Του Σωκράτη Αργύρη
[χρόνος ανάγνωσης11 λεπτά και 47 δευτ.]
Quis custodiet ipsos custodes
(Ποιος μας φυλάει από τους φύλακες;)
– Γιουβενάλης
Οι δηλώσεις του Γερμανού καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς στο συνέδριο της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) στο Μόναχο συνιστούν πολιτικό και στρατηγικό γεγονός με βαρύτητα που υπερβαίνει την επικαιρική συγκυρία. Η ρητορική περί «τεκτονικής μετατόπισης των πολιτικών και οικονομικών κέντρων ισχύος», η διαπίστωση του τέλους της Pax Americana, η αποδοχή μιας παρατεταμένης κατάστασης «ούτε πολέμου ούτε ειρήνης», καθώς και η ανοιχτή συζήτηση για μαζικές επενδύσεις στην άμυνα και την επαναφορά της στρατιωτικής θητείας, συγκροτούν ένα συνεκτικό αφήγημα στρατηγικής αναθεώρησης.
Στόχος του κειμένου είναι η ανάδειξη των συνεπειών και των ευθυνών που προκύπτουν από μια ρητορική που, εάν υλοποιηθεί, μπορεί να μεταβάλει τις ισορροπίες στην Ευρώπη, δημιουργώντας πολιτικό προηγούμενο —ιδιαίτερα όταν προέρχεται από χώρες με ιστορικές, διαχρονικές ευθύνες σε συγκρούσεις— διότι δεν εξηγεί γιατί, παρά την εκτεταμένη οικονομική και στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία, δεν κατέστη δυνατή η επανακατάληψη των εδαφών της, θυμίζοντας ταυτόχρονα τη διαχρονική γερμανική αντίληψη του Παγγερμανισμού για τον Πανσλαβισμό.
Η ανάλυση των δηλώσεων του Γερμανού καγκελαρίου οφείλει, επιστημονικά και θεσμικά, να παραμείνει αυστηρά εντός του πλαισίου των ίδιων των δηλώσεων και των δεσμευτικών κανόνων που ισχύουν για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της. Δεν εξετάζονται προθέσεις, ιστορικές αναλογίες ή πολιτισμικές υποθέσεις, αλλά το κανονιστικό νόημα που παράγεται όταν τέτοιες τοποθετήσεις διατυπώνονται από τον επικεφαλής του ισχυρότερου κράτους της Ένωσης.
Η χρήση του όρου «τεκτονική μετατόπιση» παραπέμπει σε συστημική αλλαγή και όχι σε παροδική ανακατανομή ισχύος. Στη θεωρία των διεθνών σχέσεων, τέτοιες μετατοπίσεις συνδέονται με μεταβάσεις ισχύος (power transition theory), κατά τις οποίες η παρακμή μιας ηγεμονικής δύναμης δημιουργεί κενά, αυξάνει τον ανταγωνισμό και εντείνει τον κίνδυνο συγκρούσεων. Η αναγνώριση του τέλους της Pax Americana συνιστά ιστορική τομή που επηρεάζει άμεσα τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.
Όταν, όμως, η διάγνωση αυτή διατυπώνεται από τον καγκελάριο της ισχυρότερης οικονομίας της ΕΕ, αποκτά κανονιστικό χαρακτήρα: δεν περιγράφει απλώς την πραγματικότητα, αλλά αυτονομιμοποιεί την ανάγκη ενεργητικής προσαρμογής και αναθεώρησης ρόλων. Η μετατόπιση αυτή τείνει να μεταφέρει το βάρος από τη συλλογική διαδικασία της ΕΕ στη γερμανική στρατηγική βούληση, δημιουργώντας εντάσεις με το θεσμικό πνεύμα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). |
Η μεταπολεμική γερμανική αυτοσυγκράτηση δεν υπήρξε μόνο αποτέλεσμα εξωτερικών περιορισμών. Αντίθετα, μετατράπηκε σε εσωτερικευμένο πολιτισμικό και πολιτικό δόγμα. Η Γερμανία ανέπτυξε μια στρατηγική κουλτούρα όπου η ισχύς θεωρούνταν δυνητικά επικίνδυνη, η στρατιωτική δράση ηθικά ύποπτη και η ανάληψη ηγετικού ρόλου πηγή καχυποψίας.
