[χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά και 30 δευτ.]
Του Σωκράτη Αργύρη
Η μνήμη, όπως και η γλώσσα, δεν είναι απλώς μηχανισμός διατήρησης του παρελθόντος· είναι τρόπος νοηματοδότησης του παρόντος. Κάθε κοινωνία που θυμάται, δεν ανακαλεί απλώς γεγονότα· επιλέγει ποια μορφή θέλει να δώσει στον εαυτό της. Ο τρόπος με τον οποίο μια πόλη τιμά τους νεκρούς της, η μορφή των μνημείων, οι τελετουργίες και οι λόγοι που συνοδεύουν την απώλεια, δεν εκφράζουν απλώς ευγνωμοσύνη· συγκροτούν τη σχέση της κοινότητας με τον εαυτό της. Στο σημείο αυτό, η μνήμη μετατρέπεται σε πολιτικό ζήτημα. Δεν θυμόμαστε απλώς για να διατηρήσουμε το παρελθόν, αλλά για να ορίσουμε το παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον.
Αν αναζητήσουμε την απαρχή αυτού του δεσμού ανάμεσα στη μνήμη και την πολιτική, ο Επιτάφιος του Περικλή, όπως τον παραδίδει ο Θουκυδίδης, παραμένει θεμέλιο κείμενο της δυτικής πολιτικής συνείδησης. Ο λόγος του Περικλή δεν είναι απλώς εγκώμιο των πεσόντων, αλλά μια διακήρυξη πολιτειακής ταυτότητας. Οι νεκροί δεν τιμώνται ως άτομα, αλλά ως εκφράσεις του συλλογικού βίου. Ο Περικλής μετατρέπει τον θάνατο σε απόδειξη της ζωτικότητας της πόλης· ο πολίτης που πεθαίνει για την πατρίδα δεν χάνεται, αλλά ενσωματώνεται στο σώμα του κοινού. Η δημοκρατία, όπως περιγράφεται στον Επιτάφιο, είναι ένα σύστημα που θεμελιώνεται στη δυνατότητα της κοινότητας να μετατρέπει την απώλεια σε νόημα.
Ο Θουκυδίδης σημειώνει ότι «όλη η γη είναι τάφος των επιφανών ανδρών». Η φράση αυτή, χαραγμένη αργότερα πάνω στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στην Αθήνα, δεν είναι τυχαία επιλογή· είναι εμβληματική συνέχεια. Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν είναι απλώς ένας ανώνυμος πολεμιστής· είναι η εικόνα και η αναπαράσταση του Επιταφίου του Περικλή. Εκεί όπου ο Περικλής εκφωνεί λόγο, το Μνημείο σιωπά· εκεί όπου ο ρήτορας εξυμνεί τον πολίτη, η πέτρα υμνεί τον άνθρωπο χωρίς όνομα. Η μορφή του ξαπλωμένου οπλίτη, γυμνού, ήρεμου και αξιοπρεπούς, είναι η σωματική έκφραση της ρητορικής ιδέας του Επιταφίου: ο θάνατος ως μορφή πολιτικής ομορφιάς, η θυσία ως πράξη συμμετοχής στον κοινό βίο.
Η μετάβαση από τον επώνυμο πολίτη της κλασικής Αθήνας στον ανώνυμο στρατιώτη του νεωτερικού κράτους δεν δηλώνει απλώς ιστορική αλλαγή· εκφράζει τη βαθιά μεταμόρφωση του πολιτικού νοήματος. Στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., ο πολίτης ήταν το κέντρο της πόλης και η μνήμη των νεκρών αποτελούσε συνέχεια του πολιτικού του ρόλου. Στο ελληνικό κράτος του 20ού αιώνα, μετά από πολέμους, διχασμούς και εθνικές περιπέτειες, η μνήμη γίνεται μέσο ενότητας. Ο ανώνυμος νεκρός δεν αντιπροσωπεύει μόνο τον πολεμιστή που χάθηκε χωρίς ταυτότητα· συμβολίζει το ίδιο το έθνος που, μέσα από την απώλεια, αναζητά την αυτογνωσία του.
Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, έργο του Φωκίωνα Ρωκ, δεν είναι μόνο έργο τέχνης· είναι πολιτική εικονογραφία. Ο οπλίτης που αναπαύεται αιώνια μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων δεν είναι ένας νεκρός ανάμεσα σε άλλους, αλλά η μορφή του συλλογικού πολίτη. Η αισθητική του αρχαϊκού γυμνού δεν παραπέμπει απλώς στην κλασική παράδοση λειτουργεί ως σύμβολο αδιάκοπης συνέχειας, από τον Επιτάφιο του Περικλή ως τη σύγχρονη πολιτεία. Το αρχαίο μέτρο της ομορφιάς, η ηρεμία της μορφής και η λιτότητα της σύνθεσης εκφράζουν την ίδια πίστη στη συμφιλίωση του θανάτου με το κάλλος, του ατομικού με το συλλογικό. Έτσι, ο Άγνωστος Στρατιώτης καθίσταται το οπτικό ισοδύναμο του Επιταφίου· ο λίθος μιλά τη γλώσσα του λόγου μέσα από τη σιωπή του.
Ωστόσο, η ίδια αυτή ρητορική της μνήμης δεν έμεινε αδιαμφισβήτητη. Ο Πλάτωνας, στον διάλογο Μενέξενος, προβαίνει σε μια λεπτή αλλά καίρια ειρωνεία απέναντι στην επιταφιακή παράδοση. Παρουσιάζει έναν υποτιθέμενο επιτάφιο λόγο, γραμμένο από την Ασπασία και εκφωνημένο από τον Σωκράτη, ο οποίος μιμείται και ταυτόχρονα αποδομεί τον λόγο του Περικλή. Μέσα από την ειρωνεία του Πλάτωνα αναδύεται ένα κρίσιμο ερώτημα: μήπως ο λόγος της μνήμης, ενώ φαίνεται να ενώνει, στην πραγματικότητα κατασκευάζει μια φαντασιακή εικόνα της πόλης; Μήπως το εγκώμιο των νεκρών είναι ένας τρόπος να ξεχνούμε την πολυπλοκότητα των ζωντανών; Ο Μενέξενος μας διδάσκει ότι κάθε επιτάφιος είναι ταυτόχρονα λόγος τιμής και πράξη εξουσίας — ένα εργαλείο συγκρότησης ταυτότητας μέσα από τη ρητορική της απώλειας.
Η πλατωνική ειρωνεία μας βοηθά να κατανοήσουμε εκ νέου τη σιωπή του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη. Αν ο Περικλής εξυμνεί τον πολίτη για να δοξάσει την πόλη, το μνημείο εξυψώνει τον ανώνυμο για να στερεώσει το έθνος. Η μνήμη, σε κάθε περίπτωση, αποκτά λειτουργία πολιτική· καθορίζει το ποιοι είμαστε, όχι μόνο μέσω της ιστορίας που αφηγούμαστε, αλλά και μέσω της σιωπής που επιλέγουμε να τη συνοδεύει. Η πλατωνική κριτική μας υπενθυμίζει ότι η μνήμη δεν είναι ουδέτερη· είναι ένα πεδίο νοηματοδότησης, μια μορφή λόγου που απαιτεί εγρήγορση.
Η σύγκριση του λόγου και του μνημείου, του Περικλή και του Αγνώστου, φανερώνει τη μετάβαση από τη συλλογική συμμετοχή στη συμβολική αναπαράσταση. Στην αρχαία Αθήνα, ο πολίτης ήταν συμμέτοχος του λόγου, συν-δημιουργός του πολιτικού νοήματος. Στη νεωτερική πολιτεία, ο πολίτης στέκει απέναντι στο μνημείο ως θεατής μιας ήδη διαμορφωμένης μνήμης. Ωστόσο, το κοινό νήμα παραμένει: η μνήμη είναι η πολιτική γλώσσα της κοινότητας. Όπως ο Επιτάφιος όρισε τη δημοκρατία ως συλλογική αυτογνωσία, έτσι και ο Άγνωστος Στρατιώτης επιχειρεί να ορίσει το έθνος μέσα από την κοινή σιωπή της απώλειας.
