Του Σωκράτη Αργύρη
[χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά και 56 δευτ.]
επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία*
Η ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας δεν μπορεί να διαβαστεί μόνο ως ιστορία πίστης· είναι ταυτόχρονα ιστορία θεσμών που επιβίωσαν, μετασχηματίστηκαν ή υποχώρησαν μέσα σε μεταβαλλόμενα καθεστώτα ισχύος.
Η Ιστορία της Εκκλησίας είναι γεμάτη από αντιθέσεις: από τη μια πλευρά, η υπερκρατική στρατηγική του Βατικανού που επέζησε αιώνες γεωπολιτικών ανατροπών· από την άλλη, η συγκυριακή και εύθραυστη θέση του Φαναρίου, εγκλωβισμένου ανάμεσα σε κανονικές αρχές και εθνικά συμφέροντα.
Η ιστορική ανθεκτικότητα του Βατικανού και η αντίστοιχη θεσμική ευαλωτότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν μπορούν να ερμηνευθούν επαρκώς μέσα από θεολογικές διαφορές ή συγκυριακά πολιτικά γεγονότα. Αντιθέτως, απαιτούν μια ανάλυση των δομικών συνθηκών εξουσίας, των θεσμικών επιλογών και των διαφορετικών σχέσεων Εκκλησίας και κράτους που διαμορφώθηκαν ήδη από την ύστερη αρχαιότητα.
Η πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δημιούργησε ένα μοναδικό κενό εξουσίας. Σε αντίθεση με την Ανατολή, όπου η αυτοκρατορική συνέχεια διατηρήθηκε, η Ρώμη βρέθηκε χωρίς κεντρική κοσμική αρχή. Σε αυτό το περιβάλλον, ο επίσκοπος Ρώμης δεν περιορίστηκε σε πνευματικό ρόλο, αλλά ανέλαβε σταδιακά λειτουργίες πολιτικής διαμεσολάβησης, διοίκησης και διεθνούς εκπροσώπησης.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Ο παπισμός κληρονόμησε τη ρωμαϊκή διοικητική κουλτούρα, τη νομική σκέψη και την έννοια της καθολικής δικαιοδοσίας. Παράλληλα, η θεολογική σύνδεση με τον Απόστολο Πέτρο παρείχε ένα ισχυρό αφήγημα υπερτοπικής νομιμοποίησης. Έτσι, η παπική εξουσία μετασχηματίστηκε από τοπικό εκκλησιαστικό αξίωμα σε υπερβατικό πολιτικό θεσμό.
Κεντρικό χαρακτηριστικό της δυτικής εκκλησιαστικής εξέλιξης υπήρξε η σταδιακή καθετοποίηση της εξουσίας. Το Βατικανό ανέπτυξε ένα ενιαίο κανονικό δίκαιο, σαφή ιεραρχία και απόλυτη παπική δικαιοδοσία επί των επισκόπων. Αυτή η θεσμική συγκέντρωση επέτρεψε την ταχεία λήψη αποφάσεων και, κυρίως, τη χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής ανεξάρτητης από επιμέρους κράτη.
Η δυνατότητα αυτή εξηγεί γιατί το Βατικανό μπόρεσε να λειτουργήσει ως ρυθμιστής διεθνών ισορροπιών, να παρεμβαίνει σε βασιλικές διαδοχές και να διατηρεί συνοχή ακόμη και σε περιόδους έντονης κρίσης.
Η ανακάλυψη των Νέων Χωρών αποτέλεσε κομβική στιγμή. Μέσω παπικών βουλών, η Ρώμη νομιμοποίησε την αποικιακή επέκταση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, επιβεβαιώνοντας τη θέση της ως υπερκρατικής αρχής με δικαίωμα κατανομής εδαφών και λαών.
Η σημασία αυτής της περιόδου έγκειται στο γεγονός ότι το Βατικανό κατανόησε έγκαιρα πως η ισχύς του δεν έπρεπε να είναι πρωτίστως εδαφική, αλλά κανονιστική, συμβολική και διπλωματική. Αυτή η επιλογή εξηγεί τη διαχρονική του επιβίωση ακόμη και μετά την απώλεια των Παπικών Κρατών.
Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση δοκίμασε την αντοχή του Βατικανού, καθώς και άλλες χώρες όπως η Αγγλία απομακρύνθηκαν και θρησκευτικοί πόλεμοι ταρακούνησαν την Ευρώπη.
Ωστόσο, η παπική εξουσία απάντησε όχι με αποδόμηση, αλλά με ανασυγκρότηση:
Αντιμεταρρύθμιση, επένδυση στην εκπαίδευση και ενίσχυση της θεσμικής συνοχής.
Η θέσπιση του παπικού αλάθητου το 1870 εντάσσεται σε αυτή τη λογική εσωτερικής συσπείρωσης.