Η Συνθήκη 2+4 (1990), που επανένωσε τη χώρα και αποκατέστησε πλήρως την κυριαρχία της, δεν επέβαλε νομικά όρια στη γερμανική ισχύ με τη στενή έννοια. Αντίθετα, θεμελίωσε μια πολιτική συμφωνία βασισμένη σε τρεις άξονες: την ενσωμάτωση στο ΝΑΤΟ, την αποδοχή των μεταπολεμικών συνόρων και την εγκατάλειψη κάθε αναθεωρητικής στρατηγικής. Η αυτοσυγκράτηση δεν ήταν επιβολή· ήταν επιλογή.
Για δεκαετίες, αυτή η επιλογή αποδείχθηκε λειτουργική. Η αμερικανική ηγεμονία παρείχε ασφάλεια, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απορρόφησε τις εντάσεις, και η οικονομική παγκοσμιοποίηση επέτρεψε στη Γερμανία να ασκεί επιρροή χωρίς στρατιωτική εμπλοκή. Η «ήπια ισχύς» δεν ήταν απλώς προτίμηση· ήταν ορθολογική στρατηγική.
Η κρίσιμη τομή έρχεται όταν οι παραδοχές αυτές παύουν να ισχύουν.
Η Pax Americana αποτέλεσε για δεκαετίες το θεμέλιο της ευρωπαϊκής ασφάλειας και ευημερίας. Επέτρεψε στην Ευρώπη —και ιδίως στη Γερμανία— να αναπτύξει ένα μοντέλο «μετα-ισχύος», βασισμένο στο εμπόριο, την οικονομική ολοκλήρωση και την κανονιστική επιρροή. Η δημόσια αποδοχή του τέλους αυτής της τάξης πραγμάτων σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη συμμαχική σύμπλευση στον συναλλακτικό ρεαλισμό.
Ωστόσο, η αμφισβήτηση της αμερικανικής εγγύησης χωρίς ταυτόχρονη, θεσμικά κατοχυρωμένη ενίσχυση της ευρωπαϊκής συλλογικής ασφάλειας δημιουργεί κενό. Το κενό αυτό δεν καλύπτεται αυτομάτως από εθνικές πρωτοβουλίες, ακόμη και όταν προέρχονται από ισχυρά κράτη. Αντιθέτως, ελλοχεύει ο κίνδυνος αναβίωσης λογικών ισορροπίας ισχύος εντός της Ευρώπης—μιας ηπείρου με τραυματική ιστορική εμπειρία τέτοιων ανταγωνισμών.
Η ευρωπαϊκή τάξη μετά το 1945 δεν οικοδομήθηκε σε ιστορικό κενό. Οικοδομήθηκε ως απάντηση σε δύο παγκόσμιους πολέμους με κεντρικό επίκεντρο τη Γερμανία.
Η αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη, πέρα του Ψυχρού Πολέμου, —και ειδικά στη Γερμανία— δεν ήταν πράξη φιλανθρωπίας αλλά μηχανισμός σταθεροποίησης και περιορισμού της γερμανικής στρατηγικής αυτονομίας.
Η σταδιακή λήθη αυτής της ιστορικής συνθήκης οδηγεί σε επικίνδυνη αποϊστορικοποίηση της ισχύος. Όταν η Γερμανία εμφανίζεται στον ευρωπαϊκό λόγο ως «κανονικός» στρατηγικός δρών χωρίς ρητή αναφορά στους λόγους για τους οποίους οικοδομήθηκαν οι μεταπολεμικοί περιορισμοί, η ιστορική ευθύνη μετατρέπεται σε αφηρημένο ηθικό υπόβαθρο χωρίς θεσμικές δεσμεύσεις.
Η δήλωση ότι «δεν ζούμε σε πόλεμο, αλλά δεν ζούμε πλέον και μόνο σε ειρήνη» αποτυπώνει τη μετάβαση στη λογική της γκρίζας ζώνης (grey zone conflicts). Κυβερνοεπιθέσεις, ενεργειακός εκβιασμός, παραπληροφόρηση, οικονομικός καταναγκασμός και εργαλειοποίηση μεταναστευτικών ροών συνθέτουν ένα περιβάλλον διαρκούς έντασης.
Υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, η θεσμοποίηση αυτής της ενδιάμεσης κατάστασης είναι προβληματική. Το jus ad bellum βασίζεται σε σαφείς διακρίσεις μεταξύ ειρήνης και ένοπλης σύρραξης. Η κανονικοποίηση της ασάφειας διαβρώνει τους κανόνες, νομιμοποιεί την εξαίρεση και ευνοεί προληπτικές πολιτικές ασφαλείας. Η μετατόπιση αυτή προσεγγίζει περισσότερο ρεαλιστικές σχολές σκέψης τύπου Carl Schmitt, παρά τη φιλελεύθερη διεθνιστική παράδοση της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Η θέση ότι μια ρωσική νίκη στην Ουκρανία θα αποτελούσε την αρχή περαιτέρω αποσταθεροποίησης εντάσσει τον πόλεμο σε υπαρξιακό πλαίσιο για την ΕΕ. Η Ουκρανία αντιμετωπίζεται ως προκεχωρημένο όριο της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η αποτυχία στήριξής της θα έθετε υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία, την αποτρεπτική ικανότητα και τη συνοχή της Ένωσης. Βέβαια ουδείς εξηγεί γιατί η Ουκρανία χάνει τα εδάφη της παρά την γενναία οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που δέχτηκε από την αρχή του πολέμου.
Ταυτόχρονα, η ανάγνωση αυτή αυξάνει το διακύβευμα της ευρωπαϊκής εμπλοκής και εντείνει την πίεση για στρατηγικές αποφάσεις που υπερβαίνουν την παραδοσιακή διπλωματία. Η πρόκληση έγκειται στη διατήρηση της νομιμότητας και της συλλογικότητας, χωρίς διολίσθηση σε λογικές κλιμάκωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλώς ένας πολιτικός χώρος συντονισμού εθνικών στρατηγικών. Είναι ένωση δικαίου.
Οι Συνθήκες (ΣΕΕ και ΣΛΕΕ), η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), το Καταστατικό του ΝΑΤΟ και ο Χάρτης του ΟΗΕ δεσμεύουν όλα τα κράτη-μέλη ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος. Η αρχή pacta sunt servanda δεν αναστέλλεται λόγω «τεκτονικών μετατοπίσεων».
Οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ και ΣΛΕΕ) θεμελιώνουν την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας ως διακυβερνητική αλλά συλλογική αρμοδιότητα. Το άρθρο 24 ΣΕΕ είναι σαφές: η εξωτερική δράση της Ένωσης ασκείται βάσει κοινών αποφάσεων και αρχών, όχι εθνικών στρατηγικών αφηγήσεων με κανονιστική αξίωση.
Κανένα κράτος-μέλος δεν διαθέτει δικαίωμα ερμηνευτικής πρωτοκαθεδρίας ως προς το διεθνές περιβάλλον ή τις «ιστορικές αναγκαιότητες» της Ένωσης.
Η στρατηγική αυτοανακήρυξη ενός κράτους σε θεματοφύλακα της ευρωπαϊκής ασφάλειας συνιστά de facto αναθεώρηση των Συνθηκών χωρίς τη διαδικασία του άρθρου 48 ΣΕΕ.
Αντιθέτως, η ΚΕΠΠΑ στηρίζεται στην ισότητα των κρατών-μελών, στη συλλογική λήψη αποφάσεων και στην αποφυγή μονομερών στρατηγικών αφηγήσεων.
Καμία Συνθήκη δεν αναγνωρίζει σε κράτος-μέλος το δικαίωμα να αυτοαναγορεύεται σε εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας μέσω εθνικής στρατηγικής.
Όταν η ρητορική περί «ιστορικής ευθύνης» μετατοπίζει το κέντρο βάρους από τη συλλογική διαδικασία στη γερμανική πρωτοβουλία, δημιουργείται μια σιωπηρή αλλά ουσιαστική αναθεώρηση των Συνθηκών χωρίς θεσμική έγκριση. Το γεγονός ότι αυτή η μετατόπιση γίνεται ανεκτή αποκαλύπτει μια βαθύτερη κρίση θεσμικής αυτοπεποίθησης της ίδιας της ΕΕ.
Οι αναφορές σε μαζικές επενδύσεις στην άμυνα και στη στρατιωτική θητεία σηματοδοτούν απομάκρυνση από τη μεταπολεμική γερμανική κουλτούρα αυτοσυγκράτησης. Για την ΕΕ, αυτό συνεπάγεται επιτάχυνση της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και μείωση της εξάρτησης από εξωευρωπαϊκούς προμηθευτές.
Σε κοινωνικό επίπεδο, πρόκειται για αναθεώρηση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου της Γερμανίας. Η επανανομιμοποίηση της στρατιωτικής ισχύος στον δημόσιο λόγο συνιστά ποιοτική μεταβολή με απρόβλεπτες συνέπειες για την εσωτερική συνοχή και τη διεθνή εικόνα της χώρας.
