Η έννοια του «περιούσιου λαού» και η πολιτική της μετάλλαξη στο σύγχρονο Ισραήλ και στον Τραμπισμό

Του Σωκράτη Αργύρη 

[χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά και 32 δευτ.]

«Ετοιμάσου εσύ ως επικεφαλής και να έχεις έτοιμο και όλο το στράτευμά σου υπό τις διαταγές σου. Έπειτα από πολλά χρόνια, στα τέλη των καιρών, θ’ αναλάβεις υπηρεσία και θα επιτεθείς εναντίον της χώρας του Ισραήλ. Οι κάτοικοί της, που θα έχουν γλιτώσει από τον πόλεμο, θα έχουν επιστρέψει από πολλές χώρες όπου ζούσαν, και θα έχουν συγκεντρωθεί στα βουνά του Ισραήλ, τα οποία για πολύν καιρό ήταν έρημα. Κι ενώ όλοι θα κατοικούν εκεί με ασφάλεια, εσύ με το στρατό σου και το πλήθος των συμμάχων σου θα προελάσεις σαν θύελλα και θα εισβάλεις στη χώρα τους σαν σύννεφο που έρχεται να καλύψει τη γη.»
–  Ιεζεκιήλ 38:7  

Η φράση «Εάν υπακούσετε στη φωνή μου και φυλάξετε τη διαθήκη μου, τότε θα είστε για μένα ιδιοκτησία μου (περιούσιος λαός) ανάμεσα σε όλους τους λαούς· διότι δική μου είναι όλη η γη» που αναφέρεται πρώτα στην Παλαιά Διαθήκη (Έξοδος 19:5, Δευτερονόμιο 7:6 και 14:2). Εδώ παρουσιάζεται ο λαός του Ισραήλ ως ο «εκλεκτός» ή «ιδιαίτερος» λαός του Θεού, με σκοπό να διατηρεί την πίστη, την ηθική και να υπηρετεί το θείο σχέδιο. 

Η έννοια του «περιούσιου λαού» (ή στα εβραϊκά “עַם סְגֻלָּה” – am segulah) έχει συνδεθεί ιστορικά με τη θεολογική εκλογή του Ισραήλ στον εβραϊκό λόγο.

Από εκεί και πέρα, η φράση «περιούσιος λαός» απέκτησε πλούσιο και πολυσύνθετο περιεχόμενο στον θεολογικό, κοινωνιολογικό και πολιτικό λόγο. 

Δεν σημαίνει ανωτερότητα, αλλά πρόκειται για μία ιδέα που φέρει εντός της ένα διπλό φορτίο: αφενός πνευματική αποστολή και ηθική ευθύνη, όχι προνόμιο, αφετέρου τον πειρασμό του απομονωτισμού και της υπεροψίας. 

Ωστόσο, η φιλοσοφική και θεολογική επεξεργασία της έννοιας αυτής από εβραίους στοχαστές προσφέρει μια πιο στοχαστική ερμηνεία που αντιστέκεται στις πολιτικοϊδεολογικές  εργαλειοποιήσεις της.    

Ο Μαϊμονίδης (Ραμπί Μωυσής μπεν Μαϊμών, 1138–1204), κορυφαίος μεσαιωνικός φιλόσοφος και νομικός, αντιμετωπίζει την εκλογή του Ισραήλ όχι ως στατική υπεροχή αλλά ως ιστορική αποστολή. Στον Οδηγό των Πεπλανημένων (Moreh Nevuchim), ερμηνεύει τη σχέση του Θεού με τον λαό του Ισραήλ μέσα από την έννοια της Προνοίας και της Φύσης. Το Ισραήλ, ως λαός που έλαβε τον Νόμο, έχει την ευθύνη να ζήσει με σύνεση, σύμφωνη με το θείο Λόγο. Η εκλογή εδράζεται στη δυνατότητα ηθικής και διανοητικής τελείωσης — όχι σε φυσική ανωτερότητα. 