Η Συνθήκη του Λατερανού (1929) επισφράγισε αυτή τη στρατηγική: το Βατικανό αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχο, μικροσκοπικό κράτος, ακριβώς για να μπορεί να λειτουργεί ως υπερκρατικός δρων.
Σε αντίθεση με τη Ρώμη, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν κλήθηκε να καλύψει κενό εξουσίας. Ανέπτυξε τη λειτουργία του εντός ενός ισχυρού αυτοκρατορικού πλαισίου, σε σχέση αλληλεξάρτησης με τον αυτοκράτορα. Η Εκκλησία της Ανατολής ενσωματώθηκε σε μια συνοδική και πολυκεντρική θεσμική λογική, όπου ο Πατριάρχης λειτουργούσε ως primus inter pares.
Η δομή αυτή διασφάλιζε θεολογική ισορροπία και εκκλησιαστική συνέχεια, αλλά δεν ευνοούσε τη συγκέντρωση εξουσίας ούτε την ανάπτυξη ανεξάρτητης πολιτικής στρατηγικής.
Μετά το Σχίσμα και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το Φανάρι παρέμεινε θρησκευτικός πυλώνας.
Ενίσχυσε τον θρησκευτικό του ρόλο εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά τον απογύμνωσε από πολιτική ισχύ.
Η ανάδυση εθνικών κρατών και αυτοκέφαλων Εκκλησιών στον 19ο και 20ό αιώνα ενέτεινε αυτή την τάση.
Η Ορθοδοξία κλήθηκε να ισορροπήσει ανάμεσα στην οικουμενικότητα και τον εθνοφυλετισμό, χωρίς τα θεσμικά εργαλεία επιβολής ενιαίας στρατηγικής.
Το Φανάρι διατήρησε ακέραιη την κανονική παράδοση και τη συνοδικότητα, επιλογή θεολογικά συνεπή αλλά γεωπολιτικά περιοριστική. Σε αντίθεση με το Βατικανό, δεν μετασχημάτισε ποτέ τη θέση του σε υπερκρατικό δρώντα με αυτόνομη διεθνή ισχύ, παραμένοντας ευάλωτο σε πολιτικές συγκυρίες και εξωτερικές πιέσεις.
Το Βατικανό δεν έπεσε στην παγίδα του εθνοφυλετισμού όχι επειδή ήταν θεολογικά πιο διορατικό, αλλά επειδή δομικά δεν είχε την πολυτέλεια να το κάνει. Από την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και εξής, η Ρώμη επιβίωσε μόνο ως υπερκρατικός θεσμός: ο Πάπας δεν εκπροσωπούσε έθνος, αλλά αξίωση καθολικότητας που όφειλε να υπερβαίνει βασίλεια, γλώσσες και λαούς για να συνεχίσει να υφίσταται. Ακόμη και όταν οι εθνικές μοναρχίες ενισχύθηκαν και η Μεταρρύθμιση διέσπασε τη δυτική χριστιανοσύνη, το Βατικανό απέφυγε συστηματικά να ταυτιστεί πλήρως με μία εθνική ταυτότητα, ακριβώς επειδή κάτι τέτοιο θα το μετέτρεπε σε τοπική εκκλησία και θα ακύρωνε τον λόγο ύπαρξής του. Αντί να ευλογεί εθνικές εκκλησίες, ανέπτυξε ένα συγκεντρωτικό, νομικά ομοιόμορφο σύστημα διοίκησης και διπλωματίας, μέσα από το οποίο μπορούσε να διαπραγματεύεται με όλα τα κράτη χωρίς να ανήκει σε κανένα. Η Κωνσταντινούπολη, αντιθέτως, ήταν ιστορικά δεμένη με την αυτοκρατορική εξουσία και, μετά την κατάρρευσή της, βρέθηκε να επιβιώνει εντός πολυεθνικών και κατόπιν εθνικών κρατών χωρίς αντίστοιχα εργαλεία υπερκρατικής αυτονομίας. Έτσι, ενώ η Ρώμη μετέτρεψε την καθολικότητα σε μηχανισμό ισχύος, το Φανάρι αναγκάστηκε να τη διαχειριστεί αμυντικά, υποχωρώντας σταδιακά απέναντι στις εθνικές διεκδικήσεις — και τελικά να έρθει αντιμέτωπο με τον εθνοφυλετισμό ως ιστορικό αδιέξοδο και όχι ως συνειδητή επιλογή.
Αφορμή ήταν η Βουλγαρική Εξαρχία που είχε ως στόχο την διοίκηση των βουλγαρικών κοινοτήτων και εκκλησιών ανεξάρτητα από την κυριαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ήταν κυρίως ελληνόφωνο. Η ίδρυσή της είχε κυρίως πολιτικό και εθνικό χαρακτήρα, παρά καθαρά θεολογικό: οι Βούλγαροι ήθελαν να οργανώσουν τη δική τους εκκλησιαστική δικαιοδοσία ώστε να ενισχύσουν την εθνική τους ταυτότητα και αυτονομία.