Το ΝΑΤΟ συγκροτήθηκε ως αμυντική συμμαχία. Η έμφαση στη μονομερή στρατηγική προετοιμασία μετατοπίζει το βάρος από τη συλλογική άμυνα στην εθνική αποτροπή. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό: ποιος ορίζει την απειλή και πότε η αποτροπή μετατρέπεται σε κλιμάκωση.
Όταν τέτοια ρητορική προέρχεται από κράτος με τη βαρύτητα της Γερμανίας, δημιουργείται de facto ηγεμονική αφήγηση εντός της Συμμαχίας, με δυνητικά αποσταθεροποιητικές συνέπειες.
Η περιγραφή της Γερμανίας ως χώρας που «χρειάζεται ανακαίνιση από την αρχή» αναδεικνύει τη σύνδεση γεωπολιτικής ισχύος και εσωτερικής ανθεκτικότητας. Για την ΕΕ συνολικά, αυτό μεταφράζεται σε ανάγκη βιομηχανικής πολιτικής, τεχνολογικής κυριαρχίας, ενεργειακής αυτονομίας και επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Η γεωπολιτική ισχύς της Ευρώπης προϋποθέτει οικονομική ισχύ και κοινωνική συνοχή.
Το Γερμανικό Σύνταγμα (Grundgesetz) δεν είναι ένα ουδέτερο οργανωτικό κείμενο, αλλά προϊόν ιστορικού τραύματος και συνειδητής επιλογής αυτοπεριορισμού. Ολόκληρη η αρχιτεκτονική του αντανακλά την απόρριψη της εθνικής στρατηγικής αυθαιρεσίας που χαρακτήρισε το μεσοπολεμικό και ναζιστικό παρελθόν. Η εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας εντάσσονται ρητά σε ένα πλαίσιο δεσμευμένου κρατισμού (gebundene Staatlichkeit).
Το άρθρο 26 GG απαγορεύει όχι μόνο την επιθετική πολεμική ενέργεια, αλλά και την προπαρασκευή επιθετικού πολέμου, εισάγοντας μια έννοια προληπτικού συνταγματικού φραγμού.
Παράλληλα, το άρθρο 24 του Θεμελιώδους Νόμου (Grundgesetz) επιτρέπει στη Γερμανία τη μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων αποκλειστικά στο πλαίσιο συστημάτων συλλογικής ασφάλειας, αποκλείοντας τη νομιμοποίηση εθνικής στρατηγικής πρωτοκαθεδρίας. Παράλληλα, η ρήτρα αιωνιότητας (Ewigkeitsklausel) του άρθρου 79, παράγραφος 3 κατοχυρώνει αυτές τις θεμελιώδεις επιλογές ως αμετάβλητο πυρήνα της συνταγματικής τάξης. Η μεταπολεμική αυτοσυγκράτηση της Γερμανίας δεν αποτελεί ιστορικό κατάλοιπο, αλλά συνταγματική ταυτότητα.
Η Bundeswehr, σύμφωνα με τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (BVerfG), λειτουργεί αποκλειστικά ως Parlamentsarmee. Κάθε στρατιωτική εμπλοκή προϋποθέτει δηλαδή κοινοβουλευτική έγκριση και σαφή ένταξη σε συλλογικό θεσμικό πλαίσιο (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, ΕΕ). Η ρητορική περί διαρκούς γκρίζας ζώνης και διαρθρωτικής απειλής τείνει να διαβρώσει αυτή τη συνταγματική αρχή, διότι μετατρέπει την εξαίρεση σε κανονικότητα.
Η επαναφορά της στρατιωτικής θητείας δεν είναι απλή πολιτική επιλογή. Αγγίζει τον πυρήνα της συνταγματικής ισορροπίας μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Το Grundgesetz επιτρέπει τη θητεία μόνο υπό την προϋπόθεση αμυντικής αναγκαιότητας και σαφούς απειλής. Η γενίκευση της έννοιας της απειλής σε μόνιμο στρατηγικό περιβάλλον αβεβαιότητας δημιουργεί συνταγματική ένταση: η κοινωνία καλείται να τελεί υπό διαρκή επιστράτευση χωρίς τυπική κατάσταση ανάγκης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επικαλείται συστηματικά την αρχή pacta sunt servanda στον οικονομικό και δημοσιονομικό τομέα: σταθερότητα, κανόνες ανταγωνισμού, δημοσιονομική πειθαρχία, κράτος δικαίου. Ωστόσο, η επιλεκτική ανοχή αποκλίσεων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής δημιουργεί θεσμική σχιζοφρένεια.
