[χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά και 19 δευτ.]
Η ΕΕ αντιμετωπίζει αδυναμίες στο πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης και συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο τα βασικά αρμόδια όργανα ανταλλάσσουν πληροφορίες, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ). Ο αντίκτυπος είναι αισθητός στον αριθμό των ερευνών που κινούνται και στην έγκαιρη διεξαγωγή τους, στην εποπτεία που ασκεί το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ και στον ευρύτερο ρόλο του στην προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ. Μολονότι οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) έχουν οδηγήσει στην ανάκτηση εκατομμυρίων ευρώ από διαπράττοντες απάτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν γνωρίζει αν έχουν επιστραφεί όλα τα χρήματα που οφείλονται στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Σε μια περίοδο κατά την οποία η αρχιτεκτονική της ΕΕ για την καταπολέμηση της απάτης βρίσκεται υπό επανεξέταση, το ΕΕΣ ζητά ένα νέο σύστημα για την απλούστευση του χειρισμού των καταγγελιών και των ερευνών για περιπτώσεις απάτης.
Στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής της ΕΕ για την καταπολέμηση της απάτης, οι καταγγελίες για απάτη διερευνώνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ενώ η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή διοικητικών ερευνών. Η OLAF και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υποστηρίζονται από τον Οργανισμό της ΕΕ για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης (Eurojust) και τον Οργανισμό της ΕΕ για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ), καθώς και από τις εθνικές αρχές.
Το κλιμάκιο ελέγχου διαπίστωσε ότι η OLAF, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Eurojust και η Ευρωπόλ έχουν σαφώς καθορισμένες νομικές εντολές. Οι ανεξάρτητοι ρόλοι τους είναι στην πραγματικότητα συμπληρωματικοί και μπορούν να παρέχουν αποτελεσματικά εχέγγυα κατά της απάτης. Μολονότι αποδέχονται με προθυμία την αμοιβαία υποστήριξη όταν ζητείται, ο αριθμός των υποθέσεων στις οποίες έχουν αλληλοϋποστηριχθεί τα τελευταία χρόνια παραμένει σχετικά μικρός.
Οι διαδικασίες για τον χειρισμό καταγγελιών για απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ είναι πολύπλοκες. Κατ’ αρχάς, οι υποχρεώσεις καταγγελίας περιπτώσεων απάτης ποικίλλουν και οδηγούν σε διπλές καταχωρίσεις τόσο στην OLAF όσο και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, γεγονός που αυξάνει τον διοικητικό φόρτο. Επιπλέον, το σύστημα δεν διασφαλίζει ότι περιέρχονται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όλες οι καταγγελίες, κάτι που θα της επέτρεπε να τις αξιολογήσει ως προς την ύπαρξη πιθανής εγκληματικής δραστηριότητας. Οι διαδικασίες για τη διαβίβαση καταγγελιών από την OLAF στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι επαχθείς και ο τρόπος με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταλλάσσει πληροφορίες με την OLAF εμφανίζει επίσης περιορισμούς, γεγονός που μειώνει τα περιθώρια να ληφθούν περαιτέρω προστατευτικά μέτρα.
Μεταξύ του 2022 και του 2024, περιήλθαν συνολικά στην OLAF και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία 27 000 καταγγελίες για απάτη, εκ των οποίων για το ένα τρίτο θεωρήθηκε σκόπιμο να κινηθεί έρευνα. Τα αριθμητικά στοιχεία δείχνουν ότι τα όργανα της ΕΕ υποβάλλουν τρεις φορές περισσότερες καταγγελίες απάτης στην OLAF απ’ ό,τι στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ενώ για πολλά κράτη μέλη υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ του μεριδίου που τους αναλογεί από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και του αριθμού των περιπτώσεων απάτης που καταγγέλλουν. Το ΕΕΣ καλεί την Επιτροπή να αναλύσει τους λόγους αυτών των αποκλίσεων και να διερευνήσει τα αίτια πίσω από περιπτώσεις με πολύ χαμηλά επίπεδα καταγγελιών.
Σε συνέχεια των ερευνών της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η OLAF συνέστησε επιστροφές ύψους 615 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Έως το τέλος του 2024, είχαν ήδη ανακτηθεί 23 εκατ. ευρώ. Κατά την ίδια περίοδο, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δέσμευσε περιουσιακά στοιχεία αξίας 3 δισ. ευρώ. Σε συνέχεια ερευνών της, το 2024 τα δικαστήρια διέταξαν τις εθνικές αρχές να ανακτήσουν 232 εκατ. ευρώ που αποτελούσαν προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν διαθέτει μηχανισμό για να παρακολουθεί τον βαθμό εκτέλεσης των ανακτήσεων που έχουν διαταχθεί από τα δικαστήρια ούτε αν τα ποσά που οφείλονται στον προϋπολογισμό της ΕΕ έχουν ανακτηθεί στο ακέραιο. Ως εκ τούτου, το κλιμάκιο ελέγχου τονίζει την ανάγκη να ενισχύσει η Επιτροπή την από μέρους της εποπτεία της συνέχειας που δίνεται στις έρευνες περιπτώσεων απάτης.
