Αρχή δεν συνοδεύονταν από συγκεκριμένες ημερομηνίες ολοκλήρωσης ούτε από κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των όρων. Η αβεβαιότητα αυτή δημιούργησε πολιτική αστάθεια και αμφιβολίες στις κοινωνίες και των δύο πλευρών.
Η έλλειψη κοινωνικής νομιμοποίησης και εμπιστοσύνης αποτελούσε επίσης σοβαρό εμπόδιο. Οι συμφωνίες συχνά συνάπτονταν χωρίς πλήρη συμμετοχή της παλαιστινιακής κοινωνίας ή χωρίς ισχυρή υποστήριξη των πολιτών και των φορέων της ισραηλινής κοινωνίας. Η συνεχιζόμενη εποικιστική δραστηριότητα του Ισραήλ, η βία από εξτρεμιστικές ομάδες και η αδυναμία των διαπραγματευτών να κατασκευάσουν ένα αίσθημα κοινής δέσμευσης υπονόμευαν τη νομιμοποίηση των συμφωνιών.
Επιπλέον, οι διεθνείς πρωτοβουλίες υπέφεραν από πολιτική κατακερματισμού και έλλειψης ενιαίας στρατηγικής. Οι διαπραγματεύσεις επηρεάζονταν από πολλαπλούς διεθνείς δρώντες (ΗΠΑ, ΕΕ, Αραβική Ένωση, ΟΗΕ), των οποίων οι προτεραιότητες και οι στρατηγικές συχνά δεν συντονίζονταν επαρκώς. Η πολυπλοκότητα αυτή δημιουργούσε καθυστερήσεις και αλληλοαναιρούμενες πιέσεις, αποδυναμώνοντας την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών.
Τέλος, η σύνθετη πολιτική δυναμική εντός των δύο πλευρών—με εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις, όπως οι συγκρούσεις μεταξύ Φατάχ και Χαμάς ή οι διαφοροποιήσεις στο Ισραήλ μεταξύ κεντρώων και δεξιών κυβερνήσεων—επέτεινε την αδυναμία λήψης αποφάσεων που θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν τις συμφωνίες. Η αστάθεια αυτή συνέβαλε σε επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα και ακύρωσε τα βραχυπρόθεσμα οφέλη που επιτεύχθηκαν σε ορισμένες φάσεις.
Η περίοδος 2011–2025 χαρακτηρίζεται από μια έντονη μεταβατική φάση στη Μέση Ανατολή, όπου οι εσωτερικές κοινωνικές εξεγέρσεις, οι περιφερειακές ανακατατάξεις και οι διεθνείς διπλωματικές πρωτοβουλίες επηρέασαν καίρια τη δυναμική του παλαιστινιακού ζητήματος. Η Αραβική Άνοιξη, η οποία ξέσπασε το 2011, αποτέλεσε ένα κύμα λαϊκών εξεγέρσεων που ξεκίνησαν από την Τυνησία και εξαπλώθηκαν σε Αίγυπτο, Λιβύη, Συρία και αλλού. Οι αιτίες περιλάμβαναν την αυταρχική διακυβέρνηση, τη διαφθορά, την οικονομική δυσπραγία και την κοινωνική ανισότητα. Το κίνημα αυτό οδήγησε στην ανατροπή παραδοσιακών καθεστώτων ή στη μεταβολή τους σε πιο ρευστά πολιτικά σχήματα, επηρεάζοντας τις σχέσεις μεταξύ των Αράβων κρατών και του Ισραήλ. Η κατάρρευση ή η αποδυνάμωση των καθεστώτων αυτών περιόρισε τη συλλογική αραβική στήριξη προς την παλαιστινιακή πλευρά και μείωσε την πίεση προς το Ισραήλ σε διπλωματικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό, οι Abraham Accords (2020) μεταξύ Ισραήλ, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και Μπαχρέιν, με μετέπειτα συμμετοχή Μαρόκου και Σουδάν, αποτέλεσαν κορύφωση μιας νέας στρατηγικής περιφερειακής προσέγγισης. Τα Accords σηματοδότησαν τη νομιμοποίηση του Ισραήλ σε τμήμα των αραβικών χωρών χωρίς να επιτευχθεί επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, ενισχύοντας παράλληλα την περιφερειακή απομόνωση των Παλαιστινίων. Η στρατηγική αυτή μετατόπισε τη δυναμική: το Ισραήλ απέκτησε διευρυμένη περιφερειακή στήριξη, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή παρέμεινε υπό περιορισμένη επιρροή και αδυνατούσε να επηρεάσει ουσιαστικά τις περιφερειακές αποφάσεις.