Ή οι Συνθήκες δεσμεύουν ολιστικά —οικονομία, εξωτερική πολιτική, ασφάλεια— ή παύουν να λειτουργούν ως νομικό θεμέλιο και μετατρέπονται σε εργαλείο επιλεκτικής πειθαρχίας. Η άνιση εφαρμογή τους υπονομεύει τη νομιμοποίηση της ίδιας της Ένωσης.
Η ανοχή στρατηγικών αφηγήσεων πέραν των Συνθηκών δεν είναι ουδέτερη. Παράγει θεσμική ασυμμετρία: ισχυρά κράτη αποκτούν άτυπη ελευθερία ερμηνείας, ενώ τα μικρότερα παραμένουν αυστηρά δεσμευμένα. Αυτό αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας των κρατών-μελών και επαναφέρει, υπό νέο μανδύα, ιεραρχίες ισχύος.
Η διαφορά δεν αφορά το περιεχόμενο αλλά το ποιος μιλά. Η ισχύς παράγει ανοχή, όχι όμως εμπιστοσύνη.
Αυτή η ασύμμετρη ανοχή αποκαλύπτει μια θεμελιώδη αντίφαση της ευρωπαϊκής τάξης: οι κανόνες εφαρμόζονται αυστηρά στους αδύναμους και ελαστικά στους ισχυρούς. Όταν αυτό κανονικοποιείται, η ΕΕ παύει να λειτουργεί ως ένωση δικαίου και μετατρέπεται σε μηχανισμό διαχείρισης ιεραρχιών.
Εάν παρόμοιες δηλώσεις διατυπώνονταν από κράτος μικρότερου βεληνεκούς, θα αντιμετωπίζονταν ως απόκλιση ή απειλή συνοχής. Η ανοχή προς τη Γερμανία δεν είναι νομική· είναι πολιτική και ισχυοκεντρική.
Η μεγαλύτερη ανησυχία δεν αφορά τις προθέσεις της Γερμανίας, αλλά τις αντιλήψεις που μπορεί να γεννήσει. Η ευρωπαϊκή ιστορία έχει δείξει ότι η αντιπαράθεση παγγερμανισμού και πανσλαβισμού λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία αποσταθεροποίησης.
Σήμερα δεν υπάρχει παγγερμανισμός με την κλασική έννοια. Υπάρχει, όμως, ο κίνδυνος ενός λειτουργικού παγγερμανισμού: ηγεσία χωρίς πλήρη πολιτική νομιμοποίηση, καθορισμός του «ευρωπαϊκού συμφέροντος» από ένα κράτος.
Αντίστοιχα, ο σύγχρονος πανσλαβισμός, εργαλειοποιημένος από τη Ρωσία, δεν είναι πολιτισμικός αλλά γεωπολιτικός, νομιμοποιώντας σφαίρες επιρροής.
Η ουκρανική κρίση ανέδειξε τις δομικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής στρατηγικής σκέψης. Η ΕΕ παρείχε πολιτικές υποσχέσεις χωρίς αντίστοιχες εγγυήσεις ασφάλειας, δημιουργώντας προσδοκίες χωρίς θεσμική κάλυψη.
Παράλληλα, παρατηρείται μια αυξανόμενη εμπλοκή της Γερμανίας στην εξαγωγή οπλικών συστημάτων προς ευρωπαϊκά κράτη που βιώνουν άμεσα τη ρωσική απειλή. Η ασφάλεια μετατρέπεται σε αγορά, όπου ο φόβος δημιουργεί ζήτηση και η γεωπολιτική ανασφάλεια μεταφράζεται σε οικονομικό όφελος.
Η πρακτική αυτή δημιουργεί νέες ιεραρχίες εξάρτησης. Η συλλογική άμυνα αποδυναμώνεται όταν η ασφάλεια παύει να είναι κοινό αγαθό και μετατρέπεται σε προϊόν. Η εμπορευματοποίηση της ασφάλειας δεν ενισχύει την ευρωπαϊκή συνοχή· τη διαβρώνει. Με άλλα λόγια, η στρατιωτική βιομηχανία μετατρέπεται σε μέσο γεωπολιτικής επιρροής, όπου το οικονομικό όφελος συνδέεται άμεσα με την εδραίωση στρατηγικής θέσης.