Επίσης ο Rashi, ο μεγάλος εβραίος σχολιαστής του 11ου αιώνα, ερμηνεύει τη λέξη ως «θησαυρός» ή «πολύτιμη ιδιοκτησία». Δεν πρόκειται για ένδειξη υπεροχής έναντι των άλλων εθνών, αλλά για ευθύνη. Ο Θεός, κατά τον Rashi, αποδίδει στον Ισραήλ έναν ρόλο υπηρεσίας και φανέρωσης της θειότητας μέσα στην ιστορία.  

Ο Σπινόζα (Baruch Spinoza, 1632–1677), σε πλήρη ρήξη με την παραδοσιακή ραββινική θεολογία, αμφισβητεί ρητά την έννοια του περιούσιου λαού και ερμηνεύει την έννοια της εκλογής με σαφή αντι-θεολογικό προσανατολισμό. Στην ΘεολογικοΠολιτική Πραγματεία δηλώνει:
«Ο Θεός δεν προτιμά τους Ιουδαίους περισσότερο από άλλους λαούς… Η εκλογή ήταν πολιτική, όχι θεολογική»
(Tractatus Theologico-Politicus, Κεφ. 3)

Ο Σπινόζα απορρίπτει οποιαδήποτε θεϊκή προτίμηση και βλέπει τον εβραϊκό Νόμο ως μέσο διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Στα μάτια του, η ιστορική εκλογή ήταν ένα επεισόδιο οργάνωσης και σταθερότητας, όχι αιώνια υπεροχή. Με αυτή τη θέση, εναντιώνεται στον μεσσιανισμό και στη θεολογική εργαλειοποίηση της παράδοσης. 

Η ερμηνεία της ιδέας του περιούσιου λαού απασχόλησε επίσης πολλούς εβραίους στοχαστές, ιδίως στη μετα-διαφωτιστική και μετα-ολοκαυτωματική περίοδο. Ο Μόζες Μεντελσόν, πατέρας του εβραϊκού Διαφωτισμού (Haskalah), προσπάθησε να συμφιλιώσει την έννοια της εκλογής με την καθολικότητα της ηθικής. Για τον Μεντελσόν, ο λαός του Ισραήλ είναι εκλεκτός όχι λόγω φυλετικής ανωτερότητας, αλλά λόγω της θεϊκής επιφορτίσεως να διατηρεί την Ηθική Νομοθεσία εντός ενός ευρύτερου οικουμενικού πλαισίου. 

Αντίθετα, στοχαστές όπως ο Λέο Στράους και ο Αβραάμ Γεσούα Χεσέλ αναγνώρισαν την έννοια της εκλογής ως αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση μιας ηθικά ενσυνείδητης κοινότητας εν μέσω της σύγχυσης του μοντέρνου κόσμου. Ο Χεσέλ, ειδικά, μετά το Ολοκαύτωμα, έδωσε έμφαση στην ιδέα της ευθύνης αντί της ανωτερότητας, τονίζοντας πως το να είναι κάποιος περιούσιος σημαίνει «να επιλέγεται για να φέρει το βάρος της θείας δικαιοσύνης στον κόσμο»

Στη νεωτερική φιλοσοφία, ιδιαίτερα μέσω του Εμμανουέλ Λεβινάς και του Μάρτιν Μπούμπερ, επανερμηνεύει την έννοια με ηθικούς και υπαρξιακούς όρους.   

Ο Μάρτιν Μπούμπερ (1878–1965), εβραίος φιλόσοφος της θρησκείας και πολιτικός στοχαστής, επανερμηνεύει την έννοια της εκλογής στο πλαίσιο της διαλογικής σχέσης.   

