Τις προτάσεις για την Αναθεώρηση του Συντάγματος αποφάσισε το Πολιτικό Συμβούλιο της Κίνησης ΠΡΑΤΤΩ στις 18 Νοεμβρίου 2018.
Σε ανακοίνωση υπογραμμίζεται:
«Η περίοδος που διανύει η χώρα είναι σύνθετη, ελπιδοφόρα, αλλά και με δυσκολίες. Η χώρα μετά τη διεθνή της αναβάθμισή, την προάσπιση των συντάξεων και την έξοδο από τα Μνημόνια έχει ανάγκη από μεγαλύτερη σταθερότητα στο εσωτερικό της, από θεσμική δημοκρατική ανανέωση. Στη βάση αυτής της εκτίμησης το ΠΣ του «ΠΡΑΤΤΩ» χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να ανοίξει την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Η Κίνηση ΠΡΑΤΤΩ εκτιμά ότι η ελληνική κοινωνία βιώνει μια μεταβατική φάση στην οποία ο συνεχής εκδημοκρατισμός του Πολιτικού και Θεσμικού Συστήματος είναι αναγκαίος. Το που χρειάζονται και ποιάς μορφής αλλαγές, μετασχηματισμοί και δημοκρατικοί εκσυγχρονισμοί δεν μπορεί να το καθορίζουν οι κομματικές σκοπιμότητες και οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί αλλά το τι υπηρετεί τη χώρα και τους πολίτες της, την ανάπτυξη και την επέκταση της δημοκρατίας.
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗ
Κεντρικό κριτήριο όλων των αλλαγών δεν μπορεί να είναι παρά το βάθεμα της δημοκρατίας, η αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Από αυτή τη σκοπιά το ΠΡΑΤΤΩ:
Στηρίζει τις προτάσεις που διατυπώθηκαν, ιδιαίτερα ως προς τη διεύρυνση του κοινωνικού κράτους και των εγγυήσεων στα κοινωνικά δικαιώματα.
Στηρίζει κατηγορηματικά την τροποποίηση των διατάξεων του Συντάγματος ως προς την «ευθύνη των υπουργών», όπως τις κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς, όμως, νομικίστικες εξαιρέσεις.
Παραμένει σταθερός υπερασπιστής των δημόσιων αγαθών. Υποστηρίζει τη μη τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και την διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Υποστηρίζει τις προτεινόμενες αλλαγές ως προς τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας, προτείνει δε, επιπλέον, την τροποποίηση εκείνων των διατυπώσεων του Συντάγματος, όπως στο προοίμιο και στα άρθρα 3, 13. 16 που δεν συνάδουν με αυτές.
Υποστηρίζει τις προτεινόμενες αλλαγές στα άρθρα 21 και 22, ως προς την ασφάλεια και τις κοινωνικές παροχές, τη διασφάλιση κοινωνικών και δημόσιων αγαθών όπως το νερό και την ενέργεια. Υποστηρίζει, επιπρόσθετα, την ανάγκη πρόβλεψης ενίσχυσης της ασφάλειας του Πολίτη, ιδιαίτερα ως προς τον Κυβερνοχώρο. Χώρος ο οποίος θα πρέπει να υπαχθεί στα προστατευόμενα από το Σύνταγμα κοινωνικά αγαθά.
Υποστηρίζει τις προτάσεις για διεύρυνση διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας, ως προς τα άρθρα 28, 34, 44. Προτείνει, όμως, (α) Να γίνεται σαφές ότι τα δημοψηφίσματα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, τόσο τα πανεθνικά όσο και τα τοπικής εμβέλειας, (β) οι απαιτούμενες υπογραφές πολιτών για την διενέργεια αυτών, όπως και για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες σε καμιά των περιπτώσεων δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις 500.000.
Υποστηρίζει την πρόταση για καθιέρωση της «δημιουργικής ψήφου δυσπιστίας» ( άρθρο 84.2.).
Υποστηρίζει την αρχή της απλής αναλογικής σαν πάγιο και συνταγματικά κατοχυρωμένο εκλογικό σύστημα , ενώ θεωρεί ότι το όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο δεν πρέπει να είναι «μέχρι 3%», αλλά 3%.
Υποστηρίζει την διασφάλιση της ψήφου του απόδημου ελληνισμού. Δεν θεωρεί, όμως, ορθή, την δημιουργία ειδικής εκλογικής περιφέρειας για τους απόδημους Έλληνες. Η ψήφος τους θα πρέπει να προσμετράται στην εκλογική περιφέρεια καταγωγής τους.