Έτσι το 1870 ο Σουλτάνος δεν λειτούργησε ως θεολόγος ούτε ως ποιμένας. Λειτούργησε ως αυτοκρατορικός διαχειριστής εσωτερικών εντάσεων. Αναγνωρίζοντας τη Βουλγαρική Εξαρχία, δεν έλυσε ένα εκκλησιαστικό πρόβλημα· το μετέτρεψε σε πολιτικο-εθνοτικό εργαλείο. Έδωσε σε μια αναδυόμενη εθνική ταυτότητα εκκλησιαστική μορφή, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η εκκλησιαστική δικαιοδοσία στα Βαλκάνια δεν ήταν ουδέτερη: ήταν χάρτης, ήταν πληθυσμός, ήταν μέλλον. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ειρήνη αλλά εκκλησιαστικός και εθνικός διχασμός, που γρήγορα μετατράπηκε σε βία, διώξεις, σφαγές και τελικά στον Μακεδονικό Αγώνα. Η Εκκλησία έγινε το όχημα μέσω του οποίου προετοιμάστηκε η σύγκρουση.
Ακριβώς γι’ αυτό το 1872 το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό όχι ως απλή εκτροπή, αλλά ως εκκλησιολογική αίρεση. Διότι είχε δει τι συμβαίνει όταν η Εκκλησία παύει να οργανώνεται με βάση την οικουμενικότητα και αρχίζει να χαρτογραφείται με εθνικά σύνορα. Η απόφαση εκείνη δεν ήταν αφηρημένη θεολογία· ήταν πικρό ιστορικό μάθημα.
Και όμως, ενάμιση αιώνα αργότερα, το ίδιο Πατριαρχείο βρέθηκε να πράττει —αν όχι το ίδιο— τότε κάτι λειτουργικά ανάλογο.
Αν απογυμνώσει κανείς την ιστορία από τις ευσεβείς προθέσεις και τις εκ των υστέρων θεολογικές δικαιολογήσεις, ο παραλληλισμός ανάμεσα στο 1870 και στο ουκρανικό ζήτημα είναι όχι απλώς εύλογος, αλλά σχεδόν αναπόφευκτος.
Η χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία δεν έγινε σε συνθήκες εκκλησιαστικής ειρήνης, ωριμότητας και πανορθόδοξης συναίνεσης. Έγινε εν μέσω βαθύτατης εσωτερικής έντασης, σε μια κοινωνία ήδη διχασμένη, με ενεργό σχίσμα, με παράλληλες εκκλησιαστικές δομές και —το κυριότερο— σε ένα περιβάλλον ανοιχτής γεωπολιτικής σύγκρουσης. Όπως ακριβώς το 1870, η εκκλησιαστική πράξη δεν λειτούργησε ως καταπραϋντικός μηχανισμός, αλλά ως επιταχυντής ταυτότητας.
Η ιστορική ειρωνεία είναι σκληρή:
Εκεί όπου το Πατριαρχείο το 1872 καταδίκασε την εκκλησιαστική οργάνωση βάσει έθνους, το 2018 αναγκάστηκε —ή επέλεξε— να αναγνωρίσει μια εκκλησιαστική δομή που δύσκολα μπορεί να αποσυνδεθεί από την εθνική και κρατική αυτοσυνειδησία της σύγχρονης Ουκρανίας. Όχι επειδή αγνοούσε τη θεωρία, αλλά επειδή δεν διέθετε πια την ισχύ να επιβάλει τη θεωρία χωρίς να υποκύψει στην πολιτική πραγματικότητα.
Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο:
Ο Σουλτάνος το 1870 και ο Πατριάρχης το 2018 έδρασαν από διαφορετικές θέσεις, αλλά υπό την ίδια λογική πίεσης. Και οι δύο επιχείρησαν να διαχειριστούν εκρηκτικές καταστάσεις μέσω εκκλησιαστικών πράξεων, γνωρίζοντας —ή υποτιμώντας— ότι η Εκκλησία, όταν εργαλειοποιείται, δεν απορροφά τη σύγκρουση· τη μεταφράζει.
Η ρωσική εισβολή του 2022 δεν προκλήθηκε από την αυτοκεφαλία — αυτό θα ήταν ιστορικά απλουστευτικό. Αλλά η αυτοκεφαλία εντάχθηκε σε ένα ήδη πολωμένο αφήγημα, όπως ακριβώς η Εξαρχία εντάχθηκε στον βαλκανικό ανταγωνισμό του 19ου αιώνα. Η Εκκλησία δεν στάθηκε έξω από τη σύγκρουση· βρέθηκε μέσα στον μηχανισμό νομιμοποίησής της.