Η πολιτική διάσταση της μνήμης καθίσταται σήμερα ακόμη πιο κρίσιμη. Σε έναν κόσμο όπου οι μορφές της ανάμνησης πολλαπλασιάζονται —μέσα ενημέρωσης, επετείους, ψηφιακά μνημεία— η συλλογική μνήμη κινδυνεύει να μετατραπεί σε τελετουργία χωρίς στοχασμό. Η δημοκρατία, ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ενεργό μνήμη. Όπως ο Επιτάφιος του Περικλή διακήρυττε ότι η πόλη οφείλει να θυμάται για να παραμένει ελεύθερη, έτσι και το σύγχρονο κράτος οφείλει να θυμάται όχι για να καλλιεργεί δόξα, αλλά για να διατηρεί συνείδηση. Η μνήμη δεν πρέπει να είναι επανάληψη του ίδιου νοήματος, αλλά άσκηση σκέψης, αναστοχασμός πάνω στην κοινή μας ευθραυστότητα.
Σε αυτήν την προοπτική, τα χαραγμένα ονόματα των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών αποκτούν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Δεν αποτελούν απλώς επιγραφή πένθους, αλλά σημάδι μιας αυτοσυνείδησης που αρχίζει να διαμορφώνεται. Η επιγραφή των νεκρών αυτών δεν ανήκει στο εθνικό πάνθεο της δόξας, αλλά στο ηθικό πεδίο της ευθύνης. Το έθνος που χαράζει τα ονόματα των θυμάτων του, των πολιτών που χάθηκαν όχι σε πόλεμο, αλλά εξαιτίας της κρατικής αδιαφορίας, αναγνωρίζει τον εαυτό του στην πληγή. Αυτή η πράξη μνήμης δεν εξυψώνει, αλλά διορθώνει· δεν υμνεί, αλλά υπενθυμίζει ότι η πολιτεία κρίνεται όχι μόνο από τους ήρωες που τιμά, αλλά και από τους αθώους που θυσιάζονται στη σιωπή της. Έτσι, η μνήμη μετατρέπεται ξανά σε πολιτική πράξη, σε υπόσχεση ότι η δημοκρατία δεν θα λησμονεί τους δικούς της νεκρούς — εκείνους που πέθαναν επειδή ακριβώς δεν τους προστάτευσε.
Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, ως εικόνα του Επιταφίου, λειτουργεί σήμερα ως κάτοπτρο όπου η δημοκρατία βλέπει το είδωλό της. Μας υπενθυμίζει ότι η κοινότητα δεν θεμελιώνεται μόνο σε θεσμούς και νόμους, αλλά και σε τρόπους μνήμης·ότι η πολιτική δεν είναι μόνο διαχείριση του παρόντος, αλλά και μορφή σχέσης με τους νεκρούς της. Η σημειωτική της μνήμης, ως πολιτικό ζητούμενο, είναι επομένως η αναζήτηση ενός τρόπου να θυμόμαστε χωρίς να εγκλωβιζόμαστε, να σεβόμαστε τη σιωπή χωρίς να σβήνουμε τη φωνή.
Ο Άγνωστος Στρατιώτης και ο Επιτάφιος του Περικλή, με την πλατωνική ειρωνεία του Μενεξένου και την τραγική επικαιρότητα των Τεμπών ανάμεσά τους, δεν αποτελούν απλώς ιστορικά μνημεία είναι τρεις στιγμές ενός ενιαίου διαλόγου ανάμεσα στη μνήμη, τον λόγο και την πολιτική. Ο πρώτος είναι η μορφή του δεύτερου, ο δεύτερος είναι το νόημα του πρώτου, και ο τρίτος —η σύγχρονη μνήμη των αθώων— είναι η ηθική τους συνέπεια. Ο Επιτάφιος μιλά, ο Άγνωστος σιωπά, ο Πλάτωνας αμφισβητεί, και οι νεκροί των Τεμπών μάς καλούν να θυμόμαστε με ευθύνη. Έτσι η μνήμη παραμένει ζωντανή, όχι ως μάρμαρο, αλλά ως πράξη ελευθερίας.