Ως προς τους Βουλευτές, η θέση του ΠΡΑΤΤΩ είναι ότι η θητεία των Βουλευτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις θητείες ή τα 12 χρόνια σωρευτικά.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΑΤΤΩ ΣΕ ΘΕΜΕΛΙΑΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Το ΠΡΑΤΤΩ προτείνει ως προς θεματικές μείζονας σημασίας για τη δημοκρατία τις ακόλουθες θέσεις:
Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ άρθρα 30&1 και 32&4.
Η ιστορική εμπειρία της Ελλάδας έχει δείξει ότι όποτε υπήρξε δυισμός στην εξουσία, ιδιαίτερα στην περίοδο της Μοναρχίας, ο κοινοβουλευτισμός υποβλήθηκε σε σκληρή δοκιμασία με αρνητικότατες καταλήξεις, όπως χούντες και πραξικοπήματα (στρατιωτικά και παλατιανά). Το ΠΡΑΤΤΩ θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι τυχόν εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) από το λαό δεν θα αποτελούσε –στη βάση της ελληνικής ιστορίας και ιδιαιτερότητας- πράξη άμεσης δημοκρατίας, αλλά πράξη υπονόμευσης του κοινοβουλευτισμού. Τόσο διότι τυχόν λαϊκή εκλογή του ΠτΔ δημιουργεί έναν δυισμό που δεν επιτρέπεται από τις θεμελιακές αρχές του Συντάγματος (καθότι παραπέμπει περισσότερο σε ημιπροεδρικό σύστημα και όχι σε προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία) και υπονομεύει τον μοναδικό ρόλο του Κοινοβουλίου που προβλέπεται από αρχές του, όσο και διότι απαξιώνει το κοινοβούλιο, αφού ο τυχόν εκλεγείς από αυτό θα έχει μικρότερο κύρος και νομιμοποίηση από αυτόν που θα εκλέγεται εντέλει από τον λαό και θα τον έχει απορρίψει προηγουμένως η βουλή.
Μια τέτοια αρνητική πρόταση είναι και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για αλλαγή στη διαδικασία εκλογής του ΠτΔ στο ισχύον Σύνταγμα (που προβλέπει εκτός από τις ισχύουσες 3 ψηφοφορίες σε περίπτωση αποτυχίας της 3ης ψηφοφορίας αντί της διάλυσης της Βουλής και προκήρυξη νέων βουλευτικών εκλογών, επαναλαμβανόμενες μηνιαίες ψηφοφορίες μέχρι την συμπλήρωση εξαμήνου και σε περίπτωση αποτυχίας εκλογή του ΠτΔ μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν στην τελευταία ψηφοφορία με καθολική μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα) . Η πρόταση αυτή, «δίνει τον χρόνο» και μπορεί υπό συνθήκες να οδηγήσει στην δημιουργία προϋποθέσεων για αθέμιτες και παρασκηνιακές πιέσεις και συναλλαγές, καθώς και την υποβάθμιση του δημόσιου βίου.
Γενικότερα, η απ’ ευθείας εκλογή του ΠτΔ από το εκλογικό σώμα, δημιουργεί αδικαιολόγητα, δίπλα στη βουλή, ένα δεύτερο ισχυρό πόλο κρατικής εξουσίας. Αλλάζει την ουσία του πολιτεύματος, έρχεται σε αντίθεση με τις περιορισμένες αρμοδιότητες του ΠτΔ και τον ρυθμιστικό του ρόλο. Μια τέτοια πρόταση, δείχνει να εμπιστεύεται ένα μονοπρόσωπο κρατικό όργανο και να δυσπιστεί στην Βουλή.
Ανοίγει τον δρόμο για την προσωποποίηση της εξουσίας και την αυταρχική άσκησή της, ενώ νοθεύει την λαϊκή κυριαρχία: η κυβέρνηση λογοδοτεί στην Βουλή που μπορεί ανά πάσα στιγμή να άρει την εμπιστοσύνη της, ενώ αντίθετα ένας ΠτΔ που θα εκλέγεται με έναν τέτοιο τρόπο δεν μπορεί να απομακρυνθεί μέχρι να λήξει η θητεία του.