Ο Μπούμπερ απορρίπτει τον εθνικισμό ως ερμηνευτικό φίλτρο και προτείνει έναν «διαλογικό» τρόπο κατανόησης της εκλογής. Στο έργο του «The Prophetic Faith», περιγράφει τον περιούσιο χαρακτήρα του Ισραήλ όχι ως προνόμιο, αλλά ως πρόσκληση σε μια διαρκή και απαιτητική σχέση με τον Θεό και τον πλησίον. Η εκλογή, κατά τον Μπούμπερ, δεν συνίσταται στην υπεροχή, αλλά στην ετοιμότητα για διάλογο, στην υπευθυνότητα απέναντι στον Άλλον και στην ηθική εγρήγορση μέσα στην ιστορία.

Πολιτικά, ο Μπούμπερ υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής ενός διεθνιστικού σιωνισμού, αντίθετος τόσο στον εδαφικό εθνικισμό όσο και στον αποκλεισμό των Παλαιστινίων. Η εκλογή, για αυτόν, ενσαρκώνεται στη δυνατότητα του Ισραήλ να ζήσει εν ειρήνη με τον πλησίον, όχι να αποσυρθεί σε εθνοθρησκευτικό απομονωτισμό. 

Στη μετα-Ολοκαυτωματική του σκέψη, ο Εμμανουέλ Λεβινάς (1906–1995), φιλόσοφος της ηθικής και του προσώπου, προσδίδει στην εκλογή μια ακόμη πιο υπαρξιακή διάσταση. Στο έργο του Totalité et Infini και στα ερμηνευτικά του κείμενα για το Ταλμούδ, η εκλογή γίνεται απαιτητικό κάλεσμα προς το πρόσωπο να απαντήσει στην ετερότητα του Άλλου. Ο λαός του Ισραήλ, για τον Λεβινάς, είναι περιούσιος όχι επειδή είναι ανώτερος, αλλά επειδή είναι υπεύθυνος — είναι εκείνος που κουβαλά τον άλλον πριν από τον εαυτό του. 

Στον χριστιανισμό, η έννοια του περιούσιου λαού μεταπλάθεται. Στην Πρώτη Επιστολή του Πέτρου (2:9), η φράση «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν» δηλώνει μεταφορά της εκλογής από το εθνοτικό στο πνευματικό επίπεδο. Ο Ωριγένης υποστήριξε ότι η Εκκλησία είναι το νέο Ισραήλ και ότι η εκλογή του Θεού δεν προσδιορίζεται από τη γενεαλογία αλλά από την πίστη στον Χριστό. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακρίνει σαφώς τη νέα τάξη της Εκκλησίας ως σώμα του Χριστού, εντός του οποίου όλοι οι πιστοί, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης, μετέχουν στη θεία κλήση. Ο Θωμάς ο Ακινάτης, στον σχολιασμό του στην Παλαιά Διαθήκη, συνδέει την έννοια της εκλογής με τη χάρη και την πρόνοια του Θεού, υπογραμμίζοντας ότι ο Θεός καλεί ορισμένους όχι για εξουσία αλλά για υπηρεσία του σχεδίου σωτηρίας.

Στις σύγχρονες κοινωνίες, η έννοια του «περιούσιου λαού» αποκτά νέες σημασίες και εγείρει ερωτήματα. Στον πολιτικό σιωνισμό, λειτούργησε ενίοτε ως θεολογική θεμελίωση της εθνικής αποκατάστασης, με κινδύνους μετατροπής της εκλογής σε πολιτικό ή εθνικιστικό δόγμα. Ωστόσο, σημαντικοί στοχαστές, όπως ο Γιόζεφ Σόλοβειτσικ και ο Αβραάμ Γεχοσούα Χέσελ, επιμένουν ότι η εκλογή δεν είναι προνόμιο, αλλά κάλεσμα για ηθική στάση, για μαρτυρία, για διακονία στον κόσμο.