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι παρουσιάζονται διαφορετικά ανάλογα με τα συμφέροντα της Δύσης και των περιφερειακών δρώντων. Στην Αίγυπτο ή στη Λιβύη, κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, θεωρήθηκαν «πολιτικός εταίρος» ή «δίκτυο κοινωνικής οργάνωσης» που μπορούσε να συμβάλει σε αλλαγές φιλικές προς τη δυτική πολιτική ατζέντα. Η Δύση αξιοποίησε τη δημοφιλία τους για να ενισχύσει τις μεταβατικές διαδικασίες χωρίς να αναμειχθεί άμεσα στην πολιτική τους στρατηγική. Αντίθετα, στη Λωρίδα της Γάζας, η Χαμάς, που συνδέεται ιδεολογικά και οργανωτικά με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση. Αυτή η αντίφαση δεν βασίζεται μόνο στις πράξεις της Χαμάς, αλλά στο πώς η δυτική πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης επιλέγουν να αξιολογήσουν τον ίδιο θεσμό ανάλογα με τα γεωπολιτικά συμφέροντα. Με άλλα λόγια, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι γίνονται «καλοί» όταν λειτουργούν σε πλαίσια που δεν αμφισβητούν τα συμφέροντα της Δύσης, και «κακοί» όταν η δράση τους έρχεται σε σύγκρουση με αυτά, όπως στη Γάζα. Αυτό δημιουργεί μια συνεχή αίσθηση διπλής ηθικής και στρατηγικής εκμετάλλευσης, που επηρεάζει την περιφερειακή δυναμική των Παλαιστινίων, την αξιοπιστία των διεθνών θεσμών και την αντίληψη περί «δικαίου» ή «τρομοκρατίας».
Η εσωτερική κατάσταση στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα παρέμεινε εύθραυστη. Η Χαμάς ενίσχυσε την παρουσία της στη Γάζα, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή υπό τον Μαχμούντ Αμπάς παρέμεινε αδύναμη να ελέγξει τις ένοπλες οργανώσεις ή να προωθήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Ο πολιτικός διχασμός μεταξύ Δυτικής Όχθης και Γάζας συνέβαλε στην αδυναμία μιας ενιαίας παλαιστινιακής στρατηγικής και ενίσχυσε την ασυμμετρία με το Ισραήλ. Ταυτόχρονα, οι συνεχείς εποικισμοί και η στρατιωτική παρουσία του Ισραήλ περιόρισαν περαιτέρω τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης και ενίσχυσαν τη δυσαρέσκεια των Παλαιστινίων.
Το 2018, το Ισραήλ εξαπέλυσε εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, ως απάντηση σε εκτοξεύσεις ρουκετών και μαζικές διαδηλώσεις των Παλαιστινίων κατά μήκος των συνόρων. Οι επιχειρήσεις αυτές ενίσχυσαν την ασφυκτική πολιορκία της Λωρίδας της Γάζας, προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές σε υποδομές και αύξησαν την κοινωνική δυσαρέσκεια, ενισχύοντας τη στρατιωτική παρουσία της Χαμάς και την επιρροή της ως κύριου μη κρατικού παράγοντα στη Λωρίδα.
Επίσης η πρώτη διακυβέρνηση Τραμπ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην όξυνση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή μέσω σειράς μονομερών αποφάσεων που αφορούσαν την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους. Η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ το 2018 συνιστούσε ουσιαστικά αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα θεωρεί την τελική κατάσταση της πόλης ζήτημα διαπραγμάτευσης. Η κίνηση αυτή πυροδότησε έντονες διαδηλώσεις και αυξημένη βία στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη, επιτείνοντας τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων.