Το ΠΡΑΤΤΩ πιστεύει ότι στο δίλημμα νέες εκλογές εξαιτίας της μη εκλογής Προέδρου, όπως γίνεται σήμερα, και της πρότασης για εκλογή του Προέδρου, έστω και μετά από μακρόσυρτη διαδικασία, υπάρχει μόνο μια απάντηση: ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Το ΠΡΑΤΤΩ προτείνει την δημιουργία ενός ειδικού εκλεκτορικού σώματος για την εκλογή του ΠτΔ, που θα αποτελείται από τους 300 βουλευτές, από 200 εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης (ανά 100 για τους δήμους και τις περιφέρειες) και από 101 πολίτες εκλογείς, οι οποίοι θα επιλέγονται μετά από πανελλαδική κλήρωση. Μ’ αυτόν τον τρόπο η διεύρυνση του εκλεκτορικού σώματος αποτελεί ενίσχυση του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα της προεδρικής εκλογής, εισάγει στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα παγιώνει τον ουδέτερο χαρακτήρα του αξιώματος του ΠτΔ. Αποσυνδέει την εκλογή του από τις εκλογές και αποτρέπει τον θεσμικό δυισμό που υποβαθμίζει την βουλή.
Η πρόταση του ΠΡΑΤΤΩ ενσωματώνει στην ελληνική πολιτεία σύγχρονα στοιχεία θεσμικού δημοκρατισμού. Συνδέει τα τελευταία με τις παραδόσεις της Αθηναϊκής Άμεσης Δημοκρατίας.
ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Δεν μπορεί να υπάρξει εκδημοκρατισμός της ελληνικής κοινωνίας και των θεσμών χωρίς μεγάλες τομές στη δικαιοσύνη και στο δικαστικό σύστημα. Το θέμα αυτό θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα υπό τροποποίηση ζητήματα και να μην αγνοηθεί ως κάνει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χωρίς εκδημοκρατισμό της δικαιοσύνης, στο ανώτερο και όχι μόνο επίπεδο, δεν θα μπορέσει να επανακατακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό-θεσμικό σύστημα της χώρας. Μετά από μακρόχρονη και σοβαρή μελέτη των συστημάτων επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης στις περισσότερες χώρες του κόσμου καθώς και των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής περίπτωσης καταλήγουμε στα εξής:
Α. Η Δημοκρατική Αρχή πρέπει να διέπει όλο το πνεύμα του Συντάγματος, αλλά και ειδικότερα το χώρο της Δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη βασίζεται στη Λαϊκή Κυριαρχία για αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν θεσμοί ενεργούς και άμεσης συμμετοχής όπως οι ένορκοι, καθώς και ο δημοκρατικός έλεγχος, με την καθιέρωση δικλίδων ασφαλείας και με διαδικασίες δυνατότητας δημοκρατικής εκλογής έμπειρων και έγκυρων νομικών ως δικαστών και εισαγγελέων. Επίσης χρειάζεται ριζική αλλαγή στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης, με σκοπό την απλοποίηση, συντόμευση και αφαίρεση της γραφειοκρατίας, με απώτερο στόχο την δημοκρατική συμμετοχή και αποδοχή από τον ίδιο τον λαό της συνολικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Β. Η ηγεσία της δικαιοσύνης θα πρέπει να επιλέγεται από την βουλή και όχι από την εκάστοτε κυβέρνηση. Να καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 90 & 5 που προβλέπει επιλογή στις θέσεις του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και να θεσπιστεί η σχετική πρόταση να γίνεται από την Βουλή, ώστε να ισχυροποιηθεί η ανεξαρτησία της επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία και από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Η επιλογή αυτή μπορεί και πρέπει να γίνεται με αυξημένη πλειοψηφία (τουλάχιστον 3/5). Κάτι, εξάλλου που συμβαίνει και με το ΕΣΡ που δεν έχει να αντιμετωπίσει ζητήματα μεγαλύτερης σημασίας από εκείνα ενώπιον των οποίων βρίσκεται η δικαιοσύνη. Η πρότασή μας αναβαθμίζει τη βουλή. Την κάνει πραγματικό κέντρο της δημόσιας ζωής της χώρας.