Η τάση αυτή εγείρει ερωτήματα για τη συλλογική στρατηγική της ΕΕ: εάν οι αποφάσεις για την εξωτερική και αμυντική πολιτική καθορίζονται de facto από οικονομικά συμφέροντα και όχι από συλλογική πολιτική βούληση, δημιουργείται ανισότητα μεταξύ κρατών-μελών και υπονομεύεται η θεσμική συνοχή. Η εμπειρία της οικονομικής πολιτικής Σόιμπλε υποδεικνύει ότι η μονομερής καθοδήγηση μεγάλου κράτους μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδα· στην περίπτωση της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, ο κίνδυνος είναι αντίστοιχα υψηλός.
Τέλος, η στρατηγική εκμετάλλευσης του πολέμου για οικονομικό όφελος ενισχύει την εικόνα της Γερμανίας ως γεωπολιτικού ηγέτη εντός της ΕΕ, αλλά μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις από άλλες χώρες-μέλη, που βλέπουν την εξωτερική πολιτική να υπαγορεύεται από οικονομικά συμφέροντα και όχι από συλλογικούς κανόνες και στρατηγική αλληλεγγύη.
Σε νομικό επίπεδο, οι δηλώσεις περί «τεκτονικής μετατόπισης», τέλους της Pax Americana και διαρκούς κατάστασης μεταξύ ειρήνης και πολέμου δεν είναι ουδέτερες περιγραφές. Δημιουργούν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που τείνει να υπερβεί το γράμμα και το πνεύμα των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, στο μέτρο που:
μετατοπίζουν την εξωτερική πολιτική από τη συλλογική απόφαση στη στρατηγική αφήγηση εθνικής αναγκαιότητας,
υπονοούν αυξημένο βαθμό εθνικής διακριτικής ευχέρειας στον καθορισμό απειλών,
και προετοιμάζουν πολιτικά το έδαφος για πρακτικές που δεν προβλέπονται ρητώς από την ΚΕΠΠΑ.
Η αρχή pacta sunt servanda δεν επιδέχεται τομεακή εφαρμογή. Εάν οι Συνθήκες δεσμεύουν απολύτως τα κράτη-μέλη στον οικονομικό, δημοσιονομικό και ρυθμιστικό τομέα, δεσμεύουν εξίσου και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας. Η επιλεκτική επίκληση των Συνθηκών υπονομεύει τη νομική συνοχή της Ένωσης και μετατρέπει το δίκαιο σε εργαλείο ισχύος.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι δηλώσεις αυτές, ακόμη και εάν εκκινούν από πραγματικές ανησυχίες, παράγουν αντικειμενικές συνέπειες για την ΕΕ. Η Ένωση δεν συγκροτήθηκε για να αντικαταστήσει έναν εξωτερικό ηγεμόνα με έναν εσωτερικό. Ο στρατηγικός της σκοπός δεν είναι η ανάδυση ευρωπαϊκής ηγεμονίας, αλλά η οικοδόμηση ισχυρής, προβλέψιμης και συλλογικής διπλωματίας, ικανής να αποτρέπει συγκρούσεις μέσω θεσμών, δικαίου και συντονισμένης ισχύος.
Όταν η ισχύς προηγείται της διπλωματίας στη δημόσια ρητορική, ακόμη και αν δεν συνοδεύεται από άμεσες πράξεις, αλλοιώνεται το ευρωπαϊκό μοντέλο διεθνούς παρουσίας. Η ΕΕ δεν μπορεί να λειτουργήσει ως γεωπολιτικός δρων εάν υιοθετήσει, έστω ρητορικά, λογικές εθνικής στρατηγικής πρωτοκαθεδρίας.
Η μόνη θεσμικά συνεπής απάντηση στην αυξανόμενη διεθνή αβεβαιότητα δεν είναι η αναζήτηση νέου ηγεμόνα, αλλά η εμβάθυνση της κοινής ευρωπαϊκής διπλωματίας, η αυστηρή τήρηση των Συνθηκών και η ενίσχυση της συλλογικής νομιμοποίησης κάθε στρατηγικής επιλογής.