Ωστόσο, στα τέλη του 20ού αιώνα και με την άνοδο του ισραηλινού εθνικισμού, αυτή η εννοιολογική ισορροπία άρχισε να διασαλεύεται. Η ιδέα της «εκλογής» μετασχηματίστηκε από θεολογική αποστολή σε εργαλείο πολιτικής νομιμοποίησης της ισραηλινής κυριαρχίας. 

Στη σύγχρονη εποχή, ιδίως μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και την άνοδο του θρησκευτικού εθνικισμού, η έννοια αυτή υπέστη βαθιές πολιτικές μεταμορφώσεις.   

Στο σύγχρονο κράτος του Ισραήλ, κυρίως από την εποχή του Μεναχέμ Μπεγκίν και μετά, η έννοια της εκλογής μετατράπηκε σταδιακά σε εργαλείο εθνοθρησκευτικής ιδεολογίας. Οι έποικοι της Δυτικής Όχθης, βασιζόμενοι σε βιβλικές ερμηνείες, επικαλούνται το divine mandate (θεία Εντολή) για να δικαιολογήσουν την κυριαρχία σε εδάφη κατοικημένα από Παλαιστίνιους. Η θεολογική ιδέα του am segula ενισχύει ένα αίσθημα ιστορικής αποστολής, συχνά χωρίς ηθική αμφισβήτηση. 

Αν και το Ισραήλ είναι επισήμως κοσμικό κράτος, σημαντικά τμήματα της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος (ειδικά οι ορθόδοξοι και εθνικιστικοί κύκλοι) υιοθετούν μια μορφή θρησκευτικού εθνικισμού, όπου η ιδέα του περιούσιου λαού νομιμοποιεί την κυριαρχία επί της Γης του Ισραήλ (Eretz Yisrael), συμπεριλαμβανομένων των κατεχόμενων εδαφών. Τον διαχωρισμό από μη-Εβραίους στο εσωτερικό και στην περιφέρεια του κράτους (ιδιαίτερα Παλαιστίνιοι, Άραβες πολίτες). Αντίσταση στη διεθνή πίεση και ανάγνωση της εχθρότητας ως συνέχεια της διαχρονικής «δοκιμασίας» του περιούσιου λαού. 

Η θρησκευτική Δεξιά (όπως τα κόμματα Shas, Otzma Yehudit, κ.ά.) χρησιμοποιεί ρητορική περί θεϊκής αποστολής. Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου και η συμμαχία του με υπερορθόδοξες ομάδες ενισχύουν την πολιτικοποίηση της έννοιας. Η έννοια λειτουργεί ως ιδεολογικό θεμέλιο της μη-παραχώρησης εδαφών και της εσωτερικής εθνοθρησκευτικής συνοχής.   

Η έννοια του περιούσιου λαού μετασχηματίζεται σε εργαλείο πολιτικής νομιμοποίησης και εσωτερικής συνοχής τόσο στο σύγχρονο Ισραήλ όσο και στο αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπό τον Τραμπ. Παρόλο που ξεκινά από διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις, λειτουργεί παρόμοια ως αφήγημα που:
Δημιουργεί διαχωρισμούς (εμείς και οι άλλοι). Νομιμοποιεί εξαιρετισμό και επιθετικές πολιτικές. Υποβοηθά εθνοθρησκευτικό λαϊκισμό και ταύτιση ηγετών με θεϊκή αποστολή.   

Εδώ, δεν πρόκειται για θεολογική διεκδίκηση της Ιερής Γης αλλά για πολιτικοθρησκευτική μυθολογία, που θέλει τις ΗΠΑ —και ειδικά τη λευκή ευαγγελική κοινότητα— ως εκλεκτούς θεματοφύλακες του αληθινού χριστιανισμού και των «αυθεντικών αξιών» της Δύσης.