Γ. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους πρέπει να υπαχθεί στον φυσικό του χώρο, το υπουργείο Δικαιοσύνης και στους ίδιους δημοκρατικούς κανόνες σε όλη την κλίμακα τους και για το σύνολο των διαδικασιών του, όπως ισχύει και για τα δικαστήρια της χώρας. Όπου υπάρχει ανάγκη θα αξιοποιείται η πείρα και τα κριτήρια των οικονομικών υπουργείων.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΏΝ ΥΠΗΡΕΣΙΏΝ ΚΑΙ ΚΟΝΔΥΛΊΩΝ
Βασική πρότασή μας είναι η απαίτηση παραπέρα ενίσχυσης της θέσης της βουλής στο όλο θεσμικό σύστημα της χώρας καθότι είναι ο θεσμός-πυρήνας της ελληνικής δημοκρατίας. Δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να υπάρχουν δημόσιες αρχές που δεν υπόκεινται στον έλεγχο και την διαδικασία συναίνεσης από τη Βουλή. Αυτό ισχύει πρωταρχικά για την ΕΥΠ και για κάθε άλλη δραστηριότητα που εμπίπτει στην κατηγορία της «μυστικής δράσης». Η Ελληνική Δημοκρατία έχει αρνητικές εμπειρίες από την ανεξέλεγκτη δράση, και ακόμα περισσότερο από την εν κρυπτώ και χωρίς κοινοβουλευτική νομοθετική απόφαση συγκρότηση τέτοιων υπηρεσιών πέραν της ΕΥΠ. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να εκθέτουν ανά έξη μήνες τις βασικές τους δραστηριότητες σε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή και να λειτουργούν στη βάση της συναίνεσης της. Αντίστοιχα, ο διοικητής της πρέπει να εγκρίνεται από την ως άνω επιτροπή της βουλής και να λογοδοτεί περιοδικά σε αυτήν.
Επίσης, η Βουλή θα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει και να εγκρίνει τις δαπάνες όποιων Υπουργείων διαθέτουν μυστικά κονδύλια, με ενδελεχή έλεγχο νομιμότητας και σκοπιμότητας από διακομματική επιτροπή στη βάση της νομοθεσίας που ήδη υπάρχει για το Υπουργείο Εξωτερικών.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΡΘΡΟ 101Α
Ουδείς μπορεί να δρα μακριά από τον έλεγχο της βουλής, χωρίς να λογοδοτεί σε αυτήν. Αυτό ισχύει και για τις αρχές που ονομάστηκαν «ανεξάρτητες». Χρειάζεται να υπαχθούν όλες χωρίς καμία εξαίρεση σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, να θεσμοθετηθεί η λογοδοσία τους στη βουλή, καθώς και η εκλογή και η δυνατότητα ανάκλησης των επικεφαλής τους από την Βουλή. Ανεξάρτητες αρχές δεν σημαίνει δημιουργία δεύτερου παράλληλου δημόσιου θεσμικού συστήματος στο οποίο δεν θα επιτρέπεται να έχει γνώμη το Κοινοβούλιο. Η «ανεξαρτησία τους» πρέπει να διασφαλίζεται με όλους τους τρόπους και, ταυτόχρονα, να υπάγεται στους κανόνες του κοινοβουλευτισμού και να μην αποτελούν θεσμούς παράκαμψης του.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΎ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΑΡΘΡΟ 44
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος η Βουλή οφείλει να καταργήσει και να αλλάξει τις αδικαιολόγητα μακρές προθεσμίες υποβολής και κύρωσής των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) απ’ αυτήν (σήμερα: υποβολή μέσα σε 40 ημέρες και έγκριση μέσα σε 3 μήνες) και τούτο γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο οι χωρίς εξουσιοδότηση νόμου ΠΝΠ μπορούν να ισχύουν για ένα διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών χωρίς έγκριση της Βουλής. Στοιχειώδης σεβασμός στην δημοκρατική αρχή προϋποθέτει ότι η υποβολή των ΠΝΠ θα πρέπει να γίνεται άμεσα, ακόμα και αυθημερόν, και να ψηφίζεται στη Βουλή. Αν η Βουλή αρνηθεί την κύρωση, οι ΠΝΠ πρέπει να αποβάλλουν εξ’ αρχής την ισχύ τους και όχι εκ των υστέρων. Σε διαφορετική περίπτωση, το Κοινοβούλιο καλείται να επικυρώσει, όχι ένα νομοθέτημα, αλλά προβλέψεις προγενέστερων πρακτικών επιλογών που έχουν ήδη υλοποιηθεί.
Τέλος,
ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ άρθρο 29
Στα πλαίσια της Συνταγματικής Αναθεώρησης θα μπορούσε να συζητηθούν θέματα που συνδέονται με τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων, όπως είναι η χρηματοδότησή τους καθώς και η επιβολή ή μη κυρώσεων εναντίον σε εκείνα που η δράση τους απάδει προς το δημοκρατικό πολίτευμα, προπαγανδίζουν τον φασισμό και ναζισμό, ενώ η ηγεσία τους έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα.
*****************************
Συνολικά, οι προτάσεις του ΠΡΑΤΤΩ αποσκοπούν στο βάθεμα της δημοκρατίας, τον εκδημοκρατισμό σειράς θεσμών και στην ενίσχυση του ρόλου του κοινοβουλίου. Οι αλλαγές που προτείνουμε επιδιώκουν να ανοίξουν τη χώρα σε μελλοντικές βαθιές και ριζικές αλλαγές.»