Η ουκρανική περίπτωση δεν μπορεί να κατανοηθεί επίσης αν δεν ιδωθεί μέσα στο μακρύ ιστορικό τόξο της Ουνίας, δηλαδή της διαρκούς και συστηματικής προσπάθειας του Βατικανού να διεισδύσει στον ορθόδοξο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης χωρίς να διαρρήξει τυπικά το εκκλησιολογικό του σχήμα. Η Ένωση του Μπρεστ το 1596 δεν ήταν απλώς ένα θεολογικό εγχείρημα· υπήρξε στρατηγική κίνηση πολιτισμικής και γεωπολιτικής επέκτασης. Οι Ουνίτες, διατηρώντας το ανατολικό τυπικό αλλά αναγνωρίζοντας την παπική πρωτοκαθεδρία, λειτούργησαν ως ενδιάμεση ζώνη επιρροής σε έναν χώρο όπου συγκρούονταν η ρωμαιοκαθολική Δύση, η ορθόδοξη Ανατολή και αργότερα η ρωσική αυτοκρατορική ισχύς.
Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα εξηγεί γιατί η Κωνσταντινούπολη, για αιώνες, αντιμετώπιζε την Ουκρανία ως εκκλησιαστικά άλυτο πρόβλημα. Το Φανάρι γνώριζε ότι οποιαδήποτε μονομερής κανονική πράξη κατά του Βατικανού —έκδοση τόμου, καταδίκη, επαναχάραξη δικαιοδοσίας— θα άνοιγε μέτωπο όχι μόνο θεολογικό αλλά και πολιτικό, σε μια περιοχή όπου η ισορροπία ήταν ήδη εύθραυστη. Σε αντίθεση με τη Ρώμη, η οποία είχε μάθει να μετατρέπει τις κρίσεις σε υπερκρατικές ευκαιρίες, η Κωνσταντινούπολη επέλεγε τη σιωπή και την ανοχή ως μηχανισμό επιβίωσης.
Το καθεστώς της Ουκρανικής Εκκλησίας ρυθμίστηκε τυπικά το 1686, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ παραχώρησε στο Πατριαρχείο Μόσχας το δικαίωμα να χειροτονεί τον Μητροπολίτη Κιέβου. Το κρίσιμο σημείο —και εδώ βρίσκεται όλη η μεταγενέστερη σύγκρουση— είναι ότι η πράξη αυτή δεν συνιστούσε πλήρη και αμετάκλητη μεταβίβαση δικαιοδοσίας, αλλά διοικητική παραχώρηση υπό όρους. Ο Μητροπολίτης Κιέβου όφειλε να μνημονεύει πρώτα τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ένδειξη ότι η κανονική πρωτοκαθεδρία της Κωνσταντινούπολης δεν είχε αρθεί. Η Μόσχα, ωστόσο, με το πέρασμα των αιώνων, αντιμετώπισε την πράξη αυτή ως πλήρη ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη δική της εκκλησιαστική επικράτεια.
Για μεγάλο διάστημα, αυτή η δημιουργική ασάφεια εξυπηρετούσε όλους. Η Κωνσταντινούπολη διατηρούσε θεωρητικά δικαιώματα χωρίς να τα ασκεί. Η Μόσχα ασκούσε πλήρη διοίκηση χωρίς να αμφισβητείται πρακτικά. Το Βατικανό συνέχιζε την παρουσία του μέσω των Ουνιτών. Η κανονική εκκρεμότητα παρέμενε παγωμένη — μέχρι που η γεωπολιτική τη διέλυσε.
Τα γεγονότα της Πλατείας Μαϊντάν άλλαξαν ριζικά το πλαίσιο. Η Ουκρανία έπαψε να είναι απλώς μια «εκκλησιαστική επαρχία με προβλήματα» και μετατράπηκε σε κεντρικό μέτωπο παγκόσμιου ανταγωνισμού. Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον, το Φανάρι προχώρησε σε μια ιστορική επανερμηνεία του 1686: υποστήριξε ότι η παραχώρηση προς τη Μόσχα ήταν διοικητική, προσωρινή και υπό όρους, οι οποίοι παραβιάστηκαν. Πάνω σε αυτή τη βάση, ακύρωσε τις προηγούμενες πράξεις, αποκατέστησε σχισματικούς ιεράρχες και εξέδωσε νέο Τόμο αυτοκεφαλίας.
Η ειρωνεία —και εδώ το επιχείρημα αποκτά το βάθος του— είναι ότι αυτή η «ανακάλυψη» δεν προέκυψε έπειτα από αιώνες κανονικής έρευνας, αλλά συμπίπτει χρονικά με τη γεωπολιτική αναδιάταξη της περιοχής. Ό,τι επί αιώνες θεωρούνταν αδύνατο ή επικίνδυνο, μετά το Μαϊντάν παρουσιάστηκε ως κανονική αναγκαιότητα. Σαν να λύθηκε, πράγματι, ένα εκκλησιολογικό θεώρημα τύπου Φερμά — όχι επειδή βρέθηκε νέα απόδειξη, αλλά επειδή άλλαξαν οι όροι του προβλήματος.