Η συμμαχία Τραμπ με την ευαγγελική Δεξιά εδραίωσε μια ιδεολογία όπου το έθνος θεωρείται «θεϊκά προορισμένο», οι ηγέτες λειτουργούν ως «σωτήρες» και οι αντίπαλοι ως σχεδόν διαβολικές δυνάμεις. Στην τραμπική ρητορική, εμφανίζεται συχνά η ιδέα πως οι υποστηρικτές του Τραμπ είναι οι αδικημένοι εκλεκτοί που πρέπει να αποκατασταθούν και να προστατευτούν από τις απειλές του κοσμοπολιτισμού, της μεταναστευτικής πολιτικής, των φιλελεύθερων ελίτ και των «άθεων παγκοσμιοποιητών». 

Ενώ οι ΗΠΑ δεν είναι «ο περιούσιος λαός» με την βιβλική έννοια, υπάρχει η ιδέα ότι:  
Οι λευκοί Αμερικανοί προτεστάντες είναι οι «εκλεκτοί κληρονόμοι» της θείας αποστολής του χριστιανισμού.

Οι ΗΠΑ έχουν θεϊκή αποστολή να καθοδηγούν τον κόσμο, υπό τις αρχές του «Judeo-Christian heritage». Υπάρχει έντονη ρητορική ενάντια στους «άλλους» (μετανάστες, μουσουλμάνους, αριστερούς, ΛΟΑΤΚΙ κ.ά.) που απειλούν τον «θεϊκό σχεδιασμό» της Αμερικής. Ο Τραμπ αγκάλιασε την ευαγγελική Δεξιά, η οποία βλέπει τον ίδιο ως «αντιπρόσωπο του Θεού» παρά τις προσωπικές του αμαρτίες.

Οι τραμπικοί «εκλεκτοί» είναι οι λευκοί χριστιανοί που καλούνται να «προστατεύσουν» την πνευματική ταυτότητα του έθνους, ακόμα και μέσω της βίας. Ο Τραμπ παρουσιάζεται από κάποιους ηγέτες ως νέος Κύρος — ένας ειδωλολάτρης ηγέτης που, παρά την αμαρτωλότητά του, εκπληρώνει θεϊκό σχέδιο.

Αυτή η ιδεολογία βρίσκει συνάφεια με το ισραηλινό αφήγημα, οδηγώντας σε μια ισχυρή γεωπολιτική και θεολογική συμμαχία. Στο κοινό τους υπόστρωμα βρίσκεται η πίστη σε έναν λαό-εκλεκτό, δικαιωμένο να κυριαρχεί λόγω της θεϊκής του αποστολής. 

Η συμμαχία με σιωνιστικούς κύκλους (αναγνώριση Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα, αναγνώριση των κατεχόμενων Υψωμάτων του Γκολάν ως έδαφος του Ισραήλ, σχέσεις με Νετανιάχου) βασίζεται στην κοινή θεοπολιτική ιδεολογία. Η αφήγηση του Τραμπ και του κινήματος MAGA βλέπει τους υποστηρικτές του ως εκλεκτούς, που πρέπει να προστατευτούν από τον «βαθύ κράτος» και τις παγκόσμιες ελίτ.

Αξιοσημείωτο είναι πως, μέσα σε αυτή την αφήγηση, το ίδιο το κράτος του Ισραήλ αποκτά αποκαλυπτικό ρόλο: όχι μόνο ως σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά και ως αναγκαίος «προπομπός» της Δευτέρας Παρουσίας κατά τις ευαγγελικές προφητείες. 

Τόσο στο Ισραήλ όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες του τραμπισμού, η έννοια του εκλεκτού λαού μεταμορφώνεται από ηθικό και θεολογικό κάλεσμα σε πολιτικό όπλο ιδεολογικού αποκλεισμού. Από εργαλείο ταυτότητας και ευθύνης γίνεται αποκλειστική αξίωση εξουσίας, η οποία δικαιολογεί πρακτικές όπως η κατάργηση δικαιωμάτων, η απόρριψη διεθνών κανόνων και η συστηματική δαιμονοποίηση του «άλλου».

mail

Αλληλογραφία προς την Σύνταξη της «Γραφίδας»