Επιπλέον, η αναγνώριση από τις ΗΠΑ των κατεχόμενων Υψιπέδων του Γκολάν ως ισραηλινού εδάφους το 2019 έδωσε στο Ισραήλ σημαντική διεθνή πολιτική στήριξη, ενώ παράλληλα ενίσχυσε τη στρατηγική του θέση έναντι της Συρίας. Η περιοχή αυτή διαθέτει πλούσιους υδροφορείς και ενδεχόμενα αποθέματα ενεργειακών πόρων, γεγονός που προσέλκυσε επενδύσεις από αμερικανικές εταιρείες για γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η οικονομική εκμετάλλευση των Υψιπέδων, πέρα από τα ενεργειακά οφέλη, ενέχει και πολιτικές και νομικές προκλήσεις, δεδομένου ότι η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να θεωρεί την περιοχή κατεχόμενη.
Παράλληλα, η πολιτική ζωή στο Ισραήλ χαρακτηριζόταν από πολιτική αστάθεια και συνεχείς εκλογές, με τις κυβερνήσεις συνασπισμού να βασίζονται συχνά σε δεξιά και ακραία θρησκευτικά κόμματα, γεγονός που ενίσχυε την έντονη στρατιωτική παρουσία στη Γάζα. Αυτή εκφραζόταν τόσο σε τακτικές στρατιωτικές επιχειρήσεις και περιοριστικά μέτρα για τον έλεγχο της κυκλοφορίας και της ζωής των κατοίκων, όσο και στην κατασκευή και ενίσχυση του τείχους ασφαλείας κατά μήκος των συνόρων με τη Γάζα. Η συνδυασμένη δράση αυτών των στρατιωτικών και εδαφικών μέτρων, της πολιτικής αστάθειας και της αδυναμίας της Παλαιστινιακής Αρχής να ελέγξει τις ένοπλες οργανώσεις δημιούργησε το περιβάλλον που οδήγησε στην επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023.
Η επίθεση ανέδειξε την αποτυχία τόσο της διεθνούς κοινότητας να προωθήσει μια βιώσιμη λύση όσο και της Παλαιστινιακής Αρχής να ελέγξει τις ένοπλες οργανώσεις. Από στρατηγικής άποψης, η επίθεση αποτέλεσε καταλύτη για την ανακατανομή συσχετισμών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, υπογραμμίζοντας την επιρροή μη κρατικών δρώντων και την αδυναμία των παραδοσιακών θεσμών να επιβάλουν ειρηνευτικές λύσεις.
Διπλωματικά, η κρίση αυτή ανέδειξε την αποτυχία προηγούμενων διεθνών διαδικασιών — Μαδρίτη, Όσλο, Roadmap και Annapolis — που, παρά τη διαρκή παρουσία διεθνών παρατηρητών, δεν κατάφεραν να εξαλείψουν τη βασική ασυμμετρία ισχύος ούτε να δημιουργήσουν εσωτερική συνοχή στους Παλαιστινίους. Η Αραβική Άνοιξη και τα Abraham Accords επιπλέον μετέβαλαν τις περιφερειακές συμμαχίες υπέρ του Ισραήλ, αποδυναμώνοντας περαιτέρω την πολιτική θέση της Παλαιστινιακής Αρχής. Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023, αν και στρατιωτικά περιορισμένη αρχικά, ανέδειξε ότι η απουσία στρατηγικής συμφωνίας και η περιφερειακή αβεβαιότητα είχαν οδηγήσει σε κρίσιμη στιγμή αδιεξόδου, όπου μη κρατικοί δρώντες καθορίζουν τις εξελίξεις.
Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και η αντίδραση του Ισραήλ ανέδειξαν παράλληλα τις περιορισμένες δυνατότητες του «τόξου της αντίστασης» υπό την ηγεσία του Ιράν. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Χαμάς, αν και αιφνιδιαστικές, έφεραν στην επιφάνεια τα οργανωτικά και στρατηγικά όρια των υποστηριζόμενων από το Ιράν ομάδων, ενώ η ισραηλινή απάντηση κατέστησε εμφανές ότι το Ιράν δεν μπορεί να επεκτείνει αποτελεσματικά την επιρροή του πέρα από τα σημεία που ήδη ελέγχει. Παράλληλα, η διεθνής στήριξη σε Ισραήλ και μετριοπαθή αραβικά κράτη ενίσχυσε την απομόνωση του Ιράν, περιορίζοντας την ικανότητά του να χρησιμοποιήσει το «τόξο της αντίστασης» ως εργαλείο περιφερειακής πίεσης.
Αυτό που πρέπει επίσης να τονισθεί ότι οι επίσημες δηλώσεις της Γαλλίας όπως και της Βρετανίας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ναι μεν ομιλούν για αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης και υπερτονίζουν τη δέσμευση για λύση δύο κρατών, για ειρήνη και ασφάλεια, αλλά δεν αναφέρονται σε καθορισμένα σύνορα. Η έμφαση είναι στη διεθνή πολιτική, την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων και την υποχρέωση της Παλαιστινιακής Αρχής για μεταρρυθμίσεις και αποκλεισμό οργανώσεων όπως η Χαμάς από την διακυβέρνηση της Γάζας.
Με άλλα λόγια, η αναγνώριση γίνεται θεσμικά και πολιτικά, χωρίς να λύνεται το κρίσιμο ζήτημα των γεωγραφικών ορίων – κάτι που καθιστά τη δήλωση συμβολική και υποστηρικτική της ειρηνευτικής διαδικασίας, αλλά όχι δεσμευτική σε επίπεδο συνόρων. Η συμβολικότητα όμως δεν αφορά μόνο τα σύνορα αλλά και τον ίδιο τον φορέα εκπροσώπησης. Η Δύση μιλά για «κράτος της Παλαιστίνης» μέσω της ΠΑ, ενώ η ίδια η ΠΑ είναι θεσμικά εξασθενημένη και κοινωνικά αμφισβητούμενη.
Η περίπτωση της Συρίας, όπου ο Άχμεντ αλ-Σάρα από ηγέτης μιας τζιχαντιστικής οργάνωσης εξελίχθηκε σε μεταβατικό πρόεδρο, δείχνει ότι στη Μέση Ανατολή η έννοια της νομιμοποίησης είναι ρευστή και συχνά καθορίζεται από την πραγματικότητα στο έδαφος και όχι από τις διεθνείς ρητορικές. Με ανάλογο τρόπο, αν η Χαμάς καταφέρει να επιβιώσει στρατιωτικά και κοινωνικά και εμφανιστεί με ένα «νέο πρόσωπο» σε μια μελλοντική ειρηνική Παλαιστίνη, τότε δεν αποκλείεται να βρεθεί –έστω και με έμμεσο ή μετασχηματισμένο τρόπο– στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Έτσι, η συμβολική αναγνώριση της Παλαιστίνης από τη Δύση, η αδυναμία της Παλαιστινιακής Αρχής και η αντίφαση στη διαχείριση της Χαμάς συγκλίνουν σε ένα βασικό συμπέρασμα: χωρίς μια πολυδιάστατη στρατηγική που να συνδυάζει ρεαλισμό και πολιτική ενσωμάτωση, ο κύκλος συγκρούσεων και αδιεξόδων είναι πιθανό να επαναληφθεί.
Η ανάλυση αυτή προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την κατανόηση των πολιτικών, στρατηγικών και κοινωνικών παραμέτρων που οδήγησαν στις σημερινές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή. Υπογραμμίζει ότι χωρίς νέα, πολυδιάστατη στρατηγική, που να συνδυάζει ρεαλισμό, πολιτική ενσωμάτωση και σταθερότητα, ο κύκλος αποτυχημένων διαπραγματεύσεων και συγκρούσεων είναι πιθανό να συνεχιστεί, επιβεβαιώνοντας τη σημασία μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης για την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος.
*https://www.antilogoi.gr/Palaistiniako_episima_keimena.htm