Έτσι, η Ουκρανία γίνεται η σύγχρονη αντανάκλαση του 1872. Τότε, η Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό ακριβώς επειδή είδε πού οδηγεί η εθνικοποίηση της Εκκλησίας. Σήμερα, χωρίς να αναιρεί θεωρητικά εκείνη την καταδίκη, αναγκάζεται να κινηθεί σε ένα πλαίσιο όπου η εκκλησιαστική πράξη λειτουργεί και πάλι ως φορέας ταυτότητας, σύγκρουσης και γεωπολιτικής ευθυγράμμισης. Όχι από ιδεολογική επιλογή, αλλά από θεσμική αδυναμία.
Αυτή είναι η βαθύτερη τραγωδία του Φαναρίου σε αντιδιαστολή με το Βατικανό: η Ρώμη συγκρούεται για ζωτικό χώρο έχοντας την ισχύ να διαμορφώνει τους όρους της σύγκρουσης. Η Κωνσταντινούπολη εμπλέκεται στον ίδιο χώρο εκ των υστέρων, προσπαθώντας να διασώσει κανονικές αρχές μέσα σε ένα παιχνίδι που ήδη παίζεται αλλού.
Η χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία το 2018 μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα αν εξεταστεί στο πρίσμα στρατηγικής διαχείρισης κινδύνου και γεωπολιτικών ευκαιριών. Σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1990 και την προειδοποιητική αποχή της Ρωσικής Εκκλησίας από το Πανορθόδοξο Συνέδριο της Κρήτης το 2016, το Φανάρι επέλεξε να προχωρήσει, αξιολογώντας ότι το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον προσέφερε ένα παράθυρο σχετικής ευνοϊκής συγκυρίας.
Πιο συγκεκριμένα, η Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι αξιολόγησε πως η Ρωσία, υπό την πίεση διεθνών και εσωτερικών παραμέτρων, δεν θα μπορούσε να ασκήσει αποτελεσματική αντίδραση, επιτρέποντας στην Εκκλησία να προχωρήσει σε πρωτοβουλία χωρίς άμεσο κανονικό ή διπλωματικό κόστος.
Η εκτίμηση αυτή βασίστηκε σε συνδυασμό παραγόντων:
Το νέο πολιτικό πλαίσιο στην Ουκρανία, όπου η κυβέρνηση και η κοινωνία υποστήριζαν ενεργά την εκκλησιαστική αυτονομία, δημιουργώντας συνθήκες νομιμοποίησης και μειώνοντας τον κίνδυνο απομόνωσης.
Η ιστορική εκκρεμότητα της πράξης του 1686, που επέτρεπε στο Φανάρι να ερμηνεύσει την παραχώρηση προς τη Μόσχα ως διοικητική και προσωρινή, παρέχοντας κανονικό πρόσχημα για την πρωτοβουλία.
Η σταδιακή συγκέντρωση διεθνούς προσοχής και συμβολικής υποστήριξης, η οποία αύξησε τη διαπραγματευτική ισχύ και μείωσε την πιθανότητα σοβαρών κυρώσεων ή διπλωματικής απομόνωσης.
Με άλλα λόγια, η απόφαση δεν συνιστούσε αμετροέπεια ούτε αγνόηση των προειδοποιήσεων του 2016· ήταν αποτέλεσμα εκτίμησης κινδύνου και στρατηγικής ευκαιρίας, όπου η Κωνσταντινούπολη αξιοποίησε τόσο την κανονική της πρωτοκαθεδρία όσο και την αναδιάταξη του γεωπολιτικού πλαισίου. Η πράξη μπορεί να ειδωθεί ως εφαρμογή μιας διπλής στρατηγικής: κανονικής νομιμοποίησης και ευκαιριακής γεωπολιτικής παρέμβασης, η οποία επέτρεψε στο Φανάρι να ενεργήσει σε ένα παράθυρο όπου η δυνατότητα αντίδρασης της Μόσχας φαινόταν περιορισμένη και διαχειρίσιμη.
Και εδώ αναδύεται η πιο δυσάρεστη αλήθεια:
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν επανέλαβε απλώς ένα ιστορικό λάθος. Το έκανε γνωρίζοντας το προηγούμενο, γνωρίζοντας το 1872, γνωρίζοντας τη Βουλγαρική Εξαρχία, γνωρίζοντας τον Μακεδονικό Αγώνα. Η διαφορά είναι ότι τότε ήταν αδύναμο υπό τον Σουλτάνο· σήμερα είναι αδύναμο μέσα σε ένα διεθνές σύστημα όπου άλλοι ορίζουν το παιχνίδι.
Η χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία το 2018 μπορεί να ερμηνευθεί ως πράξη διαχείρισης συσσωρευμένου κανονικού κινδύνου και όχι ως έκφραση πρωτογενούς εκκλησιαστικής πρωτοβουλίας. Η κρίσιμη χρονική στιγμή για μια τέτοια πράξη δεν ήταν το 2018, αλλά η περίοδος 1991–1992, με τη συγκρότηση του ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους. Τότε, η αυτοκεφαλία θα είχε λειτουργήσει ως προληπτικός κανονικός μηχανισμός, αποσυνδεδεμένος από οξείες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και εθνικά τραύματα.