Η εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας υπό τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποτελεί κρίσιμο μάθημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, ο Σόιμπλε καθόριζε αυστηρά τη δημοσιονομική πειθαρχία, επιβάλλοντας κανόνες που στόχευαν στη σταθερότητα και στην αποτροπή υπερβολικών ελλειμμάτων. Η λογική ήταν θεωρητικά ορθή: η Ευρωζώνη χρειάζεται δημοσιονομική υπευθυνότητα, και ένα ισχυρό κράτος-μέλος θα μπορούσε να λειτουργεί ως «θεματοφύλακας» αυτής της πειθαρχίας.
Ωστόσο, στην πράξη, η εφαρμογή της γερμανικής πολιτικής οδήγησε σε σημαντικά προβλήματα. Μεγάλες οικονομίες όπως η Γαλλία και το Βέλγιο σήμερα αντιμετωπίζουν αδυναμία να καταθέσουν προϋπολογισμό σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Κομισιόν. Οι κανόνες, όσο αυστηροί και αν ήταν, δεν κατάφεραν να ενσωματώσουν τις οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες των κρατών-μελών, με αποτέλεσμα τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις που βλέπουμε σήμερα. Η υπερβολική έμφαση στην πειθαρχία, χωρίς ευελιξία και συλλογική συνεννόηση, υπονόμευσε τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά τις αρχικές καλές προθέσεις.
Η αντιπαραβολή με τις δηλώσεις και τις προτάσεις του Φρίντριχ Μερτς για την εξωτερική και αμυντική πολιτική της ΕΕ είναι προφανής. Ο Μερτς εμφανίζεται να προτείνει μια γερμανικά καθοδηγούμενη στρατηγική, με έμφαση σε επενδύσεις στην άμυνα, επαναφορά στρατιωτικής θητείας και ενεργοποίηση ενός εθνικού ρόλου που ξεπερνά το συλλογικό πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Όπως η πολιτική Σόιμπλε στην οικονομία απέδειξε ότι η μονομερής καθοδήγηση οδηγεί σε αδιέξοδα για κράτη που δεν μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στους κανόνες, έτσι και η πιθανή εφαρμογή των στρατηγικών προτάσεων του Μερτς μπορεί να δημιουργήσει αδιέξοδα στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της ΕΕ.
Η ανησυχία αυτή δεν είναι θεωρητική. Η μονομερής καθοδήγηση σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα όπως η συλλογική ασφάλεια μπορεί να υπονομεύσει την ενιαία διαδικασία λήψης αποφάσεων, να προκαλέσει διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη και να διαβρώσει τη θεσμική συνοχή της Ένωσης. Όπως οι οικονομικοί περιορισμοί υπό τον Σόιμπλε οδήγησαν μεγάλες χώρες να δυσκολεύονται να καταθέσουν προϋπολογισμό, έτσι και η στρατηγική μονοκατευθυνόμενη πολιτική του Μερτς θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσλειτουργίες στη συλλογική ασφάλεια, αδυναμία συντονισμού και πιθανή υπονόμευση της αποτρεπτικής ικανότητας της ΕΕ.
Η σύγκριση αυτή δείχνει ένα θεμελιώδες μάθημα: η ισχύς ενός ισχυρού κράτους δεν μπορεί να υποκαθιστά τη συλλογική διαδικασία, είτε πρόκειται για οικονομία είτε για εξωτερική πολιτική. Η υπερβολική εξάρτηση από την πρωτοκαθεδρία ενός μόνο κράτους μπορεί να δημιουργήσει αδιέξοδα, ακόμη και όταν οι προθέσεις είναι θεωρητικά ορθές. Στην περίπτωση της ΕΕ, η εμπειρία Σόιμπλε επιβάλλει προσοχή και μέτρο: κάθε προσπάθεια μονομερούς καθοδήγησης πρέπει να ενσωματώνει συλλογική νομιμότητα, θεσμική πειθαρχία και σεβασμό στις Συνθήκες, για να αποφευχθούν οι ίδιοι κίνδυνοι αδιεξόδου που η Ένωση βίωσε στην οικονομική σφαίρα.
Συμπερασματικά, η εμπειρία Σόιμπλε λειτουργεί ως προειδοποίηση: αν η ΕΕ επιχειρήσει να ακολουθήσει τις προτάσεις του Μερτς χωρίς θεσμική συλλογικότητα, χωρίς σεβασμό στις Συνθήκες και χωρίς συμμετοχή όλων των κρατών-μελών, είναι πολύ πιθανό ότι θα αντιμετωπίσει τα ίδια αδιέξοδα που προκάλεσε η οικονομική πολιτική της προηγούμενης δεκαετίας. Η προσπάθεια του Μερτς να λειτουργήσει ως «Σόιμπλε της ασφάλειας» εγκυμονεί ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους. Η οικονομική πολιτική παράγει κοινωνικές εντάσεις· η στρατηγική και αμυντική πολιτική παράγει υπαρξιακούς κινδύνους.