Η επιλογή της αναμονής είχε συγκεκριμένο θεσμικό κόστος.
Κατά τη δεκαετία του 1990, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προτίμησε τη διατήρηση της υφιστάμενης κανονικής ασάφειας, εκτιμώντας ότι η μετασοβιετική ρευστότητα δεν παρείχε σταθερό πλαίσιο για μια τόσο βαρύνουσα πράξη. Ωστόσο, η αναβολή αυτή επέτρεψε την εδραίωση παράλληλων εκκλησιαστικών δομών και τη βαθμιαία εθνοποίηση του εκκλησιαστικού ζητήματος εντός της Ουκρανίας, μετατρέποντας ένα κανονικό πρόβλημα σε ταυτόχρονα πολιτικό και κοινωνικό.
Υπό αυτή την έννοια, τα γεγονότα της Πλατείας Μαϊντάν δεν αποτέλεσαν την αφετηρία, αλλά τον επιταχυντή μιας κρίσης που είχε ήδη διαμορφωθεί. Η αυτοκεφαλία του 2018 δεν προηγήθηκε της γεωπολιτικής σύγκρουσης· ακολούθησε τη ριζική πολιτικοποίησή της. Αυτό διαφοροποιεί ουσιωδώς την πράξη από μια κανονικά «καθαρή» αυτοκεφαλία και εξηγεί γιατί η εκκλησιαστική απόφαση έγινε αντιληπτή —δικαίως ή αδίκως— ως στοιχείο ευρύτερου στρατηγικού ανταγωνισμού.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αντί να λειτουργήσει προληπτικά ως ρυθμιστής μετάβασης, βρέθηκε να ενεργεί αντιδραστικά, επιχειρώντας να αποκαταστήσει εκ των υστέρων την κανονική του αρμοδιότητα σε ένα ήδη πολωμένο περιβάλλον. Η απόφαση του 2018 δεν ήταν προϊόν υπερβάλλουσας αυτοπεποίθησης, αλλά ένδειξη θεσμικής πίεσης: το κόστος της αδράνειας είχε πλέον υπερβεί το κόστος της ρήξης.
Έτσι, η αυτοκεφαλία της Ουκρανίας δεν εμφανίζεται ως πράξη ηγεμονικής πρωτοβουλίας, αλλά ως ύστατη προσπάθεια επανατοποθέτησης του Φαναρίου σε ένα πεδίο όπου είχε ήδη απωλέσει τη δυνατότητα να ορίζει τους όρους της εξέλιξης. Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, δεν είναι αν η απόφαση του 2018 ήταν κανονικά δυνατή, αλλά αν είχε πλέον χαθεί το ιστορικό παράθυρο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πράξη αποφόρτισης και όχι ως επιταχυντής σύγκρουσης.
Δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκλειστεί και μια επιπλέον παράμετρος στην εκτίμηση κινδύνου της Κωνσταντινούπολης: η υπόθεση ότι η ρωσική εκκλησιαστική ισχύς ήταν δομικά συνδεδεμένη με ένα πολιτικό καθεστώς το οποίο, σύμφωνα με κυρίαρχες δυτικές αναλύσεις της περιόδου, εισερχόταν σε φάση σταδιακής αποδυνάμωσης ή ακόμη και ενδεχόμενης κατάρρευσης. Εντός αυτού του πλαισίου, το Πατριαρχείο Μόσχας ενδέχεται να αντιμετωπίστηκε όχι ως μακροπρόθεσμα σταθερός θεσμικός αντίπαλος, αλλά ως εκκλησιαστικός φορέας του οποίου η επιρροή θα συρρικνωνόταν παράλληλα με την πολιτική ισχύ του ρωσικού κράτους.
Αν αυτή η εκτίμηση όντως υιοθετήθηκε —έστω και σιωπηρά— τότε η χορήγηση αυτοκεφαλίας θα μπορούσε να θεωρηθεί όχι μόνο κανονικά εφικτή, αλλά και στρατηγικά χρονισμένη, στο πλαίσιο μιας αναμενόμενης μεταβολής του συσχετισμού δυνάμεων στον ορθόδοξο κόσμο.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, διέψευσε αυτή την προσδοκία. Η ρωσική εκκλησιαστική και κρατική ισχύς όχι μόνο δεν κατέρρευσε, αλλά επανεμφανίστηκε με αναθεωρητική αυτοπεποίθηση, μετατρέποντας μια πράξη που ίσως σχεδιάστηκε ως περιορισμένου ρίσκου σε καταλύτη μακροχρόνιας ρήξης.
Η διαρκής υπόνοια περί ενδεχόμενης «υφαρπαγής» των πρωτείων από τη Μόσχα δεν εδράζεται τόσο σε συγκεκριμένες κανονικές διεκδικήσεις, όσο σε μια βαθύτερη ασυμμετρία μεταξύ θεσμικής πρωτοκαθεδρίας και πραγματικής ισχύος.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέχει πρωτείο τιμής και κανονικής αναφοράς, στερούμενο όμως δημογραφικής, πολιτικής και οικονομικής βάσης. Αντιθέτως, το Πατριαρχείο Μόσχας διαθέτει αριθμητική υπεροχή, κρατική υποστήριξη και γεωπολιτική εμβέλεια, χωρίς να κατέχει την κανονική πρωτοκαθεδρία.
Αυτή η απόκλιση δημιουργεί μια μόνιμη θεσμική ένταση: το κέντρο της κανονικής νομιμοποίησης και το κέντρο της πραγματικής ισχύος δεν συμπίπτουν. Στην ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπου απουσιάζει συγκεντρωτικός μηχανισμός επιβολής, η ισχύς δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε θεσμική αναγνώριση· μπορεί όμως να λειτουργήσει σταδιακά ως υποκατάστατό της. Η ανησυχία της Κωνσταντινούπολης δεν αφορά τόσο μια ρητή αξίωση πρωτείου εκ μέρους της Μόσχας, όσο τη δυνατότητα εδραίωσης ενός de facto πρωτείου, βασισμένου στην αριθμητική, στην πολιτική ισχύ και στην ικανότητα διαμόρφωσης εκκλησιαστικών συμμαχιών.
Η ουκρανική υπόθεση ενίσχυσε αυτή την ανησυχία. Η αντίδραση της Μόσχας —διακοπή κοινωνίας, συγκρότηση εναλλακτικών διεθνών συναντήσεων, ανάδειξη της Ρωσικής Εκκλησίας ως πόλου «κανονικής σταθερότητας»— δεν συνιστά τυπική διεκδίκηση πρωτείου, αλλά υποδηλώνει μια λειτουργική ανακατανομή επιρροής.
Το πρωτείο, σε αυτή την ανάγνωση, δεν «υφαρπάζεται» θεσμικά· διαβρώνεται σταδιακά, όταν η κανονική αρχή αποσυνδέεται από την ικανότητα συντονισμού του εκκλησιαστικού σώματος.
Υπό αυτό το πρίσμα, η καχυποψία της Κωνσταντινούπολης δεν είναι προϊόν φοβίας ή ανταγωνισμού, αλλά αντίδραση σε μια ιστορικά πρωτόγνωρη κατάσταση: την εμφάνιση μιας Εκκλησίας η οποία, χωρίς να αμφισβητεί ρητά το πρωτείο τιμής, δύναται να το καταστήσει λειτουργικά περιττό. Η ένταση, επομένως, δεν είναι προσωπική ούτε συγκυριακή· είναι δομική και ενδογενής στη μετα-αυτοκρατορική συνθήκη της Ορθοδοξίας.
Η Εκκλησία, ανεξαρτήτως δόγματος, δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά εκτός ισχύος.
Υπήρξε, όμως, κάτι διαφορετικό: ένας θεσμός που νομιμοποιούσε την παρουσία του στον κόσμο όχι μέσω της ισχύος, αλλά μέσω της υπέρβασής της. Η ευδοκία, η αγάπη και η αλληλεγγύη δεν ήταν απλώς ηθικά ιδεώδη· ήταν το θεμέλιο της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας ως αντίβαρο στην ωμή λογική της κυριαρχίας.
Το πρόβλημα της εποχής μας δεν είναι ότι η Εκκλησία εμπλέκεται στην παγκόσμια πολιτική — αυτό συνέβαινε πάντα.
Το θεμελιώδες παράδοξο της εποχής μας είναι ότι ένας θεσμός ο οποίος βρίσκεται σήμερα ενταγμένος, στα ίδια πεδία ανταγωνισμού όπου συγκρούονται κράτη, αυτοκρατορικές μνήμες και γεωπολιτικές στρατηγικές.
Η περίπτωση της Ουκρανίας δεν είναι ανωμαλία, αλλά σύμπτωμα. Δείχνει πώς ένας θεσμός που οικοδομήθηκε για να υπερβαίνει τα έθνη, εγκλωβίζεται σε εθνικές και γεωπολιτικές λογικές χωρίς να διαθέτει πια τα μέσα να τις μετασχηματίσει. Όταν η εκκλησιαστική πράξη εγγράφεται στο ίδιο πεδίο ανταγωνισμού με τη στρατιωτική, τη διπλωματική και την οικονομική ισχύ, τότε η θεολογία παύει να προηγείται της πολιτικής· την ακολουθεί.