Η Ευρώπη δεν κρίνεται από το αν αναγνωρίζει την επιστροφή της ισχύος, αλλά από το αν θυμάται γιατί επέλεξε να τη θέσει υπό κανόνες.
Η ασφάλεια χωρίς θεσμούς παράγει εξάρτηση· οι θεσμοί χωρίς ασφάλεια παράγουν αυταπάτες. Η ισορροπία ανάμεσά τους δεν είναι τεχνικό ζήτημα, αλλά πολιτική επιλογή.
Οι Συνθήκες δεν σχεδιάστηκαν για έναν κόσμο σταθερό, αλλά για έναν κόσμο επικίνδυνο. Αν εγκαταλείπονται όταν γίνονται δύσκολες, δεν είναι επειδή απέτυχαν, αλλά επειδή κρίθηκαν άβολες.
Η ιστορική ευθύνη δεν μεταφράζεται σε δικαίωμα καθοδήγησης, αλλά σε υποχρέωση αυτοπεριορισμού. Όπου αυτή η διάκριση θολώνει, η μνήμη μετατρέπεται σε εργαλείο ισχύος.
Η ευρωπαϊκή ισχύς, για να είναι νομιμοποιημένη, οφείλει να είναι συλλογική· για να είναι συλλογική, οφείλει να είναι θεσμική· και για να είναι θεσμική, οφείλει να είναι ισότιμη.
Όταν οι κανόνες εφαρμόζονται επιλεκτικά, παύουν να λειτουργούν ως κανόνες και μετατρέπονται σε ενδείξεις ιεραρχίας. Και οι ιεραρχίες δεν συνθέτουν πολιτικές κοινότητες· τις διαβρώνουν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν δημιουργήθηκε για να διαχειρίζεται την ανισότητα ισχύος, αλλά για να την υπερβαίνει. Αν αυτό το πρόταγμα εγκαταλειφθεί σιωπηρά, δεν θα αντικατασταθεί από σταθερότητα, αλλά από καχυποψία.
Στο τέλος, το ερώτημα δεν είναι ποιος μπορεί να προστατεύσει την Ευρώπη, αλλά με ποια νομιμοποίηση. Και η απάντηση αυτή δεν βρίσκεται στην ισχύ, αλλά στους θεσμούς που την περιορίζουν.
Υστερόγραφο:
Αν ο καγκελάριος Μερτς ή η Γερμανική Πρεσβεία ή οποιοσδήποτε άλλος αμφισβητήσει το κείμενο με τη διατύπωση ότι «οι θεσμοί που επικαλεστήκαμε σχεδιάστηκαν για έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια», του υπενθυμίζουμε τα βασικά επιχειρήματα:
Δεσμευτική ισχύς των Συνθηκών: όσο δεν αλλάζουν οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή το Καταστατικό του ΝΑΤΟ, ισχύει η αρχή pacta sunt servanda. Οποιαδήποτε μονομερής στρατηγική πρωτοβουλία δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί χωρίς συλλογική έγκριση. Επιπλέον, ο ρεαλισμός χωρίς θεσμούς δεν είναι ρεαλισμός· είναι ιστορική αμνησία.
Ιστορικά παραδείγματα στρατηγικής κουλτούρας: Ο Βίσμαρκ αποτελεί το ιστορικό παράδειγμα στρατηγικής για τους Γερμανούς, όπως ο Καβούρ για τους Ιταλούς. Ωστόσο, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι ο Βίσμαρκ, μέσω του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, συνέβαλε σε μια σειρά ιστορικών εξελίξεων που οδήγησαν αργότερα στους Παγκόσμιους Πολέμους. Η αναφορά δεν αποτελεί υπαινιγμό για επεκτατική πολιτική, αλλά εργαλείο κατανόησης στρατηγικής σκέψης και οργάνωσης ισχύος με πλήρη ιστορική επίγνωση.
Με αυτόν τον τρόπο, υπογραμμίζεται ότι οι θεσμοί, η ιστορική μνήμη και η συλλογική νομιμοποίηση είναι τα κεντρικά όρια για κάθε στρατηγική πρωτοβουλία της Γερμανίας.