Έτσι, η Εκκλησία δεν παύει να μιλά για ειρήνη· παύει όμως να την ορίζει. Η γλώσσα της συμφιλίωσης παραμένει, αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφέρεται έχει ήδη διαμορφωθεί αλλού. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο αναδύεται η πιο δύσκολη πρόκληση: όχι αν η Εκκλησία μπορεί να επηρεάσει τον κόσμο, αλλά αν μπορεί ακόμη να παραμείνει διαφορετική από τους μηχανισμούς ισχύος που την περιβάλλουν.
Αν δεν το κατορθώσει, δεν θα χάσει την παρουσία της — θα χάσει το νόημά της.
Στον σύγχρονο κόσμο, όμως, η Εκκλησία δεν κατέχει πλέον το προνόμιο της πρωτοβουλίας. Βρίσκεται μέσα σε ένα διεθνές σύστημα όπου άλλοι ορίζουν τις συγκρούσεις, τα σύνορα και τα αφηγήματα — και καλείται εκ των υστέρων να τα νοηματοδοτήσει θεολογικά.
Η ουκρανική υπόθεση αποκαλύπτει με ιδιαίτερη καθαρότητα αυτή τη μετάβαση. Η εκκλησιαστική πράξη δεν προέκυψε σε κενό αέρος, ούτε αποκλειστικά από εσωτερική κανονική ανάγκη. Εγγράφηκε σε ένα ήδη διαμορφωμένο γεωπολιτικό πεδίο, όπου η Ουκρανία είχε μετατραπεί σε κόμβο παγκόσμιου ανταγωνισμού. Η παρουσία και οι δημόσιες παρεμβάσεις αμερικανικών παραγόντων —με κορυφαία τη συμβολική επίσκεψη του Μάικ Πομπέο στην Κωνσταντινούπολη— δεν συνιστούν απλώς διπλωματική ευγένεια. Υποδηλώνουν ότι η εκκλησιαστική απόφαση είχε ήδη αναγνωριστεί ως στρατηγικά χρήσιμη πριν ακόμη αποκαλυφθούν οι πλήρεις συνέπειές της.
Δεν χρειάζεται να υποστηρίξει κανείς ότι η Εκκλησία «εκτελούσε εντολές». Αρκεί να παρατηρήσει ότι βρέθηκε να λειτουργεί εντός ενός πλαισίου ισχύος που άλλοι είχαν χαράξει. Όπως άλλοτε ο Σουλτάνος καθόριζε τους όρους ύπαρξης του Πατριαρχείου, έτσι σήμερα οι παγκόσμιες δυνάμεις τοποθετούν την εκκλησιαστική πράξη μέσα σε ένα σύστημα συμμαχιών, ανταγωνισμών και συμβολικών ανταλλαγμάτων. Η διαφορά είναι ότι τότε η εξάρτηση ήταν ορατή· σήμερα είναι θεσμικά ευγενής και διπλωματικά σιωπηλή.
Έτσι, η Εκκλησία καταλήγει να συμμετέχει —χωρίς να το επιδιώκει θεολογικά— στον ίδιο μηχανισμό που παράγει διαιρέσεις. Δεν ευλογεί τον πόλεμο, αλλά νοηματοδοτεί τις ταυτότητες μέσα στις οποίες ο πόλεμος καθίσταται δυνατός. Δεν σχεδιάζει τις συγκρούσεις, αλλά παρέχει τη συμβολική γλώσσα μέσα στην οποία αυτές γίνονται αποδεκτές ή αναπόφευκτες.
Αυτό είναι το βαθύτερο παράδοξο της σύγχρονης εκκλησιαστικής παρουσίας: ένας θεσμός που αυτοπροσδιορίζεται ως φορέας καθολικής αγάπης, βρίσκεται τοποθετημένος στα ίδια πεδία όπου συγκρούονται αυτοκρατορικές μνήμες, στρατηγικά συμφέροντα και σφαίρες επιρροής. Όχι επειδή το επέλεξε ως αποστολή, αλλά επειδή δεν μπόρεσε να αρνηθεί τον ρόλο που του αποδόθηκε.
Και ίσως εδώ να βρίσκεται το τελικό ερώτημα που μένει ανοιχτό:
Μπορεί η Εκκλησία να συνεχίσει να μιλά πειστικά για ενότητα και ειρήνη, όταν η ιστορική της παρουσία διαβάζεται —δικαίως ή αδίκως— ως μέρος του παγκόσμιου ανταγωνισμού; Ή έχει φτάσει στο σημείο όπου ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η δίωξη ή η περιθωριοποίηση, αλλά η κανονικοποίηση της εμπλοκής της στην ισχύ;
Σε αυτό το σημείο, το ζήτημα δεν είναι πλέον η αυτοκεφαλία ή η δικαιοδοσία, αλλά το κατά πόσον η εκκλησιαστική παρουσία μπορεί ακόμη να λειτουργεί ως τόπος συμφιλίωσης και όχι ως αντανάκλαση των ρηγμάτων του κόσμου.
* https://www.oodegr.com/oode/koinwnia/evdokia1.